3,274,216
edits
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το και βληχούνι και γληχώνι (AM [[βλήχων]], η, Α και βληχώ, - | |mltxt=το και βληχούνι και γληχώνι (AM [[βλήχων]], η, Α και βληχώ, -οῦς, η και [[γλήχων]], -ωνος και γληχώ, -οῦς, ιων. τ. και [[γλάχων]], -ωνος και [[γλαχώ]], -οῦς δωρ. τ., Μ και [[βλήχων]], -ωνος, ο)<br />το [[φυτό]] [[ηδύοσμος]] ο [[γλήχων]] (mentha pulegium), το [[φλησκούνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.<br />πιθ. δάνεια λ. Η [[σύνδεση]] της λ. [[βλήχων]] με το [[βληχώμαι]] (-<i>άομαι</i>) οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]. Το <i>βληχώ</i> [[είναι]] [[παράλληλος]] τ. με το [[βλήχων]], ενώ ο τ. [[γλήχων]] <span style="color: red;"><</span> [[βλήχων]], με ανομοιωτική [[αποβολή]] του χειλικού στοιχείου ενός αρχικού χειλοϋπερωικού φθόγγου <i>g</i><sup>w</sup> ([[πρβλ]]. [[βλέπω]]: [[γλέπω]], [[βλέφαρον]]: [[γλέφαρον]] και μυκηναϊκό <i>Karako</i> «[[γλήχων]]»). Τέλος, οι νεοελλ. τ. [[βληχώνι]] και <i>βληχούνι</i> <span style="color: red;"><</span> <b>μτγν.</b> [[βληχώνιον]], υποκορ. του αρχ. [[βλήχων]]. | ||
}} | }} |