φθονώ
ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
Greek Monolingual
φθονῶ, -έω, ΝΜΑ, και φτονώ και φτονάω Ν
κατέχομαι από φθόνο, είμαι ζηλόφθονος (α. «κάλλιο να σε φτονούν παρά να σέ ψυχοπονιούνται», παροιμ.
β. «οὐδὲ φθονοῦμεν ταῖς εὐπραγίαις αὐτῶν», Iσοκρ.)
αρχ.
1. λυπούμαι, δυσαρεστούμαι («φθονεῖς ἄπαις οὖσ', εἰ πατὴρ ἐξηῡρέ με», Ευρ.)
2. αρνούμαι κάτι από φθόνο ή από δυσμένεια («φθονήσας μήτ' ἀπ' οἰωνῶν φάτιν μήτ' εἴ τιν' ἄλλην μαντικῆς ἔχεις ὁδὸν», Σοφ.)
3. φρ. «φθονεῖν τινί τι» — το να αρνείται κανείς να παράσχει κάτι σε κάποιον (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φθονῶ αποτελεί είτε μετονοματικό παρ. του φθόνος είτε επιτ.-επαναληπτικό τ. ενεστώτα σχηματισμένο από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας φθέν- (βλ. λ. φθόνος), πρβλ. φορῶ: φέρω.