3,274,873
edits
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=φθονῶ, -έω, ΝΜΑ, και φτονώ και φτονάω Ν<br />κατέχομαι από φθόνο, [[είμαι]] [[ζηλόφθονος]] (α. «[[κάλλιο]] να σε φτονούν [[παρά]] να σέ ψυχοπονιούνται», παροιμ.<br />β. «οὐδὲ φθονοῡμεν ταῖς εὐπραγίαις αὐτῶν», Iσοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λυπούμαι, δυσαρεστούμαι ( | |mltxt=φθονῶ, -έω, ΝΜΑ, και φτονώ και φτονάω Ν<br />κατέχομαι από φθόνο, [[είμαι]] [[ζηλόφθονος]] (α. «[[κάλλιο]] να σε φτονούν [[παρά]] να σέ ψυχοπονιούνται», παροιμ.<br />β. «οὐδὲ φθονοῡμεν ταῖς εὐπραγίαις αὐτῶν», Iσοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λυπούμαι, δυσαρεστούμαι («φθονεῖς [[ἄπαις]] οὖσ', εἰ πατὴρ ἐξηῡρέ με», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρνούμαι]] [[κάτι]] από φθόνο ή από [[δυσμένεια]] («φθονήσας μήτ' ἀπ' οἰωνῶν φάτιν μήτ' εἴ τιν' [[ἄλλην]] μαντικῆς ἔχεις ὁδὸν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φθονεῖν τινί τι» — το να αρνείται [[κανείς]] να παράσχει [[κάτι]] σε κάποιον (<b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>φθονῶ</i> αποτελεί [[είτε]] μετονοματικό παρ. του [[φθόνος]] [[είτε]] επιτ.-επαναληπτικό τ. ενεστώτα σχηματισμένο από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>φθέν</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[φθόνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>φορῶ</i>: [[φέρω]]. | ||
}} | }} |