ὕλη
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
English (LSJ)
[ῡ], ἡ,
A forest, woodland, Il.11.155, Od.17.316, Ep.Jac.3.5, etc.; γῆν . . δασέαν ὕλῃ παντοίῃ Hdt.4.21; ἀπ' ὕλης ἀγρίης ζώειν Id.1.203; ὕλα ἀεργός = virgin forest, Berl.Sitzb.1927.167 (Cyrene); τὰ δένδρα καὶ ὕλη = fruit trees and forest trees, Th.4.69 (cf. δένδρον); not only of forest trees, but also of copse, brushwood, undergrowth (cf. ὕλημα), directly opp. to timber trees, X.An.1.5.1, Oec.16.13, 17.12, PSI6.577.8 (iii B. C.), Sor.1.40: also in plural, h.Cer.386, Hecat.291 J., Mosch.3.88, Plb. 5.7.10, D.S.3.48, D.H.Th.6, Str.5.1.12, 15.1.60, Plu.Pyrrh.25, Cat. Ma.21, Comp.Cim.Luc.3, Luc.Prom.12, Sacr.10, Am.12, Babr.12.2, al., Nonn. D. 3.69,252, 16.91, 36.70, etc.
II wood cut down, Od.5.257 (cf. III); firewood, fuel, Il.7.418, 23.50,III, al., Od.9.234, Hdt.4.164,6.80; brushwood, Id.7.36, Th.2.75, etc.; timber, ὕλη ναυπηγησίμη Pl.Lg.705c; ναυπηγήσιμος καὶ οἰκοδομική ὕλη Thphr.HP5.7.1, cf. IG42(1).102.50 (Epid., iv B. C.); also, twigs for birds' nests, Arist.HA559a2.
III the stuff of which a thing is made, material, (perhaps so of wood), Od.5.257; rarely of other material, as metal, οἱ παρ' ἄκμονι . . ὕλην ἄψυχον δημιουργοῦντες Plu.2.802b (cf. S.Fr.844, but ὕλη is Plutarch's word): generally, materials, PMasp.151.91 (vi A. D.).
2 in Philosophy, matter, first in Arist. (Ti.Locr.93b, al. is later); defined as τὸ ὑποκείμενον γενέσεως καὶ φθορᾶς δεκτικόν, GC320a2; as τὸ ἐξ οὗ γίγνεται, Metaph.1032a17; οὐσία ἥ τε ὕλη καὶ τὸ εἶδος καὶ τὸ ἐκ τούτων ib.1035a2; opp. as δυνάμει τόδε τι to τόδε τι ἐνεργεία, ib. 1042a27; opp. ἐντελέχεια, ib.1038b6: in later philosoph. writers, mostly opp. to the intelligent and formative principle (νοῦς), Procl. Inst.72, etc.; ὕλη τῶν ἀριθμῶν Iamb.Comm.Math.4.
3 matter for a poem or treatise, ὕλη τραγική, ποιητικαὶ ὗλαι, Plb.2.16.14, Longin. 13.4, cf. 43.1, Vett.Val.172.1, etc.; ἡ ὑποκειμένη ὕλη = the subject-matter, Arist.EN1094b12, cf. Phld.Rh.2.124 S.
4 ὕλη ἰατρική = materia medica, Dsc.tit.; so ὕλη alone, materia medica, Id.1 Prooem., Gal. 17(2).181; ὗλαι τῆς τέχνης ibid., cf. 6.77, Sor.1.83,110, 2.15,28; ἡ ὕλη τῶν ὁπλομαχικῶν ἐνεργειῶν Gal.6.157.
b ἡ μέση ὕλη = the middle range of diet, Sor.1.46, 2.15; τροφιμωτέρα ὕλη Id.1.95, cf. 36.
5 pl., material resources, βασιλικαὶ ὗλαι Ph.1.640.
IV sediment, Ar.Fr.879, cf. Sch.Ar.Pl.1086, 1088 (hence ὑλίζω (ἀφυλίζω, διυλίζω), ὑλώδης ΙΙ); mud, slime, UPZ70.9 (ii B. C.); ὕλῃ, ὕλει, and ἰλυῖ are cj. for ὕδει in Thgn.961.
2 matter excreted from the human body, Sor.1.22,23,25, al.; ἡ ὕλη τῶν ἐμπυημάτων Gal.18(2).256; phlegm, catarrh, PMed. in Arch.Pap.4.270 (iii A. D.).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
I. bois sur pied :
1 bois, forêt;
2 taillis, broussailles;
3 arbre en gén.
II. bois coupé ou tombé, particul. bois à brûler ; matériaux de construction en gén. (bois, pierre, etc.) ; bois pour les parties vides d'un navire, ballast ; fig. matière dont une chose est faite ; matière au sens philos. ; matière d'un poème, d'un ouvrage.
Étymologie: p. *ὕλϝη de *σύλϝη, cf. lat. silva.
German (Pape)
ἡ,
1 Gehölz, Wald, Hom., Hes. und Folgde; πολλὰν ὕλαν πῦρ ἀΐστωσεν, Pind. P. 3.37; δαίων φλόγα ὕλης ὀρείας, Aesch. Ag. 483. Bei Xen. An. 1.5.1 Gesträuch und Staudengewächse, im Gegensatz zu den Bäumen, wie auch Her. 3.112 zu verstehen.
2 das gefällte Holz, Bau- und Brennholz; Il. 23.50, 111, 139, Od. 9.234, 10.104 und sonst; Her. 4.164, 6.80, 7.36; ναυπηγησίμη, Schiffsbauholz, Plat. Legg. IV.705c.
3 Übh. Stoff, Materie, woraus Etwas bereitet wird, der rohe, unverarbeitete Stoff, gleichviel ob Holz, wie Od. 5.257, oder Stein, Metall und dgl.; Soph. frg. 743 παρ' ἄκμονι τυπάδι βαρείᾳὕλην ἄψυχον δημιουργοῦντες; vgl. Tim.Locr. 97e; ὕλη ἰατρική, materia medica, Galen.; τραγική, Pol. 2.16.14; – ἐν ὕλῃ, der Materie nach, bes. Sp. – Im chemischen Sinne, die Unterlage od. Basis, welche die eigentliche Masse gibt. – Es scheint wie υἱός von ὕω, Fύω = φύω abzuleiten, der Ort, wo das Holz wächst; davon sylva.
Russian (Dvoretsky)
ὕλη: дор. ὕλᾱ (ῡ) ἡ
1 лес Hom., Her., Thuc.;
2 кустарник (ὕλη ἢ κάλαμος … δένδρον δ᾽ οὐδέν Xen.);
3 дрова Hom., Her., Xen.;
4 строевой лес, лесные материалы Thuc., Plat.;
5 сырой материал Hom., Her.: ὕλη ἄψυχος Soph. безжизненный, т. е. необработанный материал;
6 филос. вещество, материя (ἡ ὕλη καὶ τὸ εἶδος Arst.);
7 тема, (исследуемый или описываемый) предмет: κατὰ τὴν ὑποκειμένην ὕλην Arst. в соответствии с заданной темой; πᾶσα ἡ τραγικὴ ὕλη Polyb. всевозможные трагические темы;
8 осадок, гуща, муть, Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ὕλη: [ῡ], ἡ· (ἴδε ἐν τέλ.) - δάσος, γῆ δασώδης, δρυμός, Ὅμ., κλπ.· γῆν... δασέαν ὕλῃ παντοίῃ Ἡρόδ. 4. 21· ἀπ’ ὕλης ἀγρίης ζώειν ὁ αὐτ. ἐν 1. 203· τὰ δένδρα καὶ ὕλη, καρποφόρα δένδρα καὶ δένδρα τοῦ δάσους ἄγρια, Θουκ. 4. 69 (ἴδε ἐν λ. δένδρον)· - οὐ μόνον δὲ ἐπὶ δασῶν ἐκ δένδρων, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ λόχμης ἢ τόπου κεκαλυμμένου ὑπὸ θάμνων ἐν παντελεῖ ἀντιθέσει πρὸς τὰ μεγάλα δένδρα ἐξ ὧν λαμβάνει τις ξυλείαν, Ξεν. Ἀν. 1. 5. 1, Οἰκ. 16. 13., 17. 12, κλπ.· ἴδε ἐν λ. ὕλημα. ΙΙ. ξύλα κεκομμένα, ξύλα χρήσιμα πρὸς καῦσιν, καύσιμος ὕλη, Ἰλ. Η. 418., Ψ. 50, 111, κλπ., Ὀδ. Ι. 234, Ἡρόδ. 4. 164., 6. 80, καὶ Ἀττ.· ξύλα πρὸς ἐργασίαν χρήσιμα, ξυλεία, Ἡρόδ. 7. 36, Θουκ. 2. 75 (πρβλ. φάκελος), κτλ.· ὕλη ναυπηγησίμη Πλάτ. Νόμ. 705C ναυπ. καὶ οἰκοδομικὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 1· ὕλην ἐς τὸ χῶμα, δεσμίδας θάμνων κττ., fascinas, Θουκ. 2. 75· - ὡσαύτως κλωνία πρὸς κατασκευὴν τῶν φωλεῶν πτηνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 5., 9. 8, 1. ΙΙΙ. ὡς τὸ Λατ. materia, ἡ ὕλη ἐξ ἧς γίνεταί τι, ἡ ἀκατέργαστος ὕλη, τὸ ὑλικόν, ξύλον, ξυλεία, Ὀδ. Ε. 257, Ἡρόδ. 4. 164, κ. ἀλλ.· - σπανίως ἐπὶ ἄλλης ὕλης, οἷον μετάλλου, οἱ παρ’ ἄκμονι... ὕλην ἄψυχον δημιουργοῦντες Σοφ. Ἀποσπ. 724. 2) ἐν τῇ Φιλοσοφίᾳ ἡ ὕλη, τὸ ὑλικὸν στοιχεῖον, πρῶτον παρ’ Ἀριστ. (ἐκτὸς ἐὰν ἡ πραγματεία Τιμαίου τοῦ Λοκροῦ θεωρηθῇ γνησία)· ὁριζομένη ὡς ἑξῆς: ἔστι δὲ ὕλη μάλιστα μὲν καὶ κυρίως τὸ ὑποκείμενον γενέσεως καὶ φθορᾶς δεκτικὸν καὶ κυρίως τὸ ὑποκείμενον γενέσεως καὶ θφορᾶς δεκτικὸν Ἀριστ. π. Γενέσ. καὶ Φθορ. 1. 4, 7· τὸ ἐξ οὗ γίγνεται Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 7, 2· τὸ ἐπιδεκτικὸν μορφῆς ἢ εἴδους, αὐτόθι 6. 10, 4· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἐνέργειαν ἢ ἐντελέχειαν, αὐτόθι 7. 1, 6· πρβλ. ὑλικός· - ἴδε Bonitz Indic. Arist. σ. 785 κἑξ.· συχν. παρὰ τοῖς μεταγενεστ. φιλοσοφ. συγγραφεῦσι, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν νοῦν. 3) ὑπόθεσις διὰ ποίημα ἢ πραγματείαν, ὕλη τραγική, ποιητικὴ Πολύβ. 2. 16, 14, Λογγῖν., κλπ.· ἡ ὑποκειμένη ὕλη, τὸ ὑποκείμενον, ἡ ὑπόθεσις, Λατ. sylvâ, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 3, 1. 4) ὕλη ἰατρικὴ ἢ ὕλη, ἁπλῶς malerie medica, Γαλην. IV. καθίζημα, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 697, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφάν. Πλ. 1088· ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα ὑλίζω (ὃ ἴδε), ὑλώδης· ἀλλ’ ὁ Λοβ. εἰς Φρύν. 73 νομίζει ὅτι οἱ τύποι οὗτοι προέκυψαν ἐκ παραφθορᾶς τῶν λέξεων ἰλύς, ἰλύζω, ἰλυώδης. (Πιθ. ὁ ἀρχικὸς τύπος ἦν ὕλϝ-α, πρβλ. silva, s?lu-?, ἔνθα τὸ s παριστάνει τὴν δασεῖαν· πρβλ. Σκαπτησύλη = Σκαπτὴ ὕλη, παρὰ Στεφ. Βυζ.).
English (Autenrieth)
(cf. silva): wood, forest; also of cut wood, firewood, Il. 23.50, Od. 9.234. In general of brush, stuff, raw material, Od. 5.257.
English (Strong)
perhaps akin to ξύλον; a forest, i.e. (by implication) fuel: matter.
English (Thayer)
ὕλης, ἡ, a forest, a wood; felled wood, fuel: Homer down; the Sept..)
Greek Monotonic
ὕλη: [ῡ], ἡ, Λατ. sylva,
I. δρυμός, λόγγος, δάσος, άλσος, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· τὰ δένδρα καὶ ὕλη, καρποφόρα δένδρα και άγρια δέντρα του δάσους, σε Θουκ.· θάμνοι, χαμόκλαδα, αντίθ. προς τα δέντρα τα κατάλληλα για υλοτόμηση, σε Ξεν.
II. κομμένα, υλοτομημένα ξύλα, καυσόξυλα, καύσιμη ύλη, σε Όμηρ. κ.λπ.
III. 1. όπως το Λατ. materia, ύλη από την οποία κατασκευάζεται, φτιάχνεται κάτι, ακατέργαστη, πρώτη ύλη, ξύλο, ξυλεία, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
2. στην Φιλοσοφία, ύλη, υλικό στοιχείο, ουσία, σε Αριστ.
3. υποκείμενο, υπόθεση, στον ίδ.
Middle Liddell
ὕ¯λη, ἡ,
I. Lat. sylva, a wood, forest, woodland, Hom., Hdt., etc.; τὰ δένδρα καὶ ὕλη fruit-trees and forest-trees, Thuc.: copse, brushwood, opp. to timber-trees, Xen.
II. wood cut down, firewood, fuel, Hom., etc.
III. like Lat. materia, stuff of which a thing is made, the raw material, wood, timber, Od., Hdt.
2. in Philosophy, matter, Arist.
3. subject matter, Arist.
Frisk Etymology German
ὕλη: {húlē}
Grammar: f.
Meaning: ‘Wald, Gehölz, Holz, Bau-, Brennholz, Gesträuch’ (seit Il.), Stoff, Material, Materie (Arist., Plb., Mediz. usw.); auch = τὸ καθίζον τοῦ οἴνου ἢ τοῦ ὕδατος (Phot.), Bodensatz, Schlamm, Schleim, körperliches Sekret (Ar. Fr. 879, UPZ 70, 9 [IIa; vgl. Wilcken z. St.], hell. u. sp. Mediz.); vgl. ὗλις.
Composita : Kompp., z.B. ὑλοτόμος holzfällend, m. Holzfäller (Il. usw.), ὑλατόμος ib. (Theok.), ὑληκοίτης m. sein Lager im Walde habend (Hes.), ὑληωρός m. Waldaufseher (A. R., A.P), ὑλωρός ib. (Arist.) mit -ωρέω (thess.Va); dazu ὑληώρεας εὐνάς Akk. pl. (Nik. Th. 55), ὑληρεύς· νομεὺς ἐν ὕλῃ φυλάττων H.; zum ganz unsicheren ὑλιβάτης Fraenkel Nom. ag. 2, 75 m. A.1; ὑλομήτρα· εἶδος σκώληκος H.; zur Erklärung Strömberg Wortstud. 23 f. (abzulehnen Gil Fernandez Nombres de insectos 191). Als Hinterglied u.a. in ἔνυλος mit Materie versehen, materiell (Arist., sp.).
Derivative: Ableitungen. 1. Adj.: ὑλήεις, dor. -άεις reich an Wald, waldig (ep. poet. seit Il.), -ώδης ib. (Th., S., X. u.a.), schlammig (Dsk., Plu. u.a.), -ιμος zum Wald gehörig (E.; Arbenz 82), -ικός körperlich, materiell (Arist. u.a.; Chantraine Études 131), -αῖος waldig, holzig, im Walde befindlich, materiell (hell. u. sp.), Ὑλαίη f. N. einer waldigen Gegend am Borysthenes (Hdt.), -ῳ̃ος zur Materie gehörig (Orph. Fr. 353; nach πατρῳ̃ος u.a.); -ειῶτα Vok. Beiw. des Πάν (AP 6, 106; nach Πὰν ὀρειώτας AP 9,824). 2. EN Ὑλεύς N. eines Jagdhundes (X.). 3. Erweiterung ὕλημα n., meist pl. Strauchwerk mit -ηματικός (Thphr.; Chantraine Form. 178). 4. Verba: a. ὑλάζομαι, Aor. -άσασθαι Holz holen (att. Inschr., Poll., H.) mit -ασία f. das Holzholen (att. Inschr.), -άστρια f. Holzholerin (Phot.). b. ὑλίζω, -ίσαι, Ptz.Pf. -ισμένος, auch m. Präfix, bes. δι-, ‘von Materie usw. reinigen, abklären, durchseihen’ (Kratin. 354, Pl. Ti. 69 a, Archyt., LXX, Dsk., Pap. usw.) mit -ιστήρ (δι-) m. Seihetuch, Durchschlag (Mediz., Pap.), -ιστήριον (δι-) n. (Pap., Sch., H.), διύλισμα n. abgeklärte Flüssigkeit (Gal.), -ισις f. Abklärung, Durchseihung (Suid.), -ισμός m. Abklärung, Reinigung (Clem. Al.), ἀφύλισμα γάλακτος als Erkl. von ὀρὸς γάλακτος H., -ισμὸς χωμάτων, παρ- ~ τενάγους das Ausheben des Schlammes, Reinigung (Pap.; Westermann Aegyptus 6, 121 ff.).
Etymology : Ohne Etymologie. Über die frühere Zusammenstellung mit lat. silva und sogar mit ξύλον s. Zachariae KZ 34, 453 ff. (ablehnend); weitere Lit. bei W.-Hofmann s. silva und WP. 2, 504 (u.a. Ehrlich Bet148). onung Von der Bed. Brennholz aus- gehend erwägt Wackernagel Unt. 185 A.1 Anknüpfung an awno. usli m. glühende Asche (zu εὕω, lat. ūrere usw.). — Gewöhnlich (s. Bq) wird ὕλη im Sinn von Bodensatz, Schlamm von ὕλη Wald getrennt und als besonderes Wort zu lit. sulà fließender Baumsaft usw. (s. ὕω) gezogen. Es handelt sich aber offenbar um eine späte Bed.entwicklung von Materie zu feste Materie, Bodensatz, Ausfällung im Gegensatz zum. klaren Wein und zum reinen Wasser, wie schon aus der Erklärung bei Phot. als ’τὸ καθίζον τοῦ οἴνου ἢ τοῦ ὕδατος’ ersichtlich ist. — Daß ὕλη Wald aus ὕλη Schlamm hervorgegangen wäre (Grošselj Živa Ant. 4, 304), ist schon aus chronologischen Gründen ausgeschlossen.
Page 2,962-963
Chinese
原文音譯:Ûlh 虛累
詞類次數:名詞(1)
原文字根:材料 相當於: (סֻכָּה) (שָׁמִיר)
字義溯源:森林^,木材,燃料,燃燒之物,樹幹,樹林;或源自(ξύλον)=木料,木製品),而 (ξύλον)出自(ξέστης)=容器,罐), (ξέστης)出自(ξέστης)X=煮沸*,平滑)。
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 樹林(1) 雅3:5
English (Woodhouse)
brushwood, forest, matter, timber, wood, brush-wood
Mantoulidis Etymological
(=δάσος, ξύλα, λάσπη). Πιθανόν ὁ ἀρχικός τύπος ἦταν ὕλ-ϝ-α (λατιν. silva). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑλαῖος (=ἄγριος, πού ζεῖ στά δάση), ὑλήεις (=δασώδης), ὕλημα, ὑλικός, ὑλοτόμος, ὑλώδης, Ἀπό τήν ὕλη (με σημασία: λάσπη, καθίζημα) ἀκόμη τά: ὑλίζω (=στραγγίζω), ὑλισμός (=στράγγισμα), ὑλιστήρ (=στραγγιστήρι), ὑλιστός (=στραγγιστός).
Translations
foliage
Armenian: սաղարթ; Belarusian: лі́сце, лісцё, лістота; Bulgarian: шума, листак; Catalan: fullatge; Chinese Mandarin: 葉子/叶子; Czech: listí; Danish: løv; Dutch: gebladerte; Esperanto: foliaro; Faroese: leyv; Finnish: lehdet, lehvistö; French: feuillage; Friulian: frind; Galician: rama, ramaxe, follaxe; German: Blätter, Laub, Laubwerk, Blätterwerk, Beblätterung; Greek: φύλλωμα, φυλλωσιά; Ancient Greek: βλάστημα, θαλλία, κόμη, τὰ φύλλα, φύλλα, ὕλη, φόβη, φυλλάς, φυλλίς, φύλλωμα, χαίτα, χαίτη, χλόα, χλόη, χλοίη; Hebrew: עַלְוָה; Hindi: पर्णसमूह; Hungarian: lomb; Ido: foliaro; Irish: duilliúr, clúmh; Italian: fogliame; Japanese: 木の葉; Korean: 나뭇잎; Latin: frons; Macedonian: лисја, лисје; Malay: dedaun; Maori: raurau; Norwegian Bokmål: bladverk, løvverk; Polish: listowie, liście; Portuguese: folhagem; Romanian: frunze, frunziș, frunzărime; Russian: листва, листья; Serbo-Croatian Cyrillic: ли̑шће; Roman: lȋšće; Slovak: lístie; Slovene: listje; Sorbian Lower Sorbian: list; Spanish: follaje; Swedish: lövverk, bladverk; Tagalog: kadahunan; Ukrainian: листя; Venetian: stram; Volapük: bledem; Welsh: deiliant