πνευμονικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πνευμονικός]], -ή, -όν ΝΜΑ [[πνεύμων]], -<i>ονος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πνεύμονες και αφορά ανατομικό σχηματισμό, [[λειτουργία]] ή νόσο (α. «πνευμονική [[φυματίωση]]» β. «[[πλήρωσις]] τοῦ τόπου τοῦ πνευμονικοῡ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πνευμονικές λειτουργικές δοκιμασίες»<br /><b>ιατρ.</b> διάφορες δοκιμασίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό της λειτουργικής κατάστασης τών πνευμόνων και τών επιδράσεων μιας νόσου στην πνευμονική [[λειτουργία]]<br />β) «πνευμονικές φλέβες»<br /><b>ανατ.</b> δύο φλέβες για [[κάθε]] πνεύμονα που επαναφέρουν στην [[καρδιά]] το οξυγονωμένο [[αίμα]] ξεκινώντας από την [[πύλη]] του πνεύμονα και καταλήγοντας στον αριστερό [[κόλπο]] της καρδιάς<br />γ) «πνευμονική [[αρτηρία]]»<br />(ανατ.-φυσιολ.) [[αρτηρία]] που εκφύεται από την [[δεξιά]] [[κοιλία]] της καρδιάς και εν συνεχεία διχάζεται σε δεξιό και αριστερό [[κλάδο]], [[καθένας]] από τους οποίους φθάνει στις πύλες του αντίστοιχου πνεύμονα<br />δ) «πνευμονική [[δοκιμασία]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[στοιχειώδης]] [[δοκιμασία]], στην οποία υποβάλλονται οι πνεύμονες ενός νεκρού νεογέννητου για να εξακριβωθεί αν ανέπνευσε ή ὁχι [[πριν]] από τον θάνατό του<br />ε) «πνευμονική [[εμβολή]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[απόφραξη]] μιας πνευμονικής αρτηρίας ή ενός από τους κλάδους της, από έναν αιματικό θρόμβο ο [[οποίος]] έχει σχηματιστεί [[αλλού]], έχει αποσπαστεί και έχει μεταφερθεί μέσω του κυκλοφορικού συστήματος ώς το [[σημείο]] της απόφραξης<br />στ) «πνευμονική [[καρδιά]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[υπερτροφία]] της δεξιάς καρδίας λόγω πνευμονικής υπερτάσεως<br />η οποία εκδηλώνεται με την χαρακτηριστική [[συμπτωματολογία]] της πνευμονικής καρδιοπάθειας<br />ζ) «πνευμονική [[καρδιοπάθεια]]» — [[κατάσταση]] [[κατά]] την οποία παρεμποδίζεται η ροή του αίματος [[μέσα]] στο [[δίκτυο]] τών αγγείων στους πνεύμονες, με [[αποτέλεσμα]] την [[επιβάρυνση]] [[ιδίως]] της δεξιάς πλευράς της καρδιάς, αλλ. πνευμονική [[καρδία]]<br />η) «πνευμονική [[στένωση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[στένωση]] [[είτε]] της πνευμονικής βαλβίδας, μέσω της οποίας το [[αίμα]] ρέει από τη [[δεξιά]] [[κοιλία]] της καρδιάς στους πνεύμονες, [[είτε]] του πνευμονικού κώνου ή και τών δύο<br />θ) «πνευμονική [[συμφόρηση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[διάταση]] τών αιμοφόρων αγγείων στους πνεύμονες και [[πλήρωση]] τών κυψελίδων με [[αίμα]], ως [[αποτέλεσμα]] λοίμωξης, υψηλής πίεσης του αίματος ή καρδιακής ανεπάρκειας<br />ι) «πνευμονική [[υπέρταση]]»<br /><b>ιατρ.</b> σταθερή [[αύξηση]] της [[μέσης]] πίεσης του αίματος στην πνευμονική [[κυκλοφορία]] στο [[πλαίσιο]] διαφόρων πνευμονοπαθειών<br />ια) «πνευμονικό εμφρακτο» ή «πνευμονικό [[έμφραγμα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[νέκρωση]] ενός ή περισσότερων τμημάτων πνευμονικού ιστού, η οποία οφείλεται σε [[στέρηση]] επαρκούς αιματώσεως<br />ιβ) «πνευμονικό [[οίδημα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[κατάσταση]] που χαρακτηρίζεται από την [[παρουσία]] [[μέσα]] στις πνευμονικές κυψελίδες υγρού —[[κυρίως]] πλάσματος του αίματος— ως [[κατάληξη]] [[συνήθως]] της καρδιακής ανεπάρκειας<br />ιγ) «[[πνευμονικά]] πλέγματα»<br /><b>ανατ.</b> νευρικά πλέγματα που βρίσκονται στις πύλες τών πνευμόνων και αποτελούνται από κλάδους του πνευμονογαστρικού και του συμπαθητικού —αυτόνομου— νευρικού συστήματος<br />ιδ) «πνευμονικό [[τόξο]]»<br /><b>ανατ.</b> το έκτο αορτικό [[τόξο]], που αρδεύει το τελευταίο [[ζεύγος]] βραγχιακών σχισμών στα ψάρια, [[καθώς]] και τους πνεύμονες τών διπνόων, του πολυπτέρου και τών τετραπόδων σπονδυλοζώων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που πάσχει από [[πνευμονία]], ο [[πνευμονιακός]].
|mltxt=-ή, -ό / [[πνευμονικός]], -ή, -όν ΝΜΑ [[πνεύμων]], -<i>ονος</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πνεύμονες και αφορά ανατομικό σχηματισμό, [[λειτουργία]] ή νόσο (α. «πνευμονική [[φυματίωση]]» β. «[[πλήρωσις]] τοῦ τόπου τοῦ πνευμονικοῦ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πνευμονικές λειτουργικές δοκιμασίες»<br /><b>ιατρ.</b> διάφορες δοκιμασίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό της λειτουργικής κατάστασης τών πνευμόνων και τών επιδράσεων μιας νόσου στην πνευμονική [[λειτουργία]]<br />β) «πνευμονικές φλέβες»<br /><b>ανατ.</b> δύο φλέβες για [[κάθε]] πνεύμονα που επαναφέρουν στην [[καρδιά]] το οξυγονωμένο [[αίμα]] ξεκινώντας από την [[πύλη]] του πνεύμονα και καταλήγοντας στον αριστερό [[κόλπο]] της καρδιάς<br />γ) «πνευμονική [[αρτηρία]]»<br />(ανατ.-φυσιολ.) [[αρτηρία]] που εκφύεται από την [[δεξιά]] [[κοιλία]] της καρδιάς και εν συνεχεία διχάζεται σε δεξιό και αριστερό [[κλάδο]], [[καθένας]] από τους οποίους φθάνει στις πύλες του αντίστοιχου πνεύμονα<br />δ) «πνευμονική [[δοκιμασία]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[στοιχειώδης]] [[δοκιμασία]], στην οποία υποβάλλονται οι πνεύμονες ενός νεκρού νεογέννητου για να εξακριβωθεί αν ανέπνευσε ή ὁχι [[πριν]] από τον θάνατό του<br />ε) «πνευμονική [[εμβολή]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[απόφραξη]] μιας πνευμονικής αρτηρίας ή ενός από τους κλάδους της, από έναν αιματικό θρόμβο ο [[οποίος]] έχει σχηματιστεί [[αλλού]], έχει αποσπαστεί και έχει μεταφερθεί μέσω του κυκλοφορικού συστήματος ώς το [[σημείο]] της απόφραξης<br />στ) «πνευμονική [[καρδιά]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[υπερτροφία]] της δεξιάς καρδίας λόγω πνευμονικής υπερτάσεως<br />η οποία εκδηλώνεται με την χαρακτηριστική [[συμπτωματολογία]] της πνευμονικής καρδιοπάθειας<br />ζ) «πνευμονική [[καρδιοπάθεια]]» — [[κατάσταση]] [[κατά]] την οποία παρεμποδίζεται η ροή του αίματος [[μέσα]] στο [[δίκτυο]] τών αγγείων στους πνεύμονες, με [[αποτέλεσμα]] την [[επιβάρυνση]] [[ιδίως]] της δεξιάς πλευράς της καρδιάς, αλλ. πνευμονική [[καρδία]]<br />η) «πνευμονική [[στένωση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[στένωση]] [[είτε]] της πνευμονικής βαλβίδας, μέσω της οποίας το [[αίμα]] ρέει από τη [[δεξιά]] [[κοιλία]] της καρδιάς στους πνεύμονες, [[είτε]] του πνευμονικού κώνου ή και τών δύο<br />θ) «πνευμονική [[συμφόρηση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[διάταση]] τών αιμοφόρων αγγείων στους πνεύμονες και [[πλήρωση]] τών κυψελίδων με [[αίμα]], ως [[αποτέλεσμα]] λοίμωξης, υψηλής πίεσης του αίματος ή καρδιακής ανεπάρκειας<br />ι) «πνευμονική [[υπέρταση]]»<br /><b>ιατρ.</b> σταθερή [[αύξηση]] της [[μέσης]] πίεσης του αίματος στην πνευμονική [[κυκλοφορία]] στο [[πλαίσιο]] διαφόρων πνευμονοπαθειών<br />ια) «πνευμονικό εμφρακτο» ή «πνευμονικό [[έμφραγμα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[νέκρωση]] ενός ή περισσότερων τμημάτων πνευμονικού ιστού, η οποία οφείλεται σε [[στέρηση]] επαρκούς αιματώσεως<br />ιβ) «πνευμονικό [[οίδημα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[κατάσταση]] που χαρακτηρίζεται από την [[παρουσία]] [[μέσα]] στις πνευμονικές κυψελίδες υγρού —[[κυρίως]] πλάσματος του αίματος— ως [[κατάληξη]] [[συνήθως]] της καρδιακής ανεπάρκειας<br />ιγ) «[[πνευμονικά]] πλέγματα»<br /><b>ανατ.</b> νευρικά πλέγματα που βρίσκονται στις πύλες τών πνευμόνων και αποτελούνται από κλάδους του πνευμονογαστρικού και του συμπαθητικού —αυτόνομου— νευρικού συστήματος<br />ιδ) «πνευμονικό [[τόξο]]»<br /><b>ανατ.</b> το έκτο αορτικό [[τόξο]], που αρδεύει το τελευταίο [[ζεύγος]] βραγχιακών σχισμών στα ψάρια, [[καθώς]] και τους πνεύμονες τών διπνόων, του πολυπτέρου και τών τετραπόδων σπονδυλοζώων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που πάσχει από [[πνευμονία]], ο [[πνευμονιακός]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πνευμονικός:''' ион.-атт. [[πλευμονικός]] 3 легочный: ὁ [[τόπος]] π. Arst. область легких.
|elrutext='''πνευμονικός:''' ион.-атт. [[πλευμονικός]] 3 легочный: ὁ [[τόπος]] π. Arst. область легких.
}}
}}