πλάγιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "ῑξαι" to "ῖξαι"
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "ῑξαι" to "ῖξαι")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[πλάγιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α<br /><b>1.</b> αυτός που εμφανίζει [[κλίση]] σε [[σχέση]] με κάποιον ή [[κάτι]] [[άλλο]] ή αυτός που παρουσιάζει λοξή [[απόκλιση]] ή [[κατεύθυνση]], ο [[πλαγιαστός]], ο [[λοξός]] (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «[[πλάγι]]' ἐστὶ [[τἆλλα]], τοῦτο δ' ὀρθὸν [[θηρίον]]», Φιλήμ.)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στο πλάι, [[πλαϊνός]], [[παράπλευρος]] («η [[είσοδος]] [[είναι]] από την [[πλάγια]] πόρτα»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[δόλιος]], [[απατηλός]] ή [[παράνομος]] («[[πλάγια]] [[μέσα]]»)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[πλάγι]](<i>ον</i>)<br /><b>βλ.</b> [[πλάγι]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) (<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) «πλάγιες πτώσεις»<br /><b>γραμμ.</b> η γενική, η [[δοτική]] της αρχαίας και η [[αιτιατική]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις <i>ορθές</i> ή <i>ευθείες</i>, δηλ. την ονομαστική και την [[κλητική]]<br />β) «[[πλάγιος]] [[λόγος]]» ή «πλαγία [[λέξις]]»<br /><b>γραμμ.</b> ο [[λόγος]] που μεταδίδεται με έμμεσο τρόπο και ο [[οποίος]] δεν παραμένει [[άθικτος]], [[αλλά]], αντίθετα, υφίσταται ορισμένες αλλοιώσεις και μετατροπές, κυριότερη από τις οποίες [[είναι]] η εξάρτησή του από ένα [[ρήμα]], όπως λ.χ. α. [[ευθύς]] [[λόγος]]:«άνοίξατε τὰς πύλας»<br />[[πλάγιος]] [[λόγος]]: «Μειδίας ἐκέλευσεν ἀνοῑξαι τὰς πύλας» β. [[ευθύς]] [[λόγος]]: «τί ώρα [[είναι]];»<br />[[πλάγιος]] [[λόγος]]: «με ρώτησε τί ώρα [[είναι]]»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «πλάγιο [[βλέμμα]]» — το [[βλέμμα]] με λοξή [[κατεύθυνση]], η [[ματιά]] που ρίχνει [[κανείς]] [[λοξά]] [[είτε]] [[επειδή]] δεν θέλει να τον δουν ότι κοιτάζει [[είτε]] [[επειδή]] επιθυμεί να εκφράσει την [[περιφρόνηση]] που νιώθει για κάποιον ή για [[κάτι]]<br />β) «πλάγιοι συγγενείς»<br /><b>μτφ.</b> εξ αγχιστείας και όχι εξ αίματος συγγενείς<br />γ) «[[πλάγιος]] [[άνεμος]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[άνεμος]] που πνέει [[κάθετα]] [[προς]] τον διαμήκη άξονα του πλοίου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πλάγιος]] [[ήχος]]»<br />(στη βυζαντινή μουσ.) οι [[τέσσερεις]] τελευταίοι στη [[σειρά]] της οκταηχίας ήχοι-τρόποι της βυζαντινής μουσικής, δηλ. [[ήχος]] Α', [[ήχος]] Β', [[ήχος]] Γ, [[ήχος]] Δ', [[ήχος]] [[πλάγιος]] του Α', [[ήχος]] [[πλάγιος]] του Β', [[ήχος]] [[πλάγιος]] του Γ' ή [[βαρύς]] και [[ήχος]] [[πλάγιος]] του Δ<br /><b>μσν.</b><br />(για το [[έδαφος]]) [[επικλινής]], [[κατωφερής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε [[σχέση]] με τον πόλεμο) [[δειλός]], [[διστακτικός]]<br /><b>2.</b> [[οριζόντιος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πλαγία [[διάμετρος]]» — εγκάρσια [[διάμετρος]]<br />β) «πλαγία [[φάλαγξ]]» <b>στρ.</b> [[τάγμα]] σε [[πορεία]] με εκτεταμένο και κάθετο το μέτωπό του στην [[κατεύθυνση]] της προέλασής του<br />γ) «πλάγιοι μαστοί» — μαστοί και στα δύο [[πλευρά]]<br />δ) «[[πλάγιος]] [[παραπορεύομαι]]»<br /><b>στρ.</b> [[πορεύομαι]] παράλληλα [[προς]] το [[πλευρό]] κάποιου<br />ε) «πλαγίῳ ὀφθαλμῷ» — με λοξή [[ματιά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλαγίως</i> ΝΜΑ, [[πλάγια]] Ν<br />με [[πλάγια]] [[διεύθυνση]], [[λοξά]], πλαγιαστά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> παραπλεύρως, [[δίπλα]]<br /><b>2.</b> με ύπουλο, δόλιο, απατηλό τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με υπαινιγμούς, με υπονοούμενα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> με έμμεσο τρόπο και ὁχι απευθείας («πλαγίως χρώμενοι ταῖς διαβολαῑς», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[πλάγιος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>pl</i><i>ә</i><sub>2</sub>-<i>g</i>-<i>jo</i>) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>pel</i><i>ā</i>-/<i>pel</i><i>ә</i><sub>2</sub>-/<i>pl</i><i>ā</i>- «[[ευρύς]], [[επίπεδος]], [[απλώνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[παλάμη]], [[παλαστή]], [[πέλανος]], [[πέλαγος]], [[πλήσσω]]) με μηδενισμένο το πρώτο [[φωνήεν]] και συνεσταλμένο το δεύτερο [[φωνήεν]] της ρίζας (<b>πρβλ.</b> <i>πλά</i>-<i>ξ</i>) και ηχηρή ουρανική [[παρέκταση]] -<i>γ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πέλα]]-<i>γ</i>-<i>ος</i>). Το επίθ. [[πλάγιος]] παράγεται, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], από κάποιο όν. με σημ. «οριζόντια [[επιφάνεια]]» και συνδέεται με λατ. <i>plaga</i> «[[χώρα]], [[δίχτυ]] για [[κυνήγι]] που απλώνεται [[κατά]] [[μήκος]], πλαγίως», γερμ. <i>flach</i> «[[επίπεδος]]». Το επίθ. [[πρέπει]] να δήλωνε αρχικά τον επίπεδο, τον απλωμένο, τον οριζόντιο και [[επομένως]] αυτόν που δεν [[είναι]] [[κάθετος]], [[ορθός]], απ' όπου προήλθε η σημ. «αυτός που έχει [[κλίση]], [[πλαγιαστός]], [[λοξός]]» και κατ' [[επέκταση]] «όχι [[ευθύς]], [[έμμεσος]], [[διστακτικός]], [[δόλιος]], [[παράνομος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πλαγιάζω]], [[πλαγιότητα]] (-<i>της</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πλαγιόθεν]], [[πλαγιώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[πλαγίαυλος]], [[πλαγιοτομία]], [[πλαγιοφύλαξ]] (-ακας)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πλαγιοβάτης]], [[πλαγιόκαρπος]], [[πλαγιόκαυλος]], [[πλαγιομάγαδις]], [[πλαγιοφορούμαι]], [[πλαγιοχαίτης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πλαγιόμματος]], [[πλαγιόσκελος]], [[πλαγιόφαλλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλαγιοβάδιση]], [[πλαγιοβάδισμα]], [[πλαγιοβάμων]], [[πλαγιοδέτης]], [[πλαγιοδιποδίζω]], [[πλαγιοδρομία]], [[πλαγιοδρομώ]], [[πλαγιοκλίμαξ]], [[πλαγιοκόπτης]], [[πλαγιοποδίζω]], [[πλαγιόστομοι]], [[πλαγιότιτλο]], [[πλαγιοτροχασμός]], [[πλαγιοφυλακή]], [[πλαγιοφύλαξη]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[παραπλάγιος]], [[υποπλάγιος]]].
|mltxt=-α, -ο / [[πλάγιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α<br /><b>1.</b> αυτός που εμφανίζει [[κλίση]] σε [[σχέση]] με κάποιον ή [[κάτι]] [[άλλο]] ή αυτός που παρουσιάζει λοξή [[απόκλιση]] ή [[κατεύθυνση]], ο [[πλαγιαστός]], ο [[λοξός]] (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «[[πλάγι]]' ἐστὶ [[τἆλλα]], τοῦτο δ' ὀρθὸν [[θηρίον]]», Φιλήμ.)<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται στο πλάι, [[πλαϊνός]], [[παράπλευρος]] («η [[είσοδος]] [[είναι]] από την [[πλάγια]] πόρτα»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[δόλιος]], [[απατηλός]] ή [[παράνομος]] («[[πλάγια]] [[μέσα]]»)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[πλάγι]](<i>ον</i>)<br /><b>βλ.</b> [[πλάγι]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) (<b>[[κυρίως]] στον πληθ.</b>) «πλάγιες πτώσεις»<br /><b>γραμμ.</b> η γενική, η [[δοτική]] της αρχαίας και η [[αιτιατική]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις <i>ορθές</i> ή <i>ευθείες</i>, δηλ. την ονομαστική και την [[κλητική]]<br />β) «[[πλάγιος]] [[λόγος]]» ή «πλαγία [[λέξις]]»<br /><b>γραμμ.</b> ο [[λόγος]] που μεταδίδεται με έμμεσο τρόπο και ο [[οποίος]] δεν παραμένει [[άθικτος]], [[αλλά]], αντίθετα, υφίσταται ορισμένες αλλοιώσεις και μετατροπές, κυριότερη από τις οποίες [[είναι]] η εξάρτησή του από ένα [[ρήμα]], όπως λ.χ. α. [[ευθύς]] [[λόγος]]:«άνοίξατε τὰς πύλας»<br />[[πλάγιος]] [[λόγος]]: «Μειδίας ἐκέλευσεν ἀνοῖξαι τὰς πύλας» β. [[ευθύς]] [[λόγος]]: «τί ώρα [[είναι]];»<br />[[πλάγιος]] [[λόγος]]: «με ρώτησε τί ώρα [[είναι]]»<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «πλάγιο [[βλέμμα]]» — το [[βλέμμα]] με λοξή [[κατεύθυνση]], η [[ματιά]] που ρίχνει [[κανείς]] [[λοξά]] [[είτε]] [[επειδή]] δεν θέλει να τον δουν ότι κοιτάζει [[είτε]] [[επειδή]] επιθυμεί να εκφράσει την [[περιφρόνηση]] που νιώθει για κάποιον ή για [[κάτι]]<br />β) «πλάγιοι συγγενείς»<br /><b>μτφ.</b> εξ αγχιστείας και όχι εξ αίματος συγγενείς<br />γ) «[[πλάγιος]] [[άνεμος]]»<br /><b>ναυτ.</b> [[άνεμος]] που πνέει [[κάθετα]] [[προς]] τον διαμήκη άξονα του πλοίου<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πλάγιος]] [[ήχος]]»<br />(στη βυζαντινή μουσ.) οι [[τέσσερεις]] τελευταίοι στη [[σειρά]] της οκταηχίας ήχοι-τρόποι της βυζαντινής μουσικής, δηλ. [[ήχος]] Α', [[ήχος]] Β', [[ήχος]] Γ, [[ήχος]] Δ', [[ήχος]] [[πλάγιος]] του Α', [[ήχος]] [[πλάγιος]] του Β', [[ήχος]] [[πλάγιος]] του Γ' ή [[βαρύς]] και [[ήχος]] [[πλάγιος]] του Δ<br /><b>μσν.</b><br />(για το [[έδαφος]]) [[επικλινής]], [[κατωφερής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε [[σχέση]] με τον πόλεμο) [[δειλός]], [[διστακτικός]]<br /><b>2.</b> [[οριζόντιος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πλαγία [[διάμετρος]]» — εγκάρσια [[διάμετρος]]<br />β) «πλαγία [[φάλαγξ]]» <b>στρ.</b> [[τάγμα]] σε [[πορεία]] με εκτεταμένο και κάθετο το μέτωπό του στην [[κατεύθυνση]] της προέλασής του<br />γ) «πλάγιοι μαστοί» — μαστοί και στα δύο [[πλευρά]]<br />δ) «[[πλάγιος]] [[παραπορεύομαι]]»<br /><b>στρ.</b> [[πορεύομαι]] παράλληλα [[προς]] το [[πλευρό]] κάποιου<br />ε) «πλαγίῳ ὀφθαλμῷ» — με λοξή [[ματιά]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλαγίως</i> ΝΜΑ, [[πλάγια]] Ν<br />με [[πλάγια]] [[διεύθυνση]], [[λοξά]], πλαγιαστά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> παραπλεύρως, [[δίπλα]]<br /><b>2.</b> με ύπουλο, δόλιο, απατηλό τρόπο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με υπαινιγμούς, με υπονοούμενα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> με έμμεσο τρόπο και ὁχι απευθείας («πλαγίως χρώμενοι ταῖς διαβολαῑς», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[πλάγιος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>pl</i><i>ә</i><sub>2</sub>-<i>g</i>-<i>jo</i>) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>pel</i><i>ā</i>-/<i>pel</i><i>ә</i><sub>2</sub>-/<i>pl</i><i>ā</i>- «[[ευρύς]], [[επίπεδος]], [[απλώνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[παλάμη]], [[παλαστή]], [[πέλανος]], [[πέλαγος]], [[πλήσσω]]) με μηδενισμένο το πρώτο [[φωνήεν]] και συνεσταλμένο το δεύτερο [[φωνήεν]] της ρίζας (<b>πρβλ.</b> <i>πλά</i>-<i>ξ</i>) και ηχηρή ουρανική [[παρέκταση]] -<i>γ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πέλα]]-<i>γ</i>-<i>ος</i>). Το επίθ. [[πλάγιος]] παράγεται, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], από κάποιο όν. με σημ. «οριζόντια [[επιφάνεια]]» και συνδέεται με λατ. <i>plaga</i> «[[χώρα]], [[δίχτυ]] για [[κυνήγι]] που απλώνεται [[κατά]] [[μήκος]], πλαγίως», γερμ. <i>flach</i> «[[επίπεδος]]». Το επίθ. [[πρέπει]] να δήλωνε αρχικά τον επίπεδο, τον απλωμένο, τον οριζόντιο και [[επομένως]] αυτόν που δεν [[είναι]] [[κάθετος]], [[ορθός]], απ' όπου προήλθε η σημ. «αυτός που έχει [[κλίση]], [[πλαγιαστός]], [[λοξός]]» και κατ' [[επέκταση]] «όχι [[ευθύς]], [[έμμεσος]], [[διστακτικός]], [[δόλιος]], [[παράνομος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πλαγιάζω]], [[πλαγιότητα]] (-<i>της</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πλαγιόθεν]], [[πλαγιώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[πλαγίαυλος]], [[πλαγιοτομία]], [[πλαγιοφύλαξ]] (-ακας)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πλαγιοβάτης]], [[πλαγιόκαρπος]], [[πλαγιόκαυλος]], [[πλαγιομάγαδις]], [[πλαγιοφορούμαι]], [[πλαγιοχαίτης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πλαγιόμματος]], [[πλαγιόσκελος]], [[πλαγιόφαλλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλαγιοβάδιση]], [[πλαγιοβάδισμα]], [[πλαγιοβάμων]], [[πλαγιοδέτης]], [[πλαγιοδιποδίζω]], [[πλαγιοδρομία]], [[πλαγιοδρομώ]], [[πλαγιοκλίμαξ]], [[πλαγιοκόπτης]], [[πλαγιοποδίζω]], [[πλαγιόστομοι]], [[πλαγιότιτλο]], [[πλαγιοτροχασμός]], [[πλαγιοφυλακή]], [[πλαγιοφύλαξη]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[παραπλάγιος]], [[υποπλάγιος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm