ὁπλίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁπλίζω''': ἀόρ. ὥπλισα, Ἐπικ. ὥπλισσα Ὅμ.: πρκμ. ὥπλικα (παρ-) Διόδ. 4. 10, ὑπερσ. ὡπλίκει Δίων Κ. 78. 6. ― Μέσ., μέλλ. –ίσομαι (ἐφ-) Ἀνθ. Π. 9. 39, -ιοῦμαι Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 20 ἀόρ. ὡπλισάμην, Ἐπικ. ὡπλίσσατο Ὀδ. Β. 20, κτλ.· ― Παθ., ἀόρ. ὡπλίσθην Ἡρόδ., Ἀττ., Ἐπικ. γϳ πληθ. ὅπλισθεν Ὀδ. Ψ. 143· πρκμ. ὥπλισμαι Εὐρ., κτλ. ― Ὁ Ὅμ. ἁπανταχοῦ μεταχειρίζεται τὴν αὔξησιν πλὴν ἐν τοῖς τύποις ὁπλισάμεθα, ὅπλισθεν· ([[ὅπλον]], πρβλ. [[ὁπλέω]], [[ὅπλομαι]]). Ἑτοιμάζω τι, [[παρασκευάζω]], [[εὐτρεπίζω]], παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τροφῆς καὶ ποτοῦ, [[παρασκευάζω]], [[μαγειρεύω]], [[ἐπεὶ]] ῥ’ ὥπλισσε κυκειῶ Ἰλ. Λ. 641· ὅπλισσόν τ’ ἤια Ὀδ. Β. 289 δαῖθ’ ὁπλ. Εὐριπίδ. Ἴων. 852· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[δόρπον]] ἢ [[δεῖπνον]] ὁπλίζεσθαι, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ.· ὡπλίσσατο [[λύχνον]] Ἐμπεδ. 220· πρὸς δεῖπνα θυσίας θ’ ἃς θεοῖς ὡπλίζετο Εὐρ. Ἴων. 1124. 2) ἐπὶ ἵππων ἁμάξης, [[ἑτοιμάζω]], αὐτὰρ ὅγ’ υἷας ἅμαξαν… ὁπλίσαι ἠνώγει Ἰλ. Ω. 190· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ [[παρασκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]] δι’ ἐμαυτόν, ἐΰτριχας ὡπλίσαθ’ ἵππους Ψ. 301· ὥπλιζον ἵππους προμετωπιδίοις Ξεν. Κύρ. 6. 4, 1. ― Παθ., ἐπὶ πλοίων, [[νῆες]]… ὁπλίζονται Ὀδ. Ρ. 288· ἐπὶ παντὸς χρησίμου πράγματος χρήζοντος παρασκευῆς, λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένη, ἑτοίμη πρὸς χρῆσιν, Αἰσχύλ. Θήβ. 433· θώρακα... περιβόλοις ὡπλισμένον, παρεσκευασμένον, Εὐρ. Ἴων. 993. 3) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[μάλιστα]] στρατιωτῶν, [[ἑτοιμάζω]], [[ὁπλίζω]], [[ἐνδύω]] μὲ ὅπλα, Ἡρόδ. 1. 127. Εὐρ. Ἴων. 980, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]], ἀσκῶ, [[γυμνάζω]] στρατιώτας, Ἡρόδ. 6. 12. ― Ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, [[παρασκευάζω]] [[ὁπλίζω]] ὡς ὁπλίτας, ὁπλίζειν τὸν δῆμον πρότερον ψιλὸν [[ὄντα]] Θουκ. 3. 27, πρβλ. 6. 100, Λυσ. 188. 14, κλ. ― Μέσ. καὶ Παθ., ἑτοιμάζομαι, ἀλλ’ ὅγ’ ἄρ’ ἔξω ἰὼν ὡπλίζετο Ὀδ’ Ξ. 526· ὅπλισθεν (ἀντὶ ὡπλίσθησαν) δὲ γυναῖκες, ἡτοιμάσθησαν [διὰ τὸν χορόν], Ψ. 143· Τρῶες... ἀνὰ πτόλιν ὡπλίζοντο, ὡς καὶ νῦν, Ἰλ. Θ. 55· ἀλλ’ ὁπλιζώμεθα [[θᾶσσον]] Ὀδ. Ω. 495· οὕτω παρ’ Ἡροδ., ὁπλισθέντας χαλκῷ Β. 152· ὡπλισμένοι Η. 79· χρωμένους τῷ πλήθει ὡπλισμένῳ Πλάτ. Πολ. 551D· ὁπλίζου, καρδία Εὐρ. Μήδ. 1242· μετ’ ἀπαρ., παρασκευάζομαι, τοὶ δ’ ὡπλίζοντο… νέκυάς τ’ ἀγέμειν, ἕτεροι δὲ μεθ’ ὕλην· Ἰλ. Η. 417· βουσφαγεῖν ὡπλίζετο Εὐρ. Ἠλ. 627· ― ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., ὁπλίζεσθαι χέρα, [[ὁπλίζω]] τὴν χεῖρά μου, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 926· ([[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 35)· ὁπλίζεσθαι [[θράσος]], [[ὁπλίζω]] ἐμαυτὸν μὲ θάρρος, Σοφ. εἰς Ἠλ. 905· [[συχνάκις]] μετὰ δοτ. τοῦ ὀργάνου, ὁπλιζώμεσθα φασγάνῳ χέρας Εὐρ. Ὀρ. 1223· πρβλ. Φοιν. 267· οὕτω καὶ θύρσοις διὰ χερῶν ὡπλισμέναι ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 733. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 474.
|lstext='''ὁπλίζω''': ἀόρ. ὥπλισα, Ἐπικ. ὥπλισσα Ὅμ.: πρκμ. ὥπλικα (παρ-) Διόδ. 4. 10, ὑπερσ. ὡπλίκει Δίων Κ. 78. 6. ― Μέσ., μέλλ. –ίσομαι (ἐφ-) Ἀνθ. Π. 9. 39, -ιοῦμαι Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 20 ἀόρ. ὡπλισάμην, Ἐπικ. ὡπλίσσατο Ὀδ. Β. 20, κτλ.· ― Παθ., ἀόρ. ὡπλίσθην Ἡρόδ., Ἀττ., Ἐπικ. γϳ πληθ. ὅπλισθεν Ὀδ. Ψ. 143· πρκμ. ὥπλισμαι Εὐρ., κτλ. ― Ὁ Ὅμ. ἁπανταχοῦ μεταχειρίζεται τὴν αὔξησιν πλὴν ἐν τοῖς τύποις ὁπλισάμεθα, ὅπλισθεν· ([[ὅπλον]], πρβλ. [[ὁπλέω]], [[ὅπλομαι]]). Ἑτοιμάζω τι, [[παρασκευάζω]], [[εὐτρεπίζω]], παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τροφῆς καὶ ποτοῦ, [[παρασκευάζω]], [[μαγειρεύω]], [[ἐπεὶ]] ῥ’ ὥπλισσε κυκειῶ Ἰλ. Λ. 641· ὅπλισσόν τ’ ἤια Ὀδ. Β. 289 δαῖθ’ ὁπλ. Εὐριπίδ. Ἴων. 852· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[δόρπον]] ἢ [[δεῖπνον]] ὁπλίζεσθαι, συχν. παρ’ Ὁμ.· ὡπλίσσατο [[λύχνον]] Ἐμπεδ. 220· πρὸς δεῖπνα θυσίας θ’ ἃς θεοῖς ὡπλίζετο Εὐρ. Ἴων. 1124. 2) ἐπὶ ἵππων ἁμάξης, [[ἑτοιμάζω]], αὐτὰρ ὅγ’ υἷας ἅμαξαν… ὁπλίσαι ἠνώγει Ἰλ. Ω. 190· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ [[παρασκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]] δι’ ἐμαυτόν, ἐΰτριχας ὡπλίσαθ’ ἵππους Ψ. 301· ὥπλιζον ἵππους προμετωπιδίοις Ξεν. Κύρ. 6. 4, 1. ― Παθ., ἐπὶ πλοίων, [[νῆες]]… ὁπλίζονται Ὀδ. Ρ. 288· ἐπὶ παντὸς χρησίμου πράγματος χρήζοντος παρασκευῆς, λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένη, ἑτοίμη πρὸς χρῆσιν, Αἰσχύλ. Θήβ. 433· θώρακα... περιβόλοις ὡπλισμένον, παρεσκευασμένον, Εὐρ. Ἴων. 993. 3) ἐπὶ ἀνθρώπων, [[μάλιστα]] στρατιωτῶν, [[ἑτοιμάζω]], [[ὁπλίζω]], [[ἐνδύω]] μὲ ὅπλα, Ἡρόδ. 1. 127. Εὐρ. Ἴων. 980, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]], ἀσκῶ, [[γυμνάζω]] στρατιώτας, Ἡρόδ. 6. 12. ― Ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, [[παρασκευάζω]] [[ὁπλίζω]] ὡς ὁπλίτας, ὁπλίζειν τὸν δῆμον πρότερον ψιλὸν [[ὄντα]] Θουκ. 3. 27, πρβλ. 6. 100, Λυσ. 188. 14, κλ. ― Μέσ. καὶ Παθ., ἑτοιμάζομαι, ἀλλ’ ὅγ’ ἄρ’ ἔξω ἰὼν ὡπλίζετο Ὀδ’ Ξ. 526· ὅπλισθεν (ἀντὶ ὡπλίσθησαν) δὲ γυναῖκες, ἡτοιμάσθησαν [διὰ τὸν χορόν], Ψ. 143· Τρῶες... ἀνὰ πτόλιν ὡπλίζοντο, ὡς καὶ νῦν, Ἰλ. Θ. 55· ἀλλ’ ὁπλιζώμεθα [[θᾶσσον]] Ὀδ. Ω. 495· οὕτω παρ’ Ἡροδ., ὁπλισθέντας χαλκῷ Β. 152· ὡπλισμένοι Η. 79· χρωμένους τῷ πλήθει ὡπλισμένῳ Πλάτ. Πολ. 551D· ὁπλίζου, καρδία Εὐρ. Μήδ. 1242· μετ’ ἀπαρ., παρασκευάζομαι, τοὶ δ’ ὡπλίζοντο… νέκυάς τ’ ἀγέμειν, ἕτεροι δὲ μεθ’ ὕλην· Ἰλ. Η. 417· βουσφαγεῖν ὡπλίζετο Εὐρ. Ἠλ. 627· ― ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., ὁπλίζεσθαι χέρα, [[ὁπλίζω]] τὴν χεῖρά μου, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 926· ([[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 35)· ὁπλίζεσθαι [[θράσος]], [[ὁπλίζω]] ἐμαυτὸν μὲ θάρρος, Σοφ. εἰς Ἠλ. 905· [[συχνάκις]] μετὰ δοτ. τοῦ ὀργάνου, ὁπλιζώμεσθα φασγάνῳ χέρας Εὐρ. Ὀρ. 1223· πρβλ. Φοιν. 267· οὕτω καὶ θύρσοις διὰ χερῶν ὡπλισμέναι ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 733. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 474.
}}
}}
{{bailly
{{bailly