ὀϊζυρός

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀϊζῡρός Medium diacritics: ὀϊζυρός Low diacritics: οϊζυρός Capitals: ΟΪΖΥΡΟΣ
Transliteration A: oïzyrós Transliteration B: oizyros Transliteration C: oizyros Beta Code: o)i+zuro/s

English (LSJ)

Att. οἰζυρός (trisyll.), ά, όν, woeful, miserable, in Hom. mostly of persons, Il.1.417, al.; ὀϊζυροῖσι βροτοῖσιν 13.569, cf. Od.4.197; ᾠζύρ' you wretch! Ar.Av.1641: less freq. of actions, conditions, etc., toilsome, dreary, παύσασθαι ὀϊζυροῦ πολέμοιο Il.3.112; παύσατ' ὀϊζυροῖο γόοιο Od.8.540; ὀϊζυραὶ νύκτες 11.182, etc.; also, sorry, wretched, poor, κώμη Hes.Op.639; διαίτην ἔχειν ὀϊζυρήν Hdt.9.82. Adv. ὀϊζυρῶς Q.S.3.363.—Not used by Trag., nor in early Att. Prose. [ὀϊζῡ- in Hom. (v. supr.); οἰζῠ- in Att., Ar.Nu.655, Av.1641, V.1504, 1514, Lys.948: Comp. ὀϊζῡρώτερος Il.17.446: Sup. ὀϊζῡρώτατος Od.5.105.]

German (Pape)

[Seite 298] att. οἰζυρός, jammervoll, elend, unglücklich; von Menschen, ἅμα τ' ὠκύμορος καὶ ὀϊζυρὸς περὶ πάντων, Il. 1, 417, oft allgemeines Beiwort der Sterblichen, ὀϊζυροὶ βροτοί, 13, 569 Od. 4, 197; von Sachen, wie πόλεμος, Il. 3, 112, γόος, Od. 8, 540, νύκτες, 11, 182 u. öfter, traurige Nächte; κώμη, ein trauriger Wohnort, Hes. O. 641; Ar. s. unten; ὀϊζυρὴν ἔχοντες διαίτην, Her. 9, 82; Sp. – Adv. ὀϊζυρῶς, Qu. Sm. 3, 363. 481. – Bei Hom. ist υ stets lang, bei Ar. in der dreisylbigen Form immer kurz, Nubb. 645 Vesp. 1504. 1514 Av. 1641 Lys. 948. Daher heißt wohl der compar. bei Hom. unregelmäßig ὀϊζυρώτερον, Il. 17, 446, wie der superl. ὀϊζυρώτατος, Od. 5, 105.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
lamentable, pénible;
Cp. οἰζυρώτερος, Sp. οἰζυρώτατος.
Étymologie: οἰζύς.

Russian (Dvoretsky)

ὀϊζῡρός: атт. οἰζῠρός 3
1 злополучный, несчастный (βροτοί Hom.);
2 печальный, горестный, скорбный (γόος, νύκτες Hom.);
3 неприятный, тягостный (κώμη Hes.; πόλεμος Hom.);
4 скудный, жалкий (δίαιτα Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀϊζῡρός: Ἀττ. οἰζῠρός, (ὡς τρισύλλ., ἴδε ἐν τέλ.), ά, όν· - ἄθλιος, ἀξιολύπητος, ἀξιοδάκρυτος, ἐλεεινός, παρ’ Ὁμ., τὸ πλεῖστον ἐπὶ προσώπων· ὡσαύτως ὡς γενικὸν ἐπίθετον τῶν θνητῶν, Ἄρης ἀλεγεινὸς ὀϊζυροῖσι βροτοῖσιν Ἰλ. Ν. 569, πρβλ. Ὀδ. Δ. 197· σπανιώτερον ἐπὶ ἐνεργειῶν, καταστάσεων, κτλ. κοπιώδης, ἀνιαρός, χαλεπός, παύσασθαι ὀϊζυροῦ πολέμοιο Ἰλ. Γ. 112· παύσατ’ ὀϊζυροῖο γόοιο Ὀδ. Θ. 540· νύκτες ὀϊζυραὶ Λ. 182, κτλ· ὡσαύτως, δυστυχής, ἄθλιος, ἐλεινός, κώμη Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 637· ὀϊζυρὴν ἔχει δίαιταν Ἡρόδ. 9. 82· πρβλ. ὀΐζυος· - Ἐπίρρ. -ρῶς, Κόϊντ. Σμ. 3. 363.
Ἄχρηστον παρὰ τοῖς Τραγ. καὶ τοῖς δοκίμοις τῶν πεζῶν. [Ἄν καὶ πάντοτε ὁ Ὅμ. ἔχει ῡ, ὅμως σχηματίζει τὸ συγκρ. καὶ ὑπερθ. χάριν τοῦ μέτρου, ὀϊζῡρώτερος, -ώτατος, ἀντὶ -ότερος, -ότατος, ὡς κακοξεινώτερος, λᾱρώτατος, Ἰλ. Ρ. 446, Ὀδ. Ε. 105˙ ― ὁ Ἀριστοφ. ἀείποτε ἔχει οἰζῠρός, Νεφ. 655, Ὄρν. 1641, Σφ. 1504, 1514, Λυσ. 948, ― ἡ ποσότης αὕτη ἰδιάζει ἴσως εἰς τὸν τρισύλλ. τύπον.]

Greek Monolingual

ὀϊζυρός και, αττ. τ., οἰζυρός, -ά, -όν (Α)
1. (συν. στον Ομ.) άθλιος, αξιολύπητος, δυστυχής
2. γενική προσωνυμία τών θνητών («Ἄρης ἀλεγεινὸς ὀϊζυροῖσι βροτοῖσιν», Ομ. Ιλ.)
3. (μτφ. και για πράγματα ή για καταστάσεις) αυτός που προκαλεί δυστυχία, ταλαιπωρία (α. «παύσασθαι ὀϊζυροῦ πολέμοιο», Ομ. Ιλ.
β. «ὀϊζυρὸς γόος», Ομ. Οδ.
γ. «ἐξ ὀϊζυρῆς ἐργασίης», Ανθ. Παλ.).
επίρρ...
ὀϊζυρῶς (Α)
αθλίως, ελεεινώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊζύς «αθλιότητα» + επίθημαρός (πρβλ. ισχύς: ισχυρός)].

Greek Monotonic

ὀϊζῡρός: Αττ. οἰζῠρός (ως τρισύλ.), -ά, -όν, δυστυχής, άθλιος, αξιολύπητος, ελεεινός, ταλαίπωρος, σε Όμηρ.· αναφερόμενο σε περιστάσεις, ταραχώδης, φοβερός, δύσκολος, στον ίδ.· επίσης, εξαθλιωμένος, κακόμοιρος, δυστυχής, σε Ηρόδ. (παρότι ο Όμηρος έχει , σχηματίζει συγκρ. και υπερθ., χάριν του μέτρου, ὀϊζυρώτερος, -ώτατος αντί -ότερος, -ότατος).

Translations

toilsome

Bulgarian: тежък, уморителен, труден, напрегнат; Catalan: laboriós; Czech: pracný; Dutch: bewerkelijk, arbeidsintensief, laborieus; Faroese: stríggin, strævin, striltin, tungur; French: laborieux; German: arbeitsintensiv, mühselig, mühsam, anstrengend, schwer; Ancient Greek: ἀτμένιος, βαρύμοχθος, διάπονος, δυσπονής, δύσπονος, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐπίμοχθος, ἐπίπονος, εὔπονος, καματηρός, καματῶδες, καματώδης, μογερός, ὀιζυρός, ὀϊζυρός, πολύμοχθος, πολύπονος, πονηρός, πονικός, πονόεις, ταλαπενθής, φιλόπονος; Irish: saothrach; Italian: laborioso; Latin: laboriosus; Old English: earfoþe; Polish: pracochłonny, mozolny; Portuguese: laborioso, trabalhoso; Romanian: laborios; Russian: трудоёмкий, трудный, тяжёлый, напряжённый, утомительный; Spanish: laborioso; Swedish: mödosam, tung