Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακοῦργος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
mNo edit summary
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο και -ικο (AM [[κακοῦργος]], -ον, Α ποιητ. τ. [[κακοεργής]], -ές και [[κακοεργός]], -όν)<br /><b>1.</b> <b>ως ουσ.</b> ο [[κακούργος]], <i>η κακούργα</i>, <i>το κακούργο</i> και <i>κακούργικο</i><br />[[ένοχος]] κακουργήματος, [[κακοποιός]], [[εγκληματίας]] («ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν δὲ ἐξ ἀριστερῶν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> πολύ [[κακός]], [[εγκληματικός]] (α. «κακοῦργος [[ἀνήρ]]» β. «κακοῦργος [[μάχαιρα]]» γ. «κακούργα ένστικτα»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ελαττώματα) [[επιβλαβής]], [[βλαβερός]] (α. «[[ἄγνοια]] κακουργοτάτη καὶ αἰσχίστη», <b>Πλάτ.</b><br />β. «νεανικόν τι καὶ κακοῦργον... [[κατά]] τών ἐκδιδομένων», Θ. Μετοχ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[σκληρός]], [[ανελέητος]] («κακοῦργος μὲν τῶν ἄλλων, ἑαυτοῦ δὲ πολὺ κακουργότερος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (ειδ. στο αττ. [[δίκαιο]]) [[κλέφτης]], [[ληστής]] («ὁ τῶν κακούργων [[νόμος]]», Αντιφ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακούργως</i> (Α)<br />με [[κακουργία]], με κακούργο τρόπο, με κακούργα ένστικτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]). Σημειώνεται ότι το [[κακοῦργος]] και το <i>πανοῡργος</i> αποτελούν τα μόνα παροξυτονούμενα (προπερισπώμενα) [[σύνθετα]] σε -<i>ουργος</i> [[έναντι]] τών λοιπών που σχηματίζονται κανονικώς σε -<i>ουργός</i> ([[δημιουργός]], [[δραματουργός]], [[λειτουργός]], [[ξυλουργός]], [[σιδηρουργός]] [[υπουργός]], <b>κ.λπ.</b>)].
|mltxt=-α, -ο και -ικο (AM [[κακοῦργος]], -ον, Α ποιητ. τ. [[κακοεργής]], -ές και [[κακοεργός]], -όν)<br /><b>1.</b> <b>ως ουσ.</b> ο [[κακούργος]], <i>η κακούργα</i>, <i>το κακούργο</i> και <i>κακούργικο</i><br />[[ένοχος]] κακουργήματος, [[κακοποιός]], [[εγκληματίας]] («ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν ὃν δὲ ἐξ ἀριστερῶν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> πολύ [[κακός]], [[εγκληματικός]] (α. «κακοῦργος [[ἀνήρ]]» β. «κακοῦργος [[μάχαιρα]]» γ. «κακούργα ένστικτα»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ελαττώματα) [[επιβλαβής]], [[βλαβερός]] (α. «[[ἄγνοια]] κακουργοτάτη καὶ αἰσχίστη», <b>Πλάτ.</b><br />β. «νεανικόν τι καὶ κακοῦργον... [[κατά]] τών ἐκδιδομένων», Θ. Μετοχ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[σκληρός]], [[ανελέητος]] («κακοῦργος μὲν τῶν ἄλλων, ἑαυτοῦ δὲ πολὺ κακουργότερος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (ειδ. στο αττ. [[δίκαιο]]) [[κλέφτης]], [[ληστής]] («ὁ τῶν κακούργων [[νόμος]]», Αντιφ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακούργως</i> (Α)<br />με [[κακουργία]], με κακούργο τρόπο, με κακούργα ένστικτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]). Σημειώνεται ότι το [[κακοῦργος]] και το <i>πανοῦργος</i> αποτελούν τα μόνα παροξυτονούμενα (προπερισπώμενα) [[σύνθετα]] σε -<i>ουργος</i> [[έναντι]] τών λοιπών που σχηματίζονται κανονικώς σε -<i>ουργός</i> ([[δημιουργός]], [[δραματουργός]], [[λειτουργός]], [[ξυλουργός]], [[σιδηρουργός]] [[υπουργός]], <b>κ.λπ.</b>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm