3,277,286
edits
m (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰάλλω]], αττ. τ. ἱάλλω (Α)<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]], [[εκτοξεύω]], [[εκσφενδονίζω]] («ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στέλνω]], [[εξαποστέλλω]] («κἀπὶ Δωδώνης... θεοπρόπους ἴαλλεν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βρίσκω]]<br /><b>4.</b> [[φεύγω]], [[τρέχω]] ή [[πετώ]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «περὶ χερσὶ δὲ δεσμόν [[ἴηλα]]» — έβαλα [[δεσμά]] στα χέρια του (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «ἐπ' ὀνείατα | |mltxt=[[ἰάλλω]], αττ. τ. ἱάλλω (Α)<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]], [[εκτοξεύω]], [[εκσφενδονίζω]] («ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στέλνω]], [[εξαποστέλλω]] («κἀπὶ Δωδώνης... θεοπρόπους ἴαλλεν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βρίσκω]]<br /><b>4.</b> [[φεύγω]], [[τρέχω]] ή [[πετώ]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «περὶ χερσὶ δὲ δεσμόν [[ἴηλα]]» — έβαλα [[δεσμά]] στα χέρια του (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) «ἐπ' ὀνείατα χεῖρας ἴαλλον» — άπλωναν τα χέρια στα φαγητά (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />γ) «έτάροις επί χεῖρας ἴαλλεν» — σήκωνε το [[χέρι]] να χτυπήσει τους συντρόφους (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />δ) «[[ἄριστον]] ἀτιμίῃσιν ἰάλλειν» — να περιβάλλει τον άριστο με ατιμίες (<b>Ομ. Οδ.</b>)<br />ε)«[[ἰάλλω]] [[ἴχνος]]» — [[πατώ]] το [[πόδι]] μου ώστε να φαίνεται η [[πατημασιά]] μου (<b>Νίκ.</b>)<br />στ) «ίάλλω ύλακήν» — [[γαβγίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. ανάγεται σε <i>ἰ</i>-<i>αλ</i>-<i>ψω</i> και εμφανίζει ενεστωτικό αναδιπλασιασμό (<i>ι</i>-), ο [[οποίος]] διατηρείται και στους άλλους χρόνους ([[πρβλ]]. μέλλ. <i>ἰαλώ</i>, αόρ. <i>ἰῆλαι</i>). Η [[δασύτητα]] του τ. <i>ἱάλλω</i>, που μαρτυρείται στον Ηρωδιανό και στους τ. <i>φιαλείς</i>, <i>φιαλούμεν</i> (Αριστοφάνης) [[αντί]] <i>επ</i>-<i>ιαλ</i>-, μπορεί να ερμηνευθεί από [[σύνδεση]] του με το [[ἅλλομαι]] «[[πηδώ]]». Φαίνεται όμως πιθανότερο ότι η [[δασύτητα]] αυτή οφείλεται σε παρετυμολογική [[σύνδεση]] του <i>ἱάλλω</i> με το [[ἵημι]] «[[ρίχνω]]». Το [[ἰάλλω]] συνδέεται ετυμολογικώς με τον αρχ. ινδ. αθέματο ενεστ. (με αναδιπλασιασμό) <i>iy</i>-<i>ar</i>-<i>ti</i> «[[θέτω]] σε [[κίνηση]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[απιάλλω]], <i>εξιάλλω</i>, [[επιάλλω]], [[επιπροϊάλλω]], <i>εσιάλλω</i>, [[περιιάλλω]], [[προϊάλλω]], [[φιάλλω]]. | ||
}} | }} |