ὕλη: Difference between revisions

4 bytes removed ,  31 January 2022
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "perh." to "perhaps")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὕλη''': [ῡ], ἡ· (ἴδε ἐν τέλ.) - [[δάσος]], γῆ [[δασώδης]], [[δρυμός]], Ὅμ., κλπ.· γῆν... δασέαν ὕλῃ παντοίῃ Ἡρόδ. 4. 21· ἀπ’ ὕλης ἀγρίης ζώειν ὁ αὐτ. ἐν 1. 203· τὰ δένδρα καὶ ὕλη, καρποφόρα δένδρα καὶ δένδρα τοῦ δάσους ἄγρια, Θουκ. 4. 69 (ἴδε ἐν λ. [[δένδρον]])· - οὐ μόνον δὲ ἐπὶ δασῶν ἐκ δένδρων, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ λόχμης ἢ τόπου κεκαλυμμένου ὑπὸ θάμνων ἐν παντελεῖ ἀντιθέσει πρὸς τὰ μεγάλα δένδρα ἐξ ὧν λαμβάνει τις ξυλείαν, Ξεν. Ἀν. 1. 5. 1, Οἰκ. 16. 13., 17. 12, κλπ.· ἴδε ἐν λ. [[ὕλημα]]. ΙΙ. ξύλα κεκομμένα, ξύλα χρήσιμα πρὸς καῦσιν, [[καύσιμος]] ὕλη, Ἰλ. Η. 418., Ψ. 50, 111, κλπ., Ὀδ. Ι. 234, Ἡρόδ. 4. 164., 6. 80, καὶ Ἀττ.· ξύλα πρὸς ἐργασίαν χρήσιμα, [[ξυλεία]], Ἡρόδ. 7. 36, Θουκ. 2. 75 (πρβλ. [[φάκελος]]), κτλ.· ὕλη ναυπηγησίμη Πλάτ. Νόμ. 705C ναυπ. καὶ οἰκοδομικὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 1· ὕλην ἐς τὸ [[χῶμα]], δεσμίδας θάμνων κττ., fascinas, Θουκ. 2. 75· - [[ὡσαύτως]] κλωνία πρὸς κατασκευὴν τῶν φωλεῶν πτηνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 5., 9. 8, 1. ΙΙΙ. ὡς τὸ Λατ. materia, ἡ ὕλη ἐξ ἧς γίνεταί τι, ἡ [[ἀκατέργαστος]] ὕλη, τὸ ὑλικόν, [[ξύλον]], [[ξυλεία]], Ὀδ. Ε. 257, Ἡρόδ. 4. 164, κ. ἀλλ.· - σπανίως ἐπὶ ἄλλης ὕλης, [[οἷον]] μετάλλου, οἱ παρ’ ἄκμονι... ὕλην ἄψυχον δημιουργοῦντες Σοφ. Ἀποσπ. 724. 2) ἐν τῇ Φιλοσοφίᾳ ἡ ὕλη, τὸ ὑλικὸν [[στοιχεῖον]], πρῶτον παρ’ Ἀριστ. (ἐκτὸς ἐὰν ἡ [[πραγματεία]] Τιμαίου τοῦ Λοκροῦ θεωρηθῇ γνησία)· ὁριζομένη ὡς ἑξῆς: ἔστι δὲ ὕλη [[μάλιστα]] μὲν καὶ [[κυρίως]] τὸ ὑποκείμενον γενέσεως καὶ φθορᾶς δεκτικὸν καὶ [[κυρίως]] τὸ ὑποκείμενον γενέσεως καὶ θφορᾶς δεκτικὸν Ἀριστ. π. Γενέσ. καὶ Φθορ. 1. 4, 7· τὸ ἐξ οὗ γίγνεται Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 7, 2· τὸ ἐπιδεκτικὸν μορφῆς ἢ εἴδους, [[αὐτόθι]] 6. 10, 4· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἐνέργειαν ἢ ἐντελέχειαν, [[αὐτόθι]] 7. 1, 6· πρβλ. [[ὑλικός]]· - ἴδε Bonitz Indic. Arist. σ. 785 κἑξ.· [[συχν]]. παρὰ τοῖς μεταγενεστ. φιλοσοφ. συγγραφεῦσι, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν νοῦν. 3) [[ὑπόθεσις]] διὰ [[ποίημα]] ἢ πραγματείαν, ὕλη τραγική, ποιητικὴ Πολύβ. 2. 16, 14, Λογγῖν., κλπ.· ἡ ὑποκειμένη ὕλη, τὸ ὑποκείμενον, ἡ [[ὑπόθεσις]], Λατ. sylvâ, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 3, 1. 4) ὕλη ἰατρικὴ ἢ ὕλη, [[ἁπλῶς]] malerie medica, Γαλην. IV. καθίζημα, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 697, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Πλ. 1088· [[ἐντεῦθεν]] τὸ [[ῥῆμα]] [[ὑλίζω]] (ὃ ἴδε), [[ὑλώδης]]· ἀλλ’ ὁ Λοβ. εἰς Φρύν. 73 νομίζει ὅτι οἱ τύποι οὗτοι προέκυψαν ἐκ παραφθορᾶς τῶν λέξεων ἰλύς, ἰλύζω, [[ἰλυώδης]]. (Πιθ. ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] ἦν ὕλϝ-α, πρβλ. silva, s?lu-?, [[ἔνθα]] τὸ s παριστάνει τὴν δασεῖαν· πρβλ. Σκαπτησύλη = Σκαπτὴ ὕλη, παρὰ Στεφ. Βυζ.).
|lstext='''ὕλη''': [ῡ], ἡ· (ἴδε ἐν τέλ.) - [[δάσος]], γῆ [[δασώδης]], [[δρυμός]], Ὅμ., κλπ.· γῆν... δασέαν ὕλῃ παντοίῃ Ἡρόδ. 4. 21· ἀπ’ ὕλης ἀγρίης ζώειν ὁ αὐτ. ἐν 1. 203· τὰ δένδρα καὶ ὕλη, καρποφόρα δένδρα καὶ δένδρα τοῦ δάσους ἄγρια, Θουκ. 4. 69 (ἴδε ἐν λ. [[δένδρον]])· - οὐ μόνον δὲ ἐπὶ δασῶν ἐκ δένδρων, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ λόχμης ἢ τόπου κεκαλυμμένου ὑπὸ θάμνων ἐν παντελεῖ ἀντιθέσει πρὸς τὰ μεγάλα δένδρα ἐξ ὧν λαμβάνει τις ξυλείαν, Ξεν. Ἀν. 1. 5. 1, Οἰκ. 16. 13., 17. 12, κλπ.· ἴδε ἐν λ. [[ὕλημα]]. ΙΙ. ξύλα κεκομμένα, ξύλα χρήσιμα πρὸς καῦσιν, [[καύσιμος]] ὕλη, Ἰλ. Η. 418., Ψ. 50, 111, κλπ., Ὀδ. Ι. 234, Ἡρόδ. 4. 164., 6. 80, καὶ Ἀττ.· ξύλα πρὸς ἐργασίαν χρήσιμα, [[ξυλεία]], Ἡρόδ. 7. 36, Θουκ. 2. 75 (πρβλ. [[φάκελος]]), κτλ.· ὕλη ναυπηγησίμη Πλάτ. Νόμ. 705C ναυπ. καὶ οἰκοδομικὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 1· ὕλην ἐς τὸ [[χῶμα]], δεσμίδας θάμνων κττ., fascinas, Θουκ. 2. 75· - [[ὡσαύτως]] κλωνία πρὸς κατασκευὴν τῶν φωλεῶν πτηνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 5., 9. 8, 1. ΙΙΙ. ὡς τὸ Λατ. materia, ἡ ὕλη ἐξ ἧς γίνεταί τι, ἡ [[ἀκατέργαστος]] ὕλη, τὸ ὑλικόν, [[ξύλον]], [[ξυλεία]], Ὀδ. Ε. 257, Ἡρόδ. 4. 164, κ. ἀλλ.· - σπανίως ἐπὶ ἄλλης ὕλης, [[οἷον]] μετάλλου, οἱ παρ’ ἄκμονι... ὕλην ἄψυχον δημιουργοῦντες Σοφ. Ἀποσπ. 724. 2) ἐν τῇ Φιλοσοφίᾳ ἡ ὕλη, τὸ ὑλικὸν [[στοιχεῖον]], πρῶτον παρ’ Ἀριστ. (ἐκτὸς ἐὰν ἡ [[πραγματεία]] Τιμαίου τοῦ Λοκροῦ θεωρηθῇ γνησία)· ὁριζομένη ὡς ἑξῆς: ἔστι δὲ ὕλη [[μάλιστα]] μὲν καὶ [[κυρίως]] τὸ ὑποκείμενον γενέσεως καὶ φθορᾶς δεκτικὸν καὶ [[κυρίως]] τὸ ὑποκείμενον γενέσεως καὶ θφορᾶς δεκτικὸν Ἀριστ. π. Γενέσ. καὶ Φθορ. 1. 4, 7· τὸ ἐξ οὗ γίγνεται Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 7, 2· τὸ ἐπιδεκτικὸν μορφῆς ἢ εἴδους, [[αὐτόθι]] 6. 10, 4· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἐνέργειαν ἢ ἐντελέχειαν, [[αὐτόθι]] 7. 1, 6· πρβλ. [[ὑλικός]]· - ἴδε Bonitz Indic. Arist. σ. 785 κἑξ.· συχν. παρὰ τοῖς μεταγενεστ. φιλοσοφ. συγγραφεῦσι, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν νοῦν. 3) [[ὑπόθεσις]] διὰ [[ποίημα]] ἢ πραγματείαν, ὕλη τραγική, ποιητικὴ Πολύβ. 2. 16, 14, Λογγῖν., κλπ.· ἡ ὑποκειμένη ὕλη, τὸ ὑποκείμενον, ἡ [[ὑπόθεσις]], Λατ. sylvâ, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 3, 1. 4) ὕλη ἰατρικὴ ἢ ὕλη, [[ἁπλῶς]] malerie medica, Γαλην. IV. καθίζημα, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 697, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Πλ. 1088· [[ἐντεῦθεν]] τὸ [[ῥῆμα]] [[ὑλίζω]] (ὃ ἴδε), [[ὑλώδης]]· ἀλλ’ ὁ Λοβ. εἰς Φρύν. 73 νομίζει ὅτι οἱ τύποι οὗτοι προέκυψαν ἐκ παραφθορᾶς τῶν λέξεων ἰλύς, ἰλύζω, [[ἰλυώδης]]. (Πιθ. ὁ ἀρχικὸς [[τύπος]] ἦν ὕλϝ-α, πρβλ. silva, s?lu-?, [[ἔνθα]] τὸ s παριστάνει τὴν δασεῖαν· πρβλ. Σκαπτησύλη = Σκαπτὴ ὕλη, παρὰ Στεφ. Βυζ.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly