ο: Difference between revisions

No change in size ,  13 June 2022
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "νεῑ" to "νεῖ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />) [[ὅ]] (Α)<br />(αρσ. της αναφ. αντων., [[αντί]] [[ὅς]]) <b>βλ.</b> ος, η, ο.<br /> <b>(II)</b><br />[[ὅ]] (Α)<br />(ουδ. της αναφ. αντων.) <b>βλ.</b> ος, η, ο.<br /> <b>(III)</b><br />ὄ ὄ ὄ (Α)<br />σχετλιαστικό [[επιφώνημα]].<br /> η, το (ΑΜ [[ὁ]], [[ἡ]] [[το]], Α δωρ. τ. θηλ. ἁ)<br />Ι. ΚΛΙΣΗ: Α' (<b>στον εν.</b>)<br /><b>1.</b> (γεν. του, της, του (τοῦ, τῆς, τοῦ), ιδιωμ. τ. θηλ. τση, επικ. τ. αρσ. και ουδ. τοῑο, δωρ. τ. θηλ. τὰς<br /><b>2.</b> <b>δοτ.</b> τῷ, τῇ, τῷ, αιολ. και δωρ. τ. θηλ. τᾷ<br /><b>3.</b> <b>(αιτ.)</b> τον, την, το (τον, τήν, το), δωρ. τ. θηλ. τάν<br />Β' <b>στον πληθ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ονομ.)</b> οι, αι, τα (οἱ, αἱ, τά), νεοελλ. τ. θηλ. οι, επικ. και δωρ. τ. αρσ. τοί, επικ. και δωρ. τ. θηλ. ταί<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> τών (τῶν), επικ. και βοιωτ. τ. [[τάων]]<br /><b>3.</b> <b>δοτ.</b> τοῖς, ταῑς, τοῖς, επικ. και αττ. ποιητ. τ. αρσ. και ουδ. τοῖσι, επικ. και αττ. ποιητ. τ. θηλ. ταῑσι, ιων. και αρχ. αττ. τ. θηλ. τῇσι και τῇς<br /><b>4.</b> <b>(αιτ.)</b> τους, τας, τα (τους, τὰς, τά), νεοελλ. τ. θηλ. τις και τες, ιδιωμ. τ. αρσ. τσι<br />Γ' (στον δυϊκ.)<br /><b>1.</b> (ονομ. και αιτ.) αρσ. τώ, σπάν. τ. θηλ. τά, ουδ. τώ<br /><b>2.</b> (γεν. και δοτ.) αρσ. τοῑν, σπάν. τ. θηλ. ταῑν, ουδ. τοῑν<br />II. ΣΗΜ. (οριστικό [[άρθρο]] της αρχαίας, μεσαιωνικής και [[νέας]] Ελληνικής, το οποίο αρχικά ήταν σε [[μεγάλη]] [[χρήση]] ως δεικτική [[αντωνυμία]] και αργότερα ως αναφορική)<br /><b>1.</b> προτάσσεται σε κοινά προσηγορικά, επίθετα ή μετοχές, προκειμένου να ορίσει [[πρόσωπο]], ζώο ή [[πράγμα]], αντιδιαστέλλοντάς το [[προς]] τη γενική και αόριστη έννοιά του, ή για να μερικεύσει και να εξατομικεύσει την [[έννοια]] ενός είδους, διακρίνοντάς το από τα άλλα είδη, ή για να δώσει διανεμητική [[έννοια]], [[αντί]] του [[κάθε]], [[έκαστος]] (α. «δώσε μου την [[εφημερίδα]]» β. «ο [[άνθρωπος]] [[είναι]] ον [[λογικό]]» γ. «πληρώνουμε χίλιες δραχμές τον [[μήνα]]» δ. «μόχλωσον τὴν θύραν», <b>Αριστοφ.</b><br />ε. «καὶ λέγει αὐτοῖς<br />ἴδε ὁ [[ἄνθρωπος]]», ΚΔ<br />στ. «μισθὸν φέροντας δύο δραχμάς τῆς ἡμέρας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ουσιαστικοποιεί γενικά [[κάθε]] [[μέρος]] του λόγου, [[ακόμη]] και ολόκληρη [[πρόταση]] (α. «το [[είναι]]» β. «θα αντέξουμε στην οποιαδήποτε [[στέρηση]]» γ. «το τί θα [[κάνω]] [[είναι]] δική μου [[υπόθεση]]» δ. «ποθεῑς τὸν οὐ παρόντα», <b>Αριστοφ.</b> ε. «πῶς ἄν ὁ τοιοῦτος ἀνὴρ διαφθείροι τοὺς νέους;», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> επιθετοποιεί διαφόρους προσδιορισμούς κάνοντας τους ισοδύναμους με τους [[κυρίως]] επιθετικούς προσδιορισμούς («ο [[κάτω]] [[κόσμος]]»)<br /><b>4.</b> προτάσσεται σε αναφορική [[πρόταση]], προκειμένου να τήν συμπτύξει σε μία [[ιδέα]] («τῇ ᾗ φὴς σὺ σκληρότητι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (σε ελλειπτικές προτάσεις) α) προτάσσεται στη γενική κύριου ονόματος για [[δήλωση]] καταγωγής, συγγενικής ή άλλης σχέσης που υπονοείται από τα συμφραζόμενα («[[Θουκυδίδης]] ὁ Ὀλόρου», <b>Θουκ.</b>)<br />β) προτάσσεται σε [[λέξη]] ή [[φράση]] για να δηλώσει [[κάθε]] είδους [[σχέση]] (α. «τὰ τοῦ θεοῡ» β. «τὸ τῆς πόλεως» γ. «οἱ ἐξ αἵματος» δ. «τὰ τῆς τύχης»)<br /><b>6.</b> το [[άρθρο]] παραλείπεται: α) όταν η [[έννοια]] του ονόματος που πρόκειται να δηλωθεί [[είναι]] γενική ή αόριστη (α. «πάσχει από [[μεγαλομανία]]» β. «[[παιδεία]] μὲν οὖν φέρει καὶ νίκην, [[νίκη]] δ' [[ἐνίοτε]] ἀπαιδευσίαν», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) από το [[κατηγορούμενο]] όταν αυτό δηλώνει μία νέα [[ιδιότητα]] ή μία [[έννοια]] άγνωστη [[προηγουμένως]] («έπεσε [[ξερός]]»)<br />γ) από τα ονόματα που δηλώνουν το [[αντικείμενο]] της γεύσης, όσφρησης, αγοράς ή πώλησης (α. «πωλείται [[οικόπεδο]]» β. «τρώει πορτοκάλια» γ. «[[ὅστις]] λωτοῑο φάγοι μελιηδέα καρπόν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />δ) από τα γνωμικά, τα αποφθέγματα και τις παροιμίες («[[χρόνος]] δίκαιον ἄνδρα δείκνυσιν [[μόνος]]», <b>Σοφ.</b>)<br />ε) από δύο ή περισσότερα ονόματα όταν αυτά [[είναι]] [[έτσι]] συνδεδεμένα [[μεταξύ]] τους ώστε να αποτελούν μία [[έννοια]], μία [[ολότητα]] («πίστιν, [[πατρίδα]] ἠρνήσατο καὶ συγγενεῖς και φίλους», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ μὲν... τὸ δέ» — εν μέρει μεν... εν μέρει δε, αφ' ενός μεν... αφ' ετέρου δε<br />β) «πρὸ τοῦ» και, ενωμένο, «[[προτού]]» και, νεοελλ. «αποπροτού» — πρωτύτερα, [[πριν]] από αυτό, [[προηγουμένως]]<br />γ) «το και το»<br />(ως στερεότυπη [[έκφραση]] σε [[αφήγηση]]) αυτό κι αυτό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> προτάσσεται σε ονόματα που δηλώνουν: α) καταστάσεις, έννοιες, όντα ή φαινόμενα που [[είναι]] παγκοίνως γνωστά (α. «με γέλασεν η [[χαραυγή]], τ' άστρι και το [[φεγγάρι]]», Πολίτ.<br />β. «ρίξε στους κάμπους τη [[βροχή]] και στα βουνά το [[χιόνι]]», Πολίτ.)<br />β) πρόσωπα συγγενικά («χάνει η [[μάννα]] το [[παιδί]] και το [[παιδί]] τη [[μάννα]]»)<br /><b>2.</b> πολύ [[συχνά]] χρησιμοποιείται πλεοναστικά («τά 'μαθές τα νέα;»)<br /><b>αρχ.</b><br />(Ι) (ως δεικτική [[αντωνυμία]])<br /><b>1.</b> α) αυτός εδώ, [[εκείνος]] [[εκεί]] («οἱ δὲ δίκας διδοῦσι, τοῖσι τέθηλε [[πόλις]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br />β) (με ουσ. για να εντείνει την [[προσοχή]] σε αυτό) αυτός εδώ ο [[γνωστός]], [[εκείνος]] ο [[γνωστός]] («τὸν Χρύσην ἠτίμησε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> για [[δήλωση]] και προσδιορισμό προσώπου ή πράγματος, προκειμένου να δώσει σε αυτό [[έμφαση]] («[[τιμῆς]] τῆς Πριάμου», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> σε ιδιάζουσα [[χρήση]], [[κατά]] την οποία επαναλαμβάνεται το [[άρθρο]] [[μετά]] το όνομα που συνοδεύει, [[πριν]] από την αναφορική [[αντωνυμία]] ὅς, [[ὅσος]], [[οἷος]] η οποία ακολουθεί, [[κατά]] το [[φαινόμενο]] του πλεονασμού, για να εντείνει την [[προσοχή]] στο προηγούμενο όνομα («ἐφάμην σε περὶ φρένας ἔμμεναι ἄλλων, τῶν, ὅσσοι Λυκίην ναιετάουσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> ορισμένες πτώσεις επιρρηματικώς: α) (η δοτ. του θηλ.) τῇ<br />i) σε αυτό τον [[τόπο]]<br />ii) [[προς]] αυτή την [[κατεύθυνση]]<br />iii) κατ' αυτό τον τρόπο («τῇ μέν... τῇ δέ» — [[κατά]] τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο)<br />iv) (με αναφορική σημ.) απ' όπου («[[εἴσατο]] γὰρ [[νηῶν]] έπ' ἀριστερά, [[τῇπερ]] Ἀχαιοὶ ἐκ πεδίου νίσσοντο», <b>Ομ.</b>Ιλ)<br />β) (η δοτ. του ουδ.) τῷ<br />i) ως εκ τούτου, όθεν («τῷ τοι... μᾶλλον [[σκεπτέον]] καὶ ἐξ ἀρχῆς», Πλατ.)<br />ii) κατ' αυτό τον τρόπο, [[έτσι]]<br />γ) (η γεν. του ουδ.) τοῦ<br />[[λοιπόν]]<br />δ) η αιτ. του ουδ.) το<br />γι' αυτό («τὸ και κλαίουσα τέτηκα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> όταν προτάσσεται σε υπερθετικά, επιτείνει τη [[σημασία]] τους («ἐν τοῖσι θειότατον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ὁ καὶ ὁ», «ἡ καὶ ἡ», «τὸ και τὸ» — και αυτός και [[εκείνος]], και αυτός και ο [[άλλος]]<br />(II) ως αναφορική [[αντωνυμία]] [[αντί]] του ὅς, ἥ, ὅ («ἦν [[Κανδαύλης]], τὸν οἱ Ἕλληνες Μυρσίλον ὀνομάζουσιν», <b>Ηρόδ.</b>)<br />(IΙΙ) ([[κράση]] του άρθρου)<br /><b>1.</b> με το ἄ τρέπεται σε ά (ὁ [[ἀνήρ]] - ἁνήρ, τὰ ἄκίνητα τἀκίνητα, τῷ ἀγαθῷ - τ'ἀγαθῷ)<br /><b>2.</b> με το αι τρέπεται σε ᾳ (τὸ αἴτιον- [[τᾄτιον]])<br /><b>3.</b> οι τ. ὁ, το, οἱ, [[καθώς]] και η γεν. τοῦ, με το ε τρέπονται σε ου (ὁ ἐπὶ - [[οὑπί]], τὸ [[ἔργον]] - [[τοὖργον]], ή [[τοὖργον]], οἱ ἐπιχώριοι - οὑπιχώριοι, τοῦ ἐμοῡ - τοὐμοῡ), [[αλλά]] και κατ' [[εξαίρεση]] σε α (ὁ [[ἕτερος]] - [[ἅτερος]], τὸ ἕτερον θἄτερον)<br /><b>4.</b> το θηλ. η με το ε με [[κράση]] γίνονται η (ἡ ἑτέρα - [[ἡτέρα]], τῇ ἑτέρᾳ -θἠτέρᾳ<br /><b>5.</b> η δοτ. τῷ χάνει το υπογεγραμμένο ι (τῷ ἐμῷ - τὠμῷ)<br /><b>6.</b> οι τ. ὁ, τὸ με το ο τρέπονται σε ου (ὁ [[Ὀλύμπιος]] - Οὑλύμπιος)<br /><b>7.</b> οι τ. ὁ, τὸ με το αυ τρέπονται σε ᾱυ (τὸ αὐτό - [[ταὐτό]])<br /><b>8.</b> το ἡ με το ευ τρέπεται σε ηυ (ἡ [[εὐλάβεια]] - ηὑλάβεια)<br /><b>9.</b> η δοτ. τῇ με το η τρέπεται σε θἠ (τῇ ἡμερᾳ -θἠμέρᾳ)<br /><b>10.</b> ο τ. το με το υ τρέπεται σε θου (τὸ [[ὕδωρ]] - θοὔδωρ)<br /><b>11.</b> σε μερικές διαλέκτους η [[κράση]] γίνεται [[κατά]] τους νόμους της συναίρεσης που επικρατούν σ' αυτές (ὁ [[ἔλαφος]]<br />δωρ. ὥλαφος, ἡ αὐτή - ωὑτή)<br /><b>12.</b> από το [[άρθρο]] ως δεικτ. [[αντωνυμία]] σχηματίζονται οι αντωνυμίες ὅγε, ἥγε, τόγε, ὅδε, ἥδε, [[τόδε]], ὁδί, ἡδί, [[τοδί]], ὅ(σ)περ, ἥπερ, [[ὅπερ]], ὅ(σ)τε, ἥτε, ὅτε, ὅ(σ)τις, ἥτις, ὅ, τι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[θέμα]] του οριστικού άρθρου ὁ / ἡ / το παρουσιάζει [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] ανά [[γένος]], [[πτώση]] και αριθμό. Η ονομ. εν. του αρσενικού και θηλυκού ο / η αντιστοιχεί με αρχ. ινδ. sa(sah), sā, γοτθ. sa, sō και ανάγεται σε IE so(s) / sā. To ουδ. του εν. και πληθ. το, τά αντιστοιχεί με αρχ. ινδ. tad, tāni και ανάγεται σε IE tod (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] τo-, τα-, τιο-), <b>πρβλ.</b> λατ. is-te, is-ta, is-tud, αρχ. σλαβ. tu, ta, to (<b>βλ.</b> και τις δεικτικές αντωνυμίες [[τοῖος]], [[τόσος]], [[τηλίκος]]). Άρα: αρσ. so(s) = ὁ (με δάσυνση του αρκτικού s-), θηλ. sā=a / (ἡ και ουδ. tod = το (με σίγηση στην Πρωτοελληνική του ληκτικού κλειστού). Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] με αρκτικό οδοντικό [[σύμφωνο]] ανάγονται [[επίσης]] οι υπόλοιπες πτώσεις του εν. και πληθ. (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. γεν. πληθ. tāsām), ο [[δυϊκός]] [[αριθμός]] και οι αρχαίοι τ. τοί, ταί της ονομ. του πληθ. του αρσενικού και θηλυκού (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. ονομ. πληθ. tē, tāh) που μαρτυρούνται σε [[τμήμα]] της αιολικής διαλέκτου και γενικά σε όλη την [[ομάδα]] των δυτικών διαλέκτων [[εκτός]] από την [[Κρήτη]]. Οι τ. της ονομ. πληθ. οἱ, αἱ που επικράτησαν τελικά στην Ιωνική, Αττική, Αρκαδική, Κυπριακή και Λεσβιακή σχηματίστηκαν χωρὶς τ-, αναλογικά [[προς]] την ονομ. εν. ὁ, ἡ. Το οριστικό [[άρθρο]] αρχικά ήταν σε [[μεγάλη]] [[χρήση]] ως δεικτική [[αντωνυμία]] και αργότερα ως αναφορική. Τη δεικτική σημ. του μαρτυρεί και ο τ. ὅς στις ομηρικές εκφράσεις ἦ δ' ὅς, ὅς και ὅς, που [[πρέπει]] να αποτελεί [[παραλλαγή]] του ό με το χαρακτηριστικό -ς της ονομαστικής (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. sah). Σε πολλές διαλέκτους [[μάλιστα]] το [[άρθρο]] ὁ, ἡ, το συναγωνίστηκε την αναφορική [[αντωνυμία]] ὅς, ἥ, ὅ. Η [[χρήση]] αυτή παρατηρείται στον Όμηρο, όπου τα θέματα της αναφορικής αντωνυμίας και του άρθρου μαρτυρούνται το ένα [[κοντά]] στο [[άλλο]]. Στον Ηρόδοτο απαντά το [[σύστημα]] ὅς, ἥ, το στον εν. και οἵ, αἵ, τά στον πληθ. (<b>βλ. λ.</b> ὅς, ἥ, ὅ). Στη Μυκηναϊκή, [[τέλος]], μαρτυρείται τ. toi της δοτ. του άρθρου με δεικτική σημ.].
|mltxt=<b>(I)</b><br />) [[ὅ]] (Α)<br />(αρσ. της αναφ. αντων., [[αντί]] [[ὅς]]) <b>βλ.</b> ος, η, ο.<br /> <b>(II)</b><br />[[ὅ]] (Α)<br />(ουδ. της αναφ. αντων.) <b>βλ.</b> ος, η, ο.<br /> <b>(III)</b><br />ὄ ὄ ὄ (Α)<br />σχετλιαστικό [[επιφώνημα]].<br /> η, το (ΑΜ [[ὁ]], [[ἡ]] [[το]], Α δωρ. τ. θηλ. ἁ)<br />Ι. ΚΛΙΣΗ: Α' (<b>στον εν.</b>)<br /><b>1.</b> (γεν. του, της, του (τοῦ, τῆς, τοῦ), ιδιωμ. τ. θηλ. τση, επικ. τ. αρσ. και ουδ. τοῑο, δωρ. τ. θηλ. τὰς<br /><b>2.</b> <b>δοτ.</b> τῷ, τῇ, τῷ, αιολ. και δωρ. τ. θηλ. τᾷ<br /><b>3.</b> <b>(αιτ.)</b> τον, την, το (τον, τήν, το), δωρ. τ. θηλ. τάν<br />Β' <b>στον πληθ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ονομ.)</b> οι, αι, τα (οἱ, αἱ, τά), νεοελλ. τ. θηλ. οι, επικ. και δωρ. τ. αρσ. τοί, επικ. και δωρ. τ. θηλ. ταί<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> τών (τῶν), επικ. και βοιωτ. τ. [[τάων]]<br /><b>3.</b> <b>δοτ.</b> τοῖς, ταῑς, τοῖς, επικ. και αττ. ποιητ. τ. αρσ. και ουδ. τοῖσι, επικ. και αττ. ποιητ. τ. θηλ. ταῑσι, ιων. και αρχ. αττ. τ. θηλ. τῇσι και τῇς<br /><b>4.</b> <b>(αιτ.)</b> τους, τας, τα (τους, τὰς, τά), νεοελλ. τ. θηλ. τις και τες, ιδιωμ. τ. αρσ. τσι<br />Γ' (στον δυϊκ.)<br /><b>1.</b> (ονομ. και αιτ.) αρσ. τώ, σπάν. τ. θηλ. τά, ουδ. τώ<br /><b>2.</b> (γεν. και δοτ.) αρσ. τοῑν, σπάν. τ. θηλ. ταῑν, ουδ. τοῑν<br />II. ΣΗΜ. (οριστικό [[άρθρο]] της αρχαίας, μεσαιωνικής και [[νέας]] Ελληνικής, το οποίο αρχικά ήταν σε [[μεγάλη]] [[χρήση]] ως δεικτική [[αντωνυμία]] και αργότερα ως αναφορική)<br /><b>1.</b> προτάσσεται σε κοινά προσηγορικά, επίθετα ή μετοχές, προκειμένου να ορίσει [[πρόσωπο]], ζώο ή [[πράγμα]], αντιδιαστέλλοντάς το [[προς]] τη γενική και αόριστη έννοιά του, ή για να μερικεύσει και να εξατομικεύσει την [[έννοια]] ενός είδους, διακρίνοντάς το από τα άλλα είδη, ή για να δώσει διανεμητική [[έννοια]], [[αντί]] του [[κάθε]], [[έκαστος]] (α. «δώσε μου την [[εφημερίδα]]» β. «ο [[άνθρωπος]] [[είναι]] ον [[λογικό]]» γ. «πληρώνουμε χίλιες δραχμές τον [[μήνα]]» δ. «μόχλωσον τὴν θύραν», <b>Αριστοφ.</b><br />ε. «καὶ λέγει αὐτοῖς<br />ἴδε ὁ [[ἄνθρωπος]]», ΚΔ<br />στ. «μισθὸν φέροντας δύο δραχμάς τῆς ἡμέρας», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ουσιαστικοποιεί γενικά [[κάθε]] [[μέρος]] του λόγου, [[ακόμη]] και ολόκληρη [[πρόταση]] (α. «το [[είναι]]» β. «θα αντέξουμε στην οποιαδήποτε [[στέρηση]]» γ. «το τί θα [[κάνω]] [[είναι]] δική μου [[υπόθεση]]» δ. «ποθεῑς τὸν οὐ παρόντα», <b>Αριστοφ.</b> ε. «πῶς ἄν ὁ τοιοῦτος ἀνὴρ διαφθείροι τοὺς νέους;», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> επιθετοποιεί διαφόρους προσδιορισμούς κάνοντας τους ισοδύναμους με τους [[κυρίως]] επιθετικούς προσδιορισμούς («ο [[κάτω]] [[κόσμος]]»)<br /><b>4.</b> προτάσσεται σε αναφορική [[πρόταση]], προκειμένου να τήν συμπτύξει σε μία [[ιδέα]] («τῇ ᾗ φὴς σὺ σκληρότητι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> (σε ελλειπτικές προτάσεις) α) προτάσσεται στη γενική κύριου ονόματος για [[δήλωση]] καταγωγής, συγγενικής ή άλλης σχέσης που υπονοείται από τα συμφραζόμενα («[[Θουκυδίδης]] ὁ Ὀλόρου», <b>Θουκ.</b>)<br />β) προτάσσεται σε [[λέξη]] ή [[φράση]] για να δηλώσει [[κάθε]] είδους [[σχέση]] (α. «τὰ τοῦ θεοῦ» β. «τὸ τῆς πόλεως» γ. «οἱ ἐξ αἵματος» δ. «τὰ τῆς τύχης»)<br /><b>6.</b> το [[άρθρο]] παραλείπεται: α) όταν η [[έννοια]] του ονόματος που πρόκειται να δηλωθεί [[είναι]] γενική ή αόριστη (α. «πάσχει από [[μεγαλομανία]]» β. «[[παιδεία]] μὲν οὖν φέρει καὶ νίκην, [[νίκη]] δ' [[ἐνίοτε]] ἀπαιδευσίαν», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) από το [[κατηγορούμενο]] όταν αυτό δηλώνει μία νέα [[ιδιότητα]] ή μία [[έννοια]] άγνωστη [[προηγουμένως]] («έπεσε [[ξερός]]»)<br />γ) από τα ονόματα που δηλώνουν το [[αντικείμενο]] της γεύσης, όσφρησης, αγοράς ή πώλησης (α. «πωλείται [[οικόπεδο]]» β. «τρώει πορτοκάλια» γ. «[[ὅστις]] λωτοῑο φάγοι μελιηδέα καρπόν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />δ) από τα γνωμικά, τα αποφθέγματα και τις παροιμίες («[[χρόνος]] δίκαιον ἄνδρα δείκνυσιν [[μόνος]]», <b>Σοφ.</b>)<br />ε) από δύο ή περισσότερα ονόματα όταν αυτά [[είναι]] [[έτσι]] συνδεδεμένα [[μεταξύ]] τους ώστε να αποτελούν μία [[έννοια]], μία [[ολότητα]] («πίστιν, [[πατρίδα]] ἠρνήσατο καὶ συγγενεῖς και φίλους», Διγεν. Ακρ.)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ μὲν... τὸ δέ» — εν μέρει μεν... εν μέρει δε, αφ' ενός μεν... αφ' ετέρου δε<br />β) «πρὸ τοῦ» και, ενωμένο, «[[προτού]]» και, νεοελλ. «αποπροτού» — πρωτύτερα, [[πριν]] από αυτό, [[προηγουμένως]]<br />γ) «το και το»<br />(ως στερεότυπη [[έκφραση]] σε [[αφήγηση]]) αυτό κι αυτό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> προτάσσεται σε ονόματα που δηλώνουν: α) καταστάσεις, έννοιες, όντα ή φαινόμενα που [[είναι]] παγκοίνως γνωστά (α. «με γέλασεν η [[χαραυγή]], τ' άστρι και το [[φεγγάρι]]», Πολίτ.<br />β. «ρίξε στους κάμπους τη [[βροχή]] και στα βουνά το [[χιόνι]]», Πολίτ.)<br />β) πρόσωπα συγγενικά («χάνει η [[μάννα]] το [[παιδί]] και το [[παιδί]] τη [[μάννα]]»)<br /><b>2.</b> πολύ [[συχνά]] χρησιμοποιείται πλεοναστικά («τά 'μαθές τα νέα;»)<br /><b>αρχ.</b><br />(Ι) (ως δεικτική [[αντωνυμία]])<br /><b>1.</b> α) αυτός εδώ, [[εκείνος]] [[εκεί]] («οἱ δὲ δίκας διδοῦσι, τοῖσι τέθηλε [[πόλις]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br />β) (με ουσ. για να εντείνει την [[προσοχή]] σε αυτό) αυτός εδώ ο [[γνωστός]], [[εκείνος]] ο [[γνωστός]] («τὸν Χρύσην ἠτίμησε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> για [[δήλωση]] και προσδιορισμό προσώπου ή πράγματος, προκειμένου να δώσει σε αυτό [[έμφαση]] («[[τιμῆς]] τῆς Πριάμου», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> σε ιδιάζουσα [[χρήση]], [[κατά]] την οποία επαναλαμβάνεται το [[άρθρο]] [[μετά]] το όνομα που συνοδεύει, [[πριν]] από την αναφορική [[αντωνυμία]] ὅς, [[ὅσος]], [[οἷος]] η οποία ακολουθεί, [[κατά]] το [[φαινόμενο]] του πλεονασμού, για να εντείνει την [[προσοχή]] στο προηγούμενο όνομα («ἐφάμην σε περὶ φρένας ἔμμεναι ἄλλων, τῶν, ὅσσοι Λυκίην ναιετάουσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> ορισμένες πτώσεις επιρρηματικώς: α) (η δοτ. του θηλ.) τῇ<br />i) σε αυτό τον [[τόπο]]<br />ii) [[προς]] αυτή την [[κατεύθυνση]]<br />iii) κατ' αυτό τον τρόπο («τῇ μέν... τῇ δέ» — [[κατά]] τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο)<br />iv) (με αναφορική σημ.) απ' όπου («[[εἴσατο]] γὰρ [[νηῶν]] έπ' ἀριστερά, [[τῇπερ]] Ἀχαιοὶ ἐκ πεδίου νίσσοντο», <b>Ομ.</b>Ιλ)<br />β) (η δοτ. του ουδ.) τῷ<br />i) ως εκ τούτου, όθεν («τῷ τοι... μᾶλλον [[σκεπτέον]] καὶ ἐξ ἀρχῆς», Πλατ.)<br />ii) κατ' αυτό τον τρόπο, [[έτσι]]<br />γ) (η γεν. του ουδ.) τοῦ<br />[[λοιπόν]]<br />δ) η αιτ. του ουδ.) το<br />γι' αυτό («τὸ και κλαίουσα τέτηκα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> όταν προτάσσεται σε υπερθετικά, επιτείνει τη [[σημασία]] τους («ἐν τοῖσι θειότατον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ὁ καὶ ὁ», «ἡ καὶ ἡ», «τὸ και τὸ» — και αυτός και [[εκείνος]], και αυτός και ο [[άλλος]]<br />(II) ως αναφορική [[αντωνυμία]] [[αντί]] του ὅς, ἥ, ὅ («ἦν [[Κανδαύλης]], τὸν οἱ Ἕλληνες Μυρσίλον ὀνομάζουσιν», <b>Ηρόδ.</b>)<br />(IΙΙ) ([[κράση]] του άρθρου)<br /><b>1.</b> με το ἄ τρέπεται σε ά (ὁ [[ἀνήρ]] - ἁνήρ, τὰ ἄκίνητα τἀκίνητα, τῷ ἀγαθῷ - τ'ἀγαθῷ)<br /><b>2.</b> με το αι τρέπεται σε ᾳ (τὸ αἴτιον- [[τᾄτιον]])<br /><b>3.</b> οι τ. ὁ, το, οἱ, [[καθώς]] και η γεν. τοῦ, με το ε τρέπονται σε ου (ὁ ἐπὶ - [[οὑπί]], τὸ [[ἔργον]] - [[τοὖργον]], ή [[τοὖργον]], οἱ ἐπιχώριοι - οὑπιχώριοι, τοῦ ἐμοῦ - τοὐμοῦ), [[αλλά]] και κατ' [[εξαίρεση]] σε α (ὁ [[ἕτερος]] - [[ἅτερος]], τὸ ἕτερον θἄτερον)<br /><b>4.</b> το θηλ. η με το ε με [[κράση]] γίνονται η (ἡ ἑτέρα - [[ἡτέρα]], τῇ ἑτέρᾳ -θἠτέρᾳ<br /><b>5.</b> η δοτ. τῷ χάνει το υπογεγραμμένο ι (τῷ ἐμῷ - τὠμῷ)<br /><b>6.</b> οι τ. ὁ, τὸ με το ο τρέπονται σε ου (ὁ [[Ὀλύμπιος]] - Οὑλύμπιος)<br /><b>7.</b> οι τ. ὁ, τὸ με το αυ τρέπονται σε ᾱυ (τὸ αὐτό - [[ταὐτό]])<br /><b>8.</b> το ἡ με το ευ τρέπεται σε ηυ (ἡ [[εὐλάβεια]] - ηὑλάβεια)<br /><b>9.</b> η δοτ. τῇ με το η τρέπεται σε θἠ (τῇ ἡμερᾳ -θἠμέρᾳ)<br /><b>10.</b> ο τ. το με το υ τρέπεται σε θου (τὸ [[ὕδωρ]] - θοὔδωρ)<br /><b>11.</b> σε μερικές διαλέκτους η [[κράση]] γίνεται [[κατά]] τους νόμους της συναίρεσης που επικρατούν σ' αυτές (ὁ [[ἔλαφος]]<br />δωρ. ὥλαφος, ἡ αὐτή - ωὑτή)<br /><b>12.</b> από το [[άρθρο]] ως δεικτ. [[αντωνυμία]] σχηματίζονται οι αντωνυμίες ὅγε, ἥγε, τόγε, ὅδε, ἥδε, [[τόδε]], ὁδί, ἡδί, [[τοδί]], ὅ(σ)περ, ἥπερ, [[ὅπερ]], ὅ(σ)τε, ἥτε, ὅτε, ὅ(σ)τις, ἥτις, ὅ, τι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[θέμα]] του οριστικού άρθρου ὁ / ἡ / το παρουσιάζει [[μεγάλη]] [[ποικιλία]] ανά [[γένος]], [[πτώση]] και αριθμό. Η ονομ. εν. του αρσενικού και θηλυκού ο / η αντιστοιχεί με αρχ. ινδ. sa(sah), sā, γοτθ. sa, sō και ανάγεται σε IE so(s) / sā. To ουδ. του εν. και πληθ. το, τά αντιστοιχεί με αρχ. ινδ. tad, tāni και ανάγεται σε IE tod (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] τo-, τα-, τιο-), <b>πρβλ.</b> λατ. is-te, is-ta, is-tud, αρχ. σλαβ. tu, ta, to (<b>βλ.</b> και τις δεικτικές αντωνυμίες [[τοῖος]], [[τόσος]], [[τηλίκος]]). Άρα: αρσ. so(s) = ὁ (με δάσυνση του αρκτικού s-), θηλ. sā=a / (ἡ και ουδ. tod = το (με σίγηση στην Πρωτοελληνική του ληκτικού κλειστού). Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] με αρκτικό οδοντικό [[σύμφωνο]] ανάγονται [[επίσης]] οι υπόλοιπες πτώσεις του εν. και πληθ. (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. γεν. πληθ. tāsām), ο [[δυϊκός]] [[αριθμός]] και οι αρχαίοι τ. τοί, ταί της ονομ. του πληθ. του αρσενικού και θηλυκού (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. ονομ. πληθ. tē, tāh) που μαρτυρούνται σε [[τμήμα]] της αιολικής διαλέκτου και γενικά σε όλη την [[ομάδα]] των δυτικών διαλέκτων [[εκτός]] από την [[Κρήτη]]. Οι τ. της ονομ. πληθ. οἱ, αἱ που επικράτησαν τελικά στην Ιωνική, Αττική, Αρκαδική, Κυπριακή και Λεσβιακή σχηματίστηκαν χωρὶς τ-, αναλογικά [[προς]] την ονομ. εν. ὁ, ἡ. Το οριστικό [[άρθρο]] αρχικά ήταν σε [[μεγάλη]] [[χρήση]] ως δεικτική [[αντωνυμία]] και αργότερα ως αναφορική. Τη δεικτική σημ. του μαρτυρεί και ο τ. ὅς στις ομηρικές εκφράσεις ἦ δ' ὅς, ὅς και ὅς, που [[πρέπει]] να αποτελεί [[παραλλαγή]] του ό με το χαρακτηριστικό -ς της ονομαστικής (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. sah). Σε πολλές διαλέκτους [[μάλιστα]] το [[άρθρο]] ὁ, ἡ, το συναγωνίστηκε την αναφορική [[αντωνυμία]] ὅς, ἥ, ὅ. Η [[χρήση]] αυτή παρατηρείται στον Όμηρο, όπου τα θέματα της αναφορικής αντωνυμίας και του άρθρου μαρτυρούνται το ένα [[κοντά]] στο [[άλλο]]. Στον Ηρόδοτο απαντά το [[σύστημα]] ὅς, ἥ, το στον εν. και οἵ, αἵ, τά στον πληθ. (<b>βλ. λ.</b> ὅς, ἥ, ὅ). Στη Μυκηναϊκή, [[τέλος]], μαρτυρείται τ. toi της δοτ. του άρθρου με δεικτική σημ.].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=‘prothetic,’ as in [[ὄβριμος]], [[ὀμίχλη]], [[ὄνομα]]; ‘copulative,’ as in [[ὄπατρος]], οἰετής.
|auten=‘prothetic,’ as in [[ὄβριμος]], [[ὀμίχλη]], [[ὄνομα]]; ‘copulative,’ as in [[ὄπατρος]], οἰετής.
}}
}}