3,276,901
edits
m (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀϊζυρός]] και, αττ. τ., οἰζυρός, -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> (συν. στον <b>Ομ.</b>) [[άθλιος]], [[αξιολύπητος]], [[δυστυχής]]<br /><b>2.</b> γενική [[προσωνυμία]] τών θνητών («[[Ἄρης]] ἀλεγεινὸς ὀϊζυροῑσι βροτοῖσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (μτφ. και για πράγματα ή για καταστάσεις) αυτός που προκαλεί [[δυστυχία]], [[ταλαιπωρία]] (α. «παύσασθαι | |mltxt=[[ὀϊζυρός]] και, αττ. τ., οἰζυρός, -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> (συν. στον <b>Ομ.</b>) [[άθλιος]], [[αξιολύπητος]], [[δυστυχής]]<br /><b>2.</b> γενική [[προσωνυμία]] τών θνητών («[[Ἄρης]] ἀλεγεινὸς ὀϊζυροῑσι βροτοῖσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> (μτφ. και για πράγματα ή για καταστάσεις) αυτός που προκαλεί [[δυστυχία]], [[ταλαιπωρία]] (α. «παύσασθαι ὀϊζυροῦ πολέμοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὀϊζυρὸς [[γόος]]», <b>Ομ. Οδ.</b><br />γ. «ἐξ ὀϊζυρῆς ἐργασίης», <b>Ανθ. Παλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀϊζυρῶς</i> (Α)<br />αθλίως, ελεεινώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀϊζύς]] «[[αθλιότητα]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] –<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> [[ισχύς]]: [[ισχυρός]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |