Anonymous

τυρεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τῡρεύω''': μέλλ. -εύσω, (τυρὸς) ὡς τὸ [[τυρόω]], πηγνύω τὸ [[γάλα]] καὶ ποιῶ τυρόν, Α. Β. 308, 13, πρβλ. [[τυρέω]]. - Παθ., τυρεύεται τὸ [[γάλα]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 14· καὶ ἀπροσ., τυρεύεται [[αὐτόθι]] 6. ΙΙ. μεταφορ., ἀναμιγνύω ὡς [[μετὰ]] τυροῦ, [[κατασκευάζω]] μᾶζαν ἢ [[μῖγμα]] ἔκ τινος, [[συγχέω]], συνταράττω, ὡς τὸ [[τυρβάζω]], καὶ [[κυκάω]], Δημ. 436. 5· πρβλ. [[τυρόω]] Ι. 2. 2) ἀναμιγνύω [[μετὰ]] δόλου καὶ πανουργίας, μηχανῶμαι, τεχνάζομαι, κακόν τινι τρ. Λουκ. Ὄνος 31· θάνατόν τινι Ἐκκλ.· μετ’ ἀπαρ., ῥᾳδιουργῶ μὲ σκοπὸν νά..., Εὐστ. Πονημάτ. 103. 33, πρβλ. Casaub. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 479. - Παθ., ἡ ἐπί τινι τυρευθεῖσα ἐπιβουλὴ Φίλων 2. 66.
|lstext='''τῡρεύω''': μέλλ. -εύσω, (τυρὸς) ὡς τὸ [[τυρόω]], πηγνύω τὸ [[γάλα]] καὶ ποιῶ τυρόν, Α. Β. 308, 13, πρβλ. [[τυρέω]]. - Παθ., τυρεύεται τὸ [[γάλα]] Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 14· καὶ ἀπροσ., τυρεύεται [[αὐτόθι]] 6. ΙΙ. μεταφορ., ἀναμιγνύω ὡς μετὰ τυροῦ, [[κατασκευάζω]] μᾶζαν ἢ [[μῖγμα]] ἔκ τινος, [[συγχέω]], συνταράττω, ὡς τὸ [[τυρβάζω]], καὶ [[κυκάω]], Δημ. 436. 5· πρβλ. [[τυρόω]] Ι. 2. 2) ἀναμιγνύω μετὰ δόλου καὶ πανουργίας, μηχανῶμαι, τεχνάζομαι, κακόν τινι τρ. Λουκ. Ὄνος 31· θάνατόν τινι Ἐκκλ.· μετ’ ἀπαρ., ῥᾳδιουργῶ μὲ σκοπὸν νά..., Εὐστ. Πονημάτ. 103. 33, πρβλ. Casaub. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 479. - Παθ., ἡ ἐπί τινι τυρευθεῖσα ἐπιβουλὴ Φίλων 2. 66.
}}
}}
{{bailly
{{bailly