ζωστήρας: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ζωστήρ]])<br /><b>1.</b> η [[ζώνη]] που περιβάλλει τη [[μέση]], το [[ζωνάρι]]<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που περιβάλλει σαν [[ζώνη]] [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>ιατρ.</b> «[[ζωστήρας]] ή [[έρπης]] [[ζωστήρας]]» — [[εξάνθημα]] του δέρματος, [[είδος]] φυσαλλώδους δερματικής εκθύσεως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η στρατιωτική [[ζώνη]] από την οποία κρέμεται το [[σπαθί]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[κάθε]] πλατιά [[σανίδα]] από αυτές που αποτελούν το εξωτερικό [[περίβλημα]] του σκάφους [[περί]] το [[μέγιστο]] [[πλάτος]] του και την ίσαλο [[γραμμή]] του, κν. [[τσάπα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ζώνη]] του πολεμιστή, που είχε και μετάλλινα επικαλύμματα για τα κατώτερα μέρη του θώρακα<br /><b>2.</b> η [[ζώνη]] που περιέσφιγγε τον χιτώνα [[γύρω]] από τη [[μέση]]<br /><b>3.</b> η [[ζώνη]] τών [[γυναικών]], γυναικείο [[εσώρουχο]]<br /><b>4.</b> οι σανίδες που εκτείνονται [[κατά]] [[μήκος]] του πλοίου από την [[πλώρη]] [[μέχρι]] την [[πρύμνη]]<br /><b>5.</b> το [[είδος]] θαλάσσιου φύκους, [[ποσειδωνία]] η ωκεάνιος<br /><b>6.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Ζωστήρ</i><br />[[ακρωτήριο]] στην Αττική [[μεταξύ]] της Κωλιάδος άκρας και του Σουνίου ([[κοντά]] στη Βουλιαγμένη)<br /><b>7.</b> <b>ως επίθ.</b> <i>Ζωστήρ</i><br />[[προσωνυμία]] του Απόλλωνος στο ανωτέρω [[ακρωτήριο]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ζωστῆρες Ἐνυοῡς» — πολεμιστές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ζωσ</i>- (θ. <i>ζωσ</i>-, [[πρβλ]]. αόρ. <i>έ</i>-<i>ζωσ</i>-<i>α</i> του [[ζώννυμι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τηρ</i> ([[πρβλ]]. [[αροτήρ]], [[λαμπτήρ]]). Η λ. στην Ιλ. χρησιμοποιείται με τη σημ. «[[ζώνη]] [[δερμάτινη]] καλυμμένη με [[μέταλλο]] που καλύπτει το [[υπογάστριο]]». Μεταφορικά χρησιμοποιήθηκε η λ. για να δηλώσει ένα [[είδος]] φύκους [[καθώς]] [[επίσης]] και ένα [[βουνό]] ανατολικά της Αττικής απ' όπου και η ομώνυμη [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος].
|mltxt=ο (AM [[ζωστήρ]])<br /><b>1.</b> η [[ζώνη]] που περιβάλλει τη [[μέση]], το [[ζωνάρι]]<br /><b>2.</b> [[καθετί]] που περιβάλλει σαν [[ζώνη]] [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>ιατρ.</b> «[[ζωστήρας]] ή [[έρπης]] [[ζωστήρας]]» — [[εξάνθημα]] του δέρματος, [[είδος]] φυσαλλώδους δερματικής εκθύσεως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η στρατιωτική [[ζώνη]] από την οποία κρέμεται το [[σπαθί]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[κάθε]] πλατιά [[σανίδα]] από αυτές που αποτελούν το εξωτερικό [[περίβλημα]] του σκάφους [[περί]] το [[μέγιστο]] [[πλάτος]] του και την ίσαλο [[γραμμή]] του, κν. [[τσάπα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ζώνη]] του πολεμιστή, που είχε και μετάλλινα επικαλύμματα για τα κατώτερα μέρη του θώρακα<br /><b>2.</b> η [[ζώνη]] που περιέσφιγγε τον χιτώνα [[γύρω]] από τη [[μέση]]<br /><b>3.</b> η [[ζώνη]] τών [[γυναικών]], γυναικείο [[εσώρουχο]]<br /><b>4.</b> οι σανίδες που εκτείνονται [[κατά]] [[μήκος]] του πλοίου από την [[πλώρη]] [[μέχρι]] την [[πρύμνη]]<br /><b>5.</b> το [[είδος]] θαλάσσιου φύκους, [[ποσειδωνία]] η ωκεάνιος<br /><b>6.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Ζωστήρ</i><br />[[ακρωτήριο]] στην Αττική [[μεταξύ]] της Κωλιάδος άκρας και του Σουνίου ([[κοντά]] στη Βουλιαγμένη)<br /><b>7.</b> <b>ως επίθ.</b> <i>Ζωστήρ</i><br />[[προσωνυμία]] του Απόλλωνος στο ανωτέρω [[ακρωτήριο]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ζωστῆρες Ἐνυοῦς» — πολεμιστές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ζωσ</i>- (θ. <i>ζωσ</i>-, [[πρβλ]]. αόρ. <i>έ</i>-<i>ζωσ</i>-<i>α</i> του [[ζώννυμι]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τηρ</i> ([[πρβλ]]. [[αροτήρ]], [[λαμπτήρ]]). Η λ. στην Ιλ. χρησιμοποιείται με τη σημ. «[[ζώνη]] [[δερμάτινη]] καλυμμένη με [[μέταλλο]] που καλύπτει το [[υπογάστριο]]». Μεταφορικά χρησιμοποιήθηκε η λ. για να δηλώσει ένα [[είδος]] φύκους [[καθώς]] [[επίσης]] και ένα [[βουνό]] ανατολικά της Αττικής απ' όπου και η ομώνυμη [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος].
}}
}}