ἅλς: Difference between revisions

4 bytes removed ,  31 January 2022
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἅλς''': ἁλός [ᾰ], (Α) ἀρσ. δοτ. πληθ. ἅλασιν (ἴδε κατωτέρω): - καθ’ ἑνικόν, [[τεμάχιον]], [[ὄγκος]], ἅλατος, ἰδίως ἐπὶ τοῦ ὀρυκτοῦ ἅλατος, Ἡρόδ. 4. 181-185, πρβλ. [[χόνδρος]], [[χονδρός]]. 2) [[καθόλου]], [[ἅλας]], κτλ., πάσσε δ’ ἁλὸς θείοιο (πρβλ. [[θεῖος]]), Ἰλ. Ι. 214. πρβλ. Ὀδ. Ρ. 455· ἁλὸς [[μέταλλον]], ἁλατωρυχεῖον, Ἡρόδ. 4. 185· ἁλὸς [[χόνδρος]], [[αὐτόθι]] 181· καθ’ ἑνικὸν [[ὡσαύτως]] [[ἅλας]] ἀντὶ τοῦ ἅλες, Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 13, Ἀξιόνικ. ἐν «Χαλκιδικῷ» 2: - ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ὁ πληθυντ. ἦτο συνηθέστερος, πρῶτον ἐν Ὀδ. Λ. 123, ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. 4. 53., 6. 119., 7. 30, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.: - παροιμ. φράσεις: οὐ σύ γ’ ἂν ... σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ’ ἅλα δοίης, Ὀδ. Ρ. 455· φής μοι πάντα δόμεν· [[τάχα]] δ’ ... οὐδ’ ἅλα δοίης Θεόκρ. 27. 61· [[ἅλας]] συναναλῶσαι, δηλ. τὸ νὰ εἶναί τις συνδεδεμένος διὰ δεσμῶν, ξενίας, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 3· τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον, τὸ νὰ ἔχῃ φάγῃ τις ὁλόκληρον μέδιμνον ἅλατος μετά τινος ἄλλου, δηλ. τὸ νὰ εἶναί τις παλαιὸς φίλος τοῦ ἄλλου, Πλάτ. 2. 94Α· πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 7. 2, 35· ὅρκον μέγαν, [[ἅλας]] τε καὶ τράπεζαν, Ἀρχίλ. 96· ποῦ ἅλες· ποῦ τράπεζαι, Δημ. 400. 16· τοὺς [[ἅλας]] παραβαίνειν, ὁ αὐτ. 401. 3· ἔτι καὶ οἱ τῆς πόλεως ἅλες, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ξενικὴ [[τράπεζα]], [[ἔφησθα]] γὰρ τοὺς τῆς πόλεως [[ἅλας]] περὶ πλείονος ποιήσασθαι τῆς ξενικῆς τραπέζης, ὅτι θὰ προτιμήσῃς τὸ «ψωμὶ καὶ ἁλάτι» τῆς πατρίδος σου ἀπὸ τὰ ἁβρὰ ἐδέσματα ξένης τραπ., Αἰσχίν. Γ, 62, 10: ἁλῶν δὲ [[φόρτος]] [[ἔνθεν]] ἦλθεν, ἔνθ’ ἔβη, ἐπὶ ἀνθρώπων ἀπολεσάντων ὅ,τι ἔλαβον. Παροιμιογρ. ἅλασιν ὕει, ἐπὶ [[μεγάλης]] ἀφθονίας, Σουΐδ. ΙΙ. = [[ἅλμη]], «ἅρμη», Λατ. muria, Καλλ. Ἀποσπ. 50: [[ὡσαύτως]] ἁλὸς [[ἄνθος]]· πρβλ. [[ἁλοσάνθινος]]. ΙΙΙ. ἅλες, = ἁλυκή, [[μέρος]] [[ἔνθα]] παρασκευάζεται καὶ συνάγεται τὸ [[ἅλας]]· ἀμφ., ἴδε ἁλή. IV. ἅλες, [[ὡσαύτως]] μεταφ. ὡς τὸ Λατ. sales, εὐφυΐα, Πλούτ. 2. 685Α. (ἐκ τῆς √ΑΛ παράγονται καὶ αἱ λέξεις ἅλας, ἁλή, ἅλμη, ἁλμυρός, ἁλίζω· πρβλ. Σανσκριτ. sar-as (sal)· Λατ. sal, sul-inus, sal-sus, Γοτθ. salt ([[ἅλας]]), saltum ([[ἁλίζω]]), Παλ. Ὑψ. Γερμ. sulza (salsugo), κτλ.: ἴδε ἑπομ. λέξ.).
|lstext='''ἅλς''': ἁλός [ᾰ], (Α) ἀρσ. δοτ. πληθ. ἅλασιν (ἴδε κατωτέρω): - καθ’ ἑνικόν, [[τεμάχιον]], [[ὄγκος]], ἅλατος, ἰδίως ἐπὶ τοῦ ὀρυκτοῦ ἅλατος, Ἡρόδ. 4. 181-185, πρβλ. [[χόνδρος]], [[χονδρός]]. 2) [[καθόλου]], [[ἅλας]], κτλ., πάσσε δ’ ἁλὸς θείοιο (πρβλ. [[θεῖος]]), Ἰλ. Ι. 214. πρβλ. Ὀδ. Ρ. 455· ἁλὸς [[μέταλλον]], ἁλατωρυχεῖον, Ἡρόδ. 4. 185· ἁλὸς [[χόνδρος]], [[αὐτόθι]] 181· καθ’ ἑνικὸν [[ὡσαύτως]] [[ἅλας]] ἀντὶ τοῦ ἅλες, Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 13, Ἀξιόνικ. ἐν «Χαλκιδικῷ» 2: - ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ὁ πληθυντ. ἦτο συνηθέστερος, πρῶτον ἐν Ὀδ. Λ. 123, ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ. 4. 53., 6. 119., 7. 30, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.: - παροιμ. φράσεις: οὐ σύ γ’ ἂν ... σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ’ ἅλα δοίης, Ὀδ. Ρ. 455· φής μοι πάντα δόμεν· [[τάχα]] δ’ ... οὐδ’ ἅλα δοίης Θεόκρ. 27. 61· [[ἅλας]] συναναλῶσαι, δηλ. τὸ νὰ εἶναί τις συνδεδεμένος διὰ δεσμῶν, ξενίας, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 3· τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον, τὸ νὰ ἔχῃ φάγῃ τις ὁλόκληρον μέδιμνον ἅλατος μετά τινος ἄλλου, δηλ. τὸ νὰ εἶναί τις παλαιὸς φίλος τοῦ ἄλλου, Πλάτ. 2. 94Α· πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 7. 2, 35· ὅρκον μέγαν, [[ἅλας]] τε καὶ τράπεζαν, Ἀρχίλ. 96· ποῦ ἅλες· ποῦ τράπεζαι, Δημ. 400. 16· τοὺς [[ἅλας]] παραβαίνειν, ὁ αὐτ. 401. 3· ἔτι καὶ οἱ τῆς πόλεως ἅλες, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ξενικὴ [[τράπεζα]], [[ἔφησθα]] γὰρ τοὺς τῆς πόλεως [[ἅλας]] περὶ πλείονος ποιήσασθαι τῆς ξενικῆς τραπέζης, ὅτι θὰ προτιμήσῃς τὸ «ψωμὶ καὶ ἁλάτι» τῆς πατρίδος σου ἀπὸ τὰ ἁβρὰ ἐδέσματα ξένης τραπ., Αἰσχίν. Γ, 62, 10: ἁλῶν δὲ [[φόρτος]] [[ἔνθεν]] ἦλθεν, ἔνθ’ ἔβη, ἐπὶ ἀνθρώπων ἀπολεσάντων ὅ,τι ἔλαβον. Παροιμιογρ. ἅλασιν ὕει, ἐπὶ [[μεγάλης]] ἀφθονίας, Σουΐδ. ΙΙ. = [[ἅλμη]], «ἅρμη», Λατ. muria, Καλλ. Ἀποσπ. 50: [[ὡσαύτως]] ἁλὸς [[ἄνθος]]· πρβλ. [[ἁλοσάνθινος]]. ΙΙΙ. ἅλες, = ἁλυκή, [[μέρος]] [[ἔνθα]] παρασκευάζεται καὶ συνάγεται τὸ [[ἅλας]]· ἀμφ., ἴδε ἁλή. IV. ἅλες, [[ὡσαύτως]] μεταφ. ὡς τὸ Λατ. sales, εὐφυΐα, Πλούτ. 2. 685Α. (ἐκ τῆς √ΑΛ παράγονται καὶ αἱ λέξεις ἅλας, ἁλή, ἅλμη, ἁλμυρός, ἁλίζω· πρβλ. Σανσκριτ. sar-as (sal)· Λατ. sal, sul-inus, sal-sus, Γοτθ. salt ([[ἅλας]]), saltum ([[ἁλίζω]]), Παλ. Ὑψ. Γερμ. sulza (salsugo), κτλ.: ἴδε ἑπομ. λέξ.).
}}
}}
{{bailly
{{bailly