3,253,944
edits
m (Text replacement - "Winer s Grammar" to "Winer's Grammar") |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κακοῦργος''': Ἐπικ. κακοεργός, όν, ([[ἔργον]]): ― πράτων τὸ κακόν, [[βλαπτικός]], [[φαῦλος]], [[μοχθηρός]], παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]], [[ἀλλά]] με [[γαστήρ]] ὀτρύνει κακοεργός, ἐνοχλητική, Ὀδ. Σ. 54· [[συχνάκις]] βραδύτερον, κακοῦργοι κλῶπες Ἡρόδ. 1. 41· [[κακοῦργος]] ἀνὴρ Σοφ. Αἴ. 1043· [[ὡσαύτως]], κακοῦργοι ἐπιθυμίαι Πλάτ. Πολ. 554C· κακουργότατος [[λόγος]] Δημ. 494. 26, κτλ.· [[κακοῦργος]] [[μάχαιρα]] Ἀνθ. Π. 11. 136. 2) ὡς οὐσιαστ., ἐγκληματίας, [[κακοῦργος]], [[ἔνοχος]] κακουργήματος, Ψευδο-Φωκυλ. 125, Ἀντιφῶν 130. 16, 18., 131. 26, Θουκ. 1. 134, κτλ.· ― ἀκολούθως (τεχνικῶς), [[κλέπτης]] ἢ ληστής, Ἀντιφῶν 115. 19, πρβλ. 140. 18, Δημ. 602. 1., 732. 14, κτλ.· οὐδεὶς κακοεργὸς Θεόκρ. 15. 47· πρβλ. Ἀττ. Process. σ. 76. 3) Ἐπίρρ. -γως, Πολυδ. Γ΄, 132· Ὑπερθ., κακουργότατα διαβάλλειν τινὰ Ἀντιφῶν 119. 25. ΙΙ. ἐπιφέρων βλάβην εἴς τινά, Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 3, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 421Β· οὕτω καὶ ἀπολ., [[αὐτόθι]] 554C· κακουργοτάτη καὶ αἰσχίστη ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 118Α. | |lstext='''κακοῦργος''': Ἐπικ. [[κακοεργός]], όν, ([[ἔργον]]): ― πράτων τὸ κακόν, [[βλαπτικός]], [[φαῦλος]], [[μοχθηρός]], παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]], [[ἀλλά]] με [[γαστήρ]] ὀτρύνει κακοεργός, ἐνοχλητική, Ὀδ. Σ. 54· [[συχνάκις]] βραδύτερον, κακοῦργοι κλῶπες Ἡρόδ. 1. 41· [[κακοῦργος]] ἀνὴρ Σοφ. Αἴ. 1043· [[ὡσαύτως]], κακοῦργοι ἐπιθυμίαι Πλάτ. Πολ. 554C· κακουργότατος [[λόγος]] Δημ. 494. 26, κτλ.· [[κακοῦργος]] [[μάχαιρα]] Ἀνθ. Π. 11. 136. 2) ὡς οὐσιαστ., ἐγκληματίας, [[κακοῦργος]], [[ἔνοχος]] κακουργήματος, Ψευδο-Φωκυλ. 125, Ἀντιφῶν 130. 16, 18., 131. 26, Θουκ. 1. 134, κτλ.· ― ἀκολούθως (τεχνικῶς), [[κλέπτης]] ἢ ληστής, Ἀντιφῶν 115. 19, πρβλ. 140. 18, Δημ. 602. 1., 732. 14, κτλ.· οὐδεὶς κακοεργὸς Θεόκρ. 15. 47· πρβλ. Ἀττ. Process. σ. 76. 3) Ἐπίρρ. -γως, Πολυδ. Γ΄, 132· Ὑπερθ., κακουργότατα διαβάλλειν τινὰ Ἀντιφῶν 119. 25. ΙΙ. ἐπιφέρων βλάβην εἴς τινά, Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 3, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 421Β· οὕτω καὶ ἀπολ., [[αὐτόθι]] 554C· κακουργοτάτη καὶ αἰσχίστη ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 118Α. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο και -ικο (AM | |mltxt=-α, -ο και -ικο (AM [[κακοῦργος]], -ον, Α ποιητ. τ. [[κακοεργής]], -ές και [[κακοεργός]], -όν)<br /><b>1.</b> <b>ως ουσ.</b> ο [[κακούργος]], <i>η κακούργα</i>, <i>το κακούργο</i> και <i>κακούργικο</i><br />[[ένοχος]] κακουργήματος, [[κακοποιός]], [[εγκληματίας]] («ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν δὲ ἐξ ἀριστερῶν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> πολύ [[κακός]], [[εγκληματικός]] (α. «κακοῦργος [[ἀνήρ]]» β. «κακοῦργος [[μάχαιρα]]» γ. «κακούργα ένστικτα»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ελαττώματα) [[επιβλαβής]], [[βλαβερός]] (α. «[[ἄγνοια]] κακουργοτάτη καὶ αἰσχίστη», <b>Πλάτ.</b><br />β. «νεανικόν τι καὶ κακοῦργον... [[κατά]] τών ἐκδιδομένων», Θ. Μετοχ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[σκληρός]], [[ανελέητος]] («κακοῦργος μὲν τῶν ἄλλων, ἑαυτοῦ δὲ πολὺ κακουργότερος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (ειδ. στο αττ. [[δίκαιο]]) [[κλέφτης]], [[ληστής]] («ὁ τῶν κακούργων [[νόμος]]», Αντιφ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακούργως</i> (Α)<br />με [[κακουργία]], με κακούργο τρόπο, με κακούργα ένστικτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]). Σημειώνεται ότι το [[κακοῦργος]] και το <i>πανοῡργος</i> αποτελούν τα μόνα παροξυτονούμενα (προπερισπώμενα) [[σύνθετα]] σε -<i>ουργος</i> [[έναντι]] τών λοιπών που σχηματίζονται κανονικώς σε -<i>ουργός</i> ([[δημιουργός]], [[δραματουργός]], [[λειτουργός]], [[ξυλουργός]], [[σιδηρουργός]] [[υπουργός]], <b>κ.λπ.</b>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |