πνευμονικός
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
πνευμονική, πνευμονικόν,
A of the lungs, τόπος Arist.Pr.962b37.
II affected with lung-disease, Ptol.Tetr.152.
German (Pape)
[Seite 640] att. πλευμ., zur Lunge gehörig; bes. an der Lunge leidend, lungensüchtig, Medic.
Russian (Dvoretsky)
πνευμονικός: ион.-атт. πλευμονικός 3 легочный: ὁ τόπος π. Arst. область легких.
Greek (Liddell-Scott)
πνευμονικός: Ἀττ. πλευμ-, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς πνεύμονας, τόπος Ἀριστ. Προβλ. 33, 14, 1. ΙΙ. ὁ πάσχων ἐκ νόσου τῶν πνευμόνων, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 214.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πνευμονικός, -ή, -όν ΝΜΑ πνεύμων, -ονος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πνεύμονες και αφορά ανατομικό σχηματισμό, λειτουργία ή νόσο (α. «πνευμονική φυματίωση» β. «πλήρωσις τοῦ τόπου τοῦ πνευμονικοῦ», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. α) «πνευμονικές λειτουργικές δοκιμασίες»
ιατρ. διάφορες δοκιμασίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό της λειτουργικής κατάστασης τών πνευμόνων και τών επιδράσεων μιας νόσου στην πνευμονική λειτουργία
β) «πνευμονικές φλέβες»
ανατ. δύο φλέβες για κάθε πνεύμονα που επαναφέρουν στην καρδιά το οξυγονωμένο αίμα ξεκινώντας από την πύλη του πνεύμονα και καταλήγοντας στον αριστερό κόλπο της καρδιάς
γ) «πνευμονική αρτηρία»
(ανατ.-φυσιολ.) αρτηρία που εκφύεται από την δεξιά κοιλία της καρδιάς και εν συνεχεία διχάζεται σε δεξιό και αριστερό κλάδο, καθένας από τους οποίους φθάνει στις πύλες του αντίστοιχου πνεύμονα
δ) «πνευμονική δοκιμασία»
ιατρ. στοιχειώδης δοκιμασία, στην οποία υποβάλλονται οι πνεύμονες ενός νεκρού νεογέννητου για να εξακριβωθεί αν ανέπνευσε ή ὁχι πριν από τον θάνατό του
ε) «πνευμονική εμβολή»
ιατρ. απόφραξη μιας πνευμονικής αρτηρίας ή ενός από τους κλάδους της, από έναν αιματικό θρόμβο ο οποίος έχει σχηματιστεί αλλού, έχει αποσπαστεί και έχει μεταφερθεί μέσω του κυκλοφορικού συστήματος ώς το σημείο της απόφραξης
στ) «πνευμονική καρδιά»
ιατρ. υπερτροφία της δεξιάς καρδίας λόγω πνευμονικής υπερτάσεως
η οποία εκδηλώνεται με την χαρακτηριστική συμπτωματολογία της πνευμονικής καρδιοπάθειας
ζ) «πνευμονική καρδιοπάθεια» — κατάσταση κατά την οποία παρεμποδίζεται η ροή του αίματος μέσα στο δίκτυο τών αγγείων στους πνεύμονες, με αποτέλεσμα την επιβάρυνση ιδίως της δεξιάς πλευράς της καρδιάς, αλλ. πνευμονική καρδία
η) «πνευμονική στένωση»
ιατρ. στένωση είτε της πνευμονικής βαλβίδας, μέσω της οποίας το αίμα ρέει από τη δεξιά κοιλία της καρδιάς στους πνεύμονες, είτε του πνευμονικού κώνου ή και τών δύο
θ) «πνευμονική συμφόρηση»
ιατρ. διάταση τών αιμοφόρων αγγείων στους πνεύμονες και πλήρωση τών κυψελίδων με αίμα, ως αποτέλεσμα λοίμωξης, υψηλής πίεσης του αίματος ή καρδιακής ανεπάρκειας
ι) «πνευμονική υπέρταση»
ιατρ. σταθερή αύξηση της μέσης πίεσης του αίματος στην πνευμονική κυκλοφορία στο πλαίσιο διαφόρων πνευμονοπαθειών
ια) «πνευμονικό εμφρακτο» ή «πνευμονικό έμφραγμα»
ιατρ. νέκρωση ενός ή περισσότερων τμημάτων πνευμονικού ιστού, η οποία οφείλεται σε στέρηση επαρκούς αιματώσεως
ιβ) «πνευμονικό οίδημα»
ιατρ. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την παρουσία μέσα στις πνευμονικές κυψελίδες υγρού —κυρίως πλάσματος του αίματος— ως κατάληξη συνήθως της καρδιακής ανεπάρκειας
ιγ) «πνευμονικά πλέγματα»
ανατ. νευρικά πλέγματα που βρίσκονται στις πύλες τών πνευμόνων και αποτελούνται από κλάδους του πνευμονογαστρικού και του συμπαθητικού —αυτόνομου— νευρικού συστήματος
ιδ) «πνευμονικό τόξο»
ανατ. το έκτο αορτικό τόξο, που αρδεύει το τελευταίο ζεύγος βραγχιακών σχισμών στα ψάρια, καθώς και τους πνεύμονες τών διπνόων, του πολυπτέρου και τών τετραπόδων σπονδυλοζώων
μσν.-αρχ.
αυτός που πάσχει από πνευμονία, ο πνευμονιακός.