τυρεύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[τυρός]]<br /><b>μτφ.</b> (με κακή σημ.) [[επινοώ]] τεχνάσματα, [[μηχανεύομαι]] (α. «φατριάζοντας ἢ κατασκευὰς τυρεύοντας ἐπισκόπους», Θεοδώρ.<br />β. «κακὸν ἐμοὶ μέγα τυρεύων», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(με απρμφ.) <b>μτφ.</b> [[ραδιουργώ]] αποσκοπώντας σε [[κάτι]] («εἰ ἄμυναν ἐκεῖνος μελετᾱ καὶ τίσασται τυρεύει καὶ κακὸν ἀνταποδοῦν
|mltxt=ΜΑ [[τυρός]]<br /><b>μτφ.</b> (με κακή σημ.) [[επινοώ]] τεχνάσματα, [[μηχανεύομαι]] (α. «φατριάζοντας ἢ κατασκευὰς τυρεύοντας ἐπισκόπους», Θεοδώρ.<br />β. «κακὸν ἐμοὶ μέγα τυρεύων», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />(με απρμφ.) <b>μτφ.</b> [[ραδιουργώ]] αποσκοπώντας σε [[κάτι]] («εἰ ἄμυναν ἐκεῖνος μελετᾱ καὶ τίσασται τυρεύει καὶ κακὸν ἀνταποδοῦν
αι κακοῡ», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρασκευάζω]], [[πήζω]] [[τυρί]] («τυρεύεται τὸ [[γάλα]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[αναμιγνύω]], [[ανακατεύω]] («τυρεύειν<br />κυκᾱν, και ταράττειν», <b>Ησύχ.</b>).
αι κακοῦ», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρασκευάζω]], [[πήζω]] [[τυρί]] («τυρεύεται τὸ [[γάλα]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[αναμιγνύω]], [[ανακατεύω]] («τυρεύειν<br />κυκᾱν, και ταράττειν», <b>Ησύχ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm