μεσημβρία: Difference between revisions

m
Text replacement - "β" to "β"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "β" to "β")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[μεσημβρία]] και ιων. τ. [[μεσαμβρίη]])<br /><b>1.</b> το [[μέσο]] της ημέρας σε έναν [[τόπο]], η [[στιγμή]] [[κατά]] την οποία το [[κέντρο]] του Ηλίου μεσουρανεί, [[δηλαδή]] βρίσκεται στον μεσημβρινό του τόπου, η δωδέκατη ώρα της ημέρας, το [[μεσημέρι]] («[[νύκτα]] ἐν μεσημβρίᾳ ἐπαγόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ένα από τα [[τέσσερα]] [[σημεία]] του ορίζοντα, ο Νότος («πορεύου κατὰ μεσημβρίαν ἐπὶ τὴν ὁδόν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών χωρών που βρίσκονται [[προς]] τον Νότο<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[πρόσοψη]] στον Νότο («[[διαμέρισμα]] [[προς]] [[μεσημβρία]]»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> διάμεση [[εποχή]] [[μεταξύ]] αρχής και τέλους («στη [[μεσημβρία]] της ζωής»)<br /><b>4.</b> <b>αστρον.</b> η ανώτερη [[διάβαση]] από τον μεσημβρινό ενός τόπου κάποιου κινητού, πραγματικού ή φανταστικού, το οποίο χρησιμεύει για τον καθορισμό της κλίμακας του χρόνου και ειδικότερα του αστρικού, του αληθούς ηλιακού, του παγκόσμιου κ.ά. χρόνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθετη λ. σχηματισμένη από τη [[φράση]] [[μέσον]] [[ἆμαρ]] ([[πρβλ]]. και [[μεσαμέριον]], [[μεσαμέριος]] <span style="color: red;"><</span> [[μέσον]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἀμέρα</i>) <span style="color: red;">+</span> παραγωγική κατάλ. -<i>ία</i>. Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι ο τ. σχηματίστηκε με [[συγκοπή]] του -<i>α</i>- (<i>μεσ</i>-<i>ᾱμ</i>[[β]]<i>ρ</i>-<i>ιος</i>) από τη β' [[συλλαβή]] του [[ἆμαρ]]. Κατ' άλλους, ο ιων. τ. [[μεσαμβρίη]] έχει το -<i>α</i>- βραχύ, [[αποτέλεσμα]] της λειτουργίας του βραχυντικού νόμου του Osthoff, ενώ ο αττ. τ. [[μεσημβρία]] οφείλεται σε [[επίδραση]] της λ. [[ἡμέρα]].
|mltxt=η (Α [[μεσημβρία]] και ιων. τ. [[μεσαμβρίη]])<br /><b>1.</b> το [[μέσο]] της ημέρας σε έναν [[τόπο]], η [[στιγμή]] [[κατά]] την οποία το [[κέντρο]] του Ηλίου μεσουρανεί, [[δηλαδή]] βρίσκεται στον μεσημβρινό του τόπου, η δωδέκατη ώρα της ημέρας, το [[μεσημέρι]] («[[νύκτα]] ἐν μεσημβρίᾳ ἐπαγόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> ένα από τα [[τέσσερα]] [[σημεία]] του ορίζοντα, ο Νότος («πορεύου κατὰ μεσημβρίαν ἐπὶ τὴν ὁδόν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών χωρών που βρίσκονται [[προς]] τον Νότο<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[πρόσοψη]] στον Νότο («[[διαμέρισμα]] [[προς]] [[μεσημβρία]]»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> διάμεση [[εποχή]] [[μεταξύ]] αρχής και τέλους («στη [[μεσημβρία]] της ζωής»)<br /><b>4.</b> <b>αστρον.</b> η ανώτερη [[διάβαση]] από τον μεσημβρινό ενός τόπου κάποιου κινητού, πραγματικού ή φανταστικού, το οποίο χρησιμεύει για τον καθορισμό της κλίμακας του χρόνου και ειδικότερα του αστρικού, του αληθούς ηλιακού, του παγκόσμιου κ.ά. χρόνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθετη λ. σχηματισμένη από τη [[φράση]] [[μέσον]] [[ἆμαρ]] ([[πρβλ]]. και [[μεσαμέριον]], [[μεσαμέριος]] <span style="color: red;"><</span> [[μέσον]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἀμέρα</i>) <span style="color: red;">+</span> παραγωγική κατάλ. -<i>ία</i>. Έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι ο τ. σχηματίστηκε με [[συγκοπή]] του -<i>α</i>- (<i>μεσ</i>-<i>ᾱμ</i>β<i>ρ</i>-<i>ιος</i>) από τη β' [[συλλαβή]] του [[ἆμαρ]]. Κατ' άλλους, ο ιων. τ. [[μεσαμβρίη]] έχει το -<i>α</i>- βραχύ, [[αποτέλεσμα]] της λειτουργίας του βραχυντικού νόμου του Osthoff, ενώ ο αττ. τ. [[μεσημβρία]] οφείλεται σε [[επίδραση]] της λ. [[ἡμέρα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm