σεμνός: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σεμνός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />[[σοβαρός]], [[ευπρεπής]], [[κόσμιος]] (α. «[[είναι]] [[σεμνός]] και [[συνετός]] [[νέος]]» β. «διακόνους [[ὡσαύτως]] σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνεσταλμένος]], [[ντροπαλός]]<br /><b>2.</b> [[συνετός]], μετριόφρονας<br /><b>μσν.</b><br />[[νέος]], [[νεαρός]], [[μικρός]] (ἅμα τῆς ἑαυτοῦ συμβίου καὶ σεμνοῡ παιδίου», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για θεό ή θεά) [[άγιος]], [[ιερός]]<br /><b>2.</b> (για ημίθεο ή άνθρωπο) [[σεβαστός]], [[σεβάσμιος]] (α. «τὸ [[σχῆμα]] σεμνὸς κοὐ [[ταπεινός]]», <b>Ευρ.</b> β. «οἱ σεμνότατοι ἐν ταῖς πόλεσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (με δοτ. σε [[θέση]] ποιητ. αιτίου) αυτός που [[είναι]] [[σεβαστός]] από κάποιον<br /><b>4.</b> (για ανθρώπινα πράγματα) [[μεγαλοπρεπής]], [[επιβλητικός]], [[σπουδαίος]] («[[οἰκία]] τοῦ γείτονος οὐδὲν σεμνοτέρα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> [[λαμπρός]], [[εξαιρετικός]], [[πολυτελής]] («Πλοῦτον δὲ κοσμεῖν ἱματίοις σεμνοῑς [[πρέπει]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[ευγενής]] («ἐπὶ τὸ σεμνὸν μιμεῖσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> ο εξαιρετικής ποιότητας, ο [[έξοχος]] («σεμνὸν [[βρῶμα]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>8.</b> (με κακή σημ.) [[υπερήφανος]], [[αλαζόνας]] («σεμνώτερος καὶ φοβερώτερος», Ανδ.)<br /><b>9.</b> <b>ειρων.</b> [[πομπώδης]], [[σοβαροφανής]] («τὸ σεμνὸν [[ἄγαν]] καὶ τραγικόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[σεμνόν]] α) [[αγιότητα]] («τὸ σεμνὸν καὶ τὸ [[δαιμόνιον]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br />β) [[σεμνότητα]]<br />γ) το [[φυτό]] [[άγνος]]<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «αἱ σεμναὶ θεαί» ή, [[απλώς]], «Σεμναί» — οι Ερινύες, οι οποίες ονομάστηκαν [[έτσι]], [[επειδή]] ενέπνεαν [[δέος]] («[[ὅπου]] θεῶν σεμνῶν ἕδραν λάβοιμι καὶ ξενόστασιν», <b>Σοφ.</b>)<br />β) «τὸ σεμνὸν [[ὄνομα]]» — το όνομα τών σεμνών θεών, [[δηλαδή]] τών Ερινύων<br />γ) «σεμνὸν [[βάθρον]]» — το [[κατώφλι]] του ναού τών Ερινύων<br />δ) «σεμνὰ [[τέλη]]» — οι τελετές που γίνονταν [[προς]] [[τιμή]] τών Ερινύων<br />ε) «σεμνὸν [[ἄντρον]]» — το [[άντρο]] του Χείρωνος<br />στ) «σεμνὸς [[δόμος]]» — ο [[ναός]] του Απόλλωνος<br />ζ) «σεμνὰ ἔργα» — τα έργα τών θεών η) «σεμνὸς [[βίος]]» — ζωή αφιερωμένη στους θεούς<br />θ) «σεμνὰ [[φθέγγομαι]]» — [[μιλώ]] επαινετικά<br />ι) «[[σεμνόν]] ἐστι» — [[είναι]] σπουδαίο, [[είναι]] αξιόλογο να... <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σεμνώς</i> / <i>σεμνῶς</i> ΝΜΑ, και <i>σεμνά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο σεμνό, με [[σεμνότητα]] (α. «[[πρέπει]] να φέρεσαι σεμνά» β. «σεμνῶς κεκοσμημένος», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σεβ</i>-<i>νός</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σεβ</i>- του [[σέβομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>νος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἁγ</i>-<i>νός</i>, <i>τερπ</i>-<i>νός</i>). Το επίθ. με αρχική σημ. «[[σοβαρός]], [[ευπρεπής]], [[σεβαστός]]» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον μεγαλοπρεπή, τον σπουδαίο, τον ευγενή, ενώ η σημ. του επιθ. εξελίχθηκε «ἐπί κακῷ» στις έννοιες: «[[υπερήφανος]], [[αλαζόνας]]» και ειρωνικά «[[πομπώδης]], [[σοβαροφανής]]» (<b>πρβλ.</b> και τα σύνθ. [[σεμνόστομος]], [[σεμνοτυφία]])].
|mltxt=-ή, -ό / [[σεμνός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />[[σοβαρός]], [[ευπρεπής]], [[κόσμιος]] (α. «[[είναι]] [[σεμνός]] και [[συνετός]] [[νέος]]» β. «διακόνους [[ὡσαύτως]] σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συνεσταλμένος]], [[ντροπαλός]]<br /><b>2.</b> [[συνετός]], μετριόφρονας<br /><b>μσν.</b><br />[[νέος]], [[νεαρός]], [[μικρός]] (ἅμα τῆς ἑαυτοῦ συμβίου καὶ σεμνοῦ παιδίου», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για θεό ή θεά) [[άγιος]], [[ιερός]]<br /><b>2.</b> (για ημίθεο ή άνθρωπο) [[σεβαστός]], [[σεβάσμιος]] (α. «τὸ [[σχῆμα]] σεμνὸς κοὐ [[ταπεινός]]», <b>Ευρ.</b> β. «οἱ σεμνότατοι ἐν ταῖς πόλεσιν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (με δοτ. σε [[θέση]] ποιητ. αιτίου) αυτός που [[είναι]] [[σεβαστός]] από κάποιον<br /><b>4.</b> (για ανθρώπινα πράγματα) [[μεγαλοπρεπής]], [[επιβλητικός]], [[σπουδαίος]] («[[οἰκία]] τοῦ γείτονος οὐδὲν σεμνοτέρα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> [[λαμπρός]], [[εξαιρετικός]], [[πολυτελής]] («Πλοῦτον δὲ κοσμεῖν ἱματίοις σεμνοῑς [[πρέπει]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[ευγενής]] («ἐπὶ τὸ σεμνὸν μιμεῖσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> ο εξαιρετικής ποιότητας, ο [[έξοχος]] («σεμνὸν [[βρῶμα]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>8.</b> (με κακή σημ.) [[υπερήφανος]], [[αλαζόνας]] («σεμνώτερος καὶ φοβερώτερος», Ανδ.)<br /><b>9.</b> <b>ειρων.</b> [[πομπώδης]], [[σοβαροφανής]] («τὸ σεμνὸν [[ἄγαν]] καὶ τραγικόν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[σεμνόν]] α) [[αγιότητα]] («τὸ σεμνὸν καὶ τὸ [[δαιμόνιον]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br />β) [[σεμνότητα]]<br />γ) το [[φυτό]] [[άγνος]]<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «αἱ σεμναὶ θεαί» ή, [[απλώς]], «Σεμναί» — οι Ερινύες, οι οποίες ονομάστηκαν [[έτσι]], [[επειδή]] ενέπνεαν [[δέος]] («[[ὅπου]] θεῶν σεμνῶν ἕδραν λάβοιμι καὶ ξενόστασιν», <b>Σοφ.</b>)<br />β) «τὸ σεμνὸν [[ὄνομα]]» — το όνομα τών σεμνών θεών, [[δηλαδή]] τών Ερινύων<br />γ) «σεμνὸν [[βάθρον]]» — το [[κατώφλι]] του ναού τών Ερινύων<br />δ) «σεμνὰ [[τέλη]]» — οι τελετές που γίνονταν [[προς]] [[τιμή]] τών Ερινύων<br />ε) «σεμνὸν [[ἄντρον]]» — το [[άντρο]] του Χείρωνος<br />στ) «σεμνὸς [[δόμος]]» — ο [[ναός]] του Απόλλωνος<br />ζ) «σεμνὰ ἔργα» — τα έργα τών θεών η) «σεμνὸς [[βίος]]» — ζωή αφιερωμένη στους θεούς<br />θ) «σεμνὰ [[φθέγγομαι]]» — [[μιλώ]] επαινετικά<br />ι) «[[σεμνόν]] ἐστι» — [[είναι]] σπουδαίο, [[είναι]] αξιόλογο να... <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σεμνώς</i> / <i>σεμνῶς</i> ΝΜΑ, και <i>σεμνά</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο σεμνό, με [[σεμνότητα]] (α. «[[πρέπει]] να φέρεσαι σεμνά» β. «σεμνῶς κεκοσμημένος», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σεβ</i>-<i>νός</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σεβ</i>- του [[σέβομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>νος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἁγ</i>-<i>νός</i>, <i>τερπ</i>-<i>νός</i>). Το επίθ. με αρχική σημ. «[[σοβαρός]], [[ευπρεπής]], [[σεβαστός]]» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον μεγαλοπρεπή, τον σπουδαίο, τον ευγενή, ενώ η σημ. του επιθ. εξελίχθηκε «ἐπί κακῷ» στις έννοιες: «[[υπερήφανος]], [[αλαζόνας]]» και ειρωνικά «[[πομπώδης]], [[σοβαροφανής]]» (<b>πρβλ.</b> και τα σύνθ. [[σεμνόστομος]], [[σεμνοτυφία]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm