ὀφρύς: Difference between revisions

No change in size ,  13 June 2022
m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
mNo edit summary
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 18: Line 18:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὀφρῦς]] και [[ὀφρύς]])<br /><b>1.</b> το [[έπαρμα]] που βρίσκεται [[πάνω]] από την οφθαλμική [[κόγχη]] [[μαζί]] με το τοξοειδές τριχωτό [[δέρμα]] που το καλύπτει, το [[φρύδι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[οφρύς]] λόφου [ή όρους]» — το [[χείλος]] γκρεμού, και, γενικά, το [[κράσπεδο]] οποιουδήποτε υψώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(τοπογρ.)</b> η χαρακτηριστική [[καμπύλη]] ενός υψώματος ή όρους η οποία διαχωρίζει το ανώτερο [[μέρος]] του, δηλ. την [[κορυφή]], από τον κορμό του, δηλ. τις πλαγιές του<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> ο [[γεωμετρικός]] [[τόπος]] τών σημείων τών κλιτύων, από όπου αποκαλύπτεται στα μάτια του παρατηρητή [[ολόκληρο]] το [[έδαφος]] [[μέχρι]] τις υπώρειες<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> [[νέφος]] με σκούρο [[χρώμα]] που εμφανίζεται στον ορίζοντα προμηνύοντας σφοδρή [[καταιγίδα]]<br /><b>4.</b> <b>ωκεαν.</b> η [[γραμμή]] στην οποία περατώνεται [[προς]] τα [[επάνω]] η [[χαίτη]] [[κάθε]] κύματος και η οποία εκτείνεται σε όλο το [[μήκος]] του<br /><b>5.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[ορχιδίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταφρόνηση]], [[έπαρση]], [[υπεροψία]]<br /><b>2.</b> [[κρηπίδωμα]], [[ανάχωμα]] («ὀφρὺς [[ἀπότομος]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> απότομη όχθη ποταμού («ἐπ' ὀφρύων ποταμοῡ», πάπ.)<br /><b>4.</b> [[επιστύλιο]]<br /><b>5.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) η [[παραλία]] («ἐπ' ὀφρύσιν αἰγιαλοῑο», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>6.</b> [[είδος]] φυτού<br /><b>7.</b> [[συχνά]] χρησιμοποιείται [[μαζί]] με το ρ. [[νεύω]] προκειμένου να δηλωθεί [[συναίσθημα]], ευχάριστο ή δυσάρεστο, ή [[συναίνεση]] σχετικά με κάποιο [[συμβάν]] (α. «ἀνὰ δ' ὀφρύσι νεῡον ἑκάστῳ», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «τὰς ὀφρῡς ἀνεσπακὼς [[ὥσπερ]] τι δεινὸν ἀγγελῶν», <b>Αριστοφ.</b><br />γ. «τὰς ὀφρῡς συνήγομεν κἀποιοῡμεν [[δεινά]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «καταβαλεῖν, λῡσαι, μεθεῖναι τὰς ὀφρῡς» — [[χαλαρώνω]] τα φρύδια μου, [[ηρεμώ]] ή [[αποκτώ]] χαρούμενη [[έκφραση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ὀφρύς]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhr</i><i>ū</i>- «[[φρύδι]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>bhr</i><i>ū</i><i>h</i>, αρχ. ιρλδ. <i>forbru</i>, αγγλοσαξ. <i>br</i><i>ū</i> (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>brow</i>, γερμ. <i>Braue</i>), όπως και με τ. που εμφανίζουν διαφορετικά επιθήματα (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>brŭvi</i>, λιθουαν. <i>bruvis</i>, αρχ. νορβ. <i>br</i><i>ū</i><i>n</i>, αβεστ. <i>brvat</i>-, μακεδονικό <i>ἀβροῦτες</i><br />[[ὀφρῦς]]). Το αρκτικό ὀτου τ. [[ὀφρύς]] αποτελεί, [[κατά]] μία [[άποψη]], προθεματικό [[φωνήεν]] (<b>πρβλ.</b> και τον τ. <i>ἀβροῦτες</i>). Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], η οποία στηρίζεται στην [[παρουσία]] σε άλλες γλώσσες ορισμένων σύνθ. τ. (<b>πρβλ.</b> αγγλ. [[eyebrow]], γερμ. [[Αugebrauen]]), η λ. [[ὀφρύς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ὀπφρυς</i>) [[είναι]] σύνθ. με α' συνθετικό το θ. <i>ὀπ</i> του [[ὄπωπα]] (<b>πρβλ.</b> <i>όμμα</i>). Η λ. [[ὀφρύς]] απαντά στα ανθρωπωνύμια <i>Ὀφρυάδας</i>, <i>Ὄφρυλλος</i> και πιθ. στο μυκηναϊκό <i>reukoroopu</i><sub>2</sub><i>ru</i> = <i>Λευκό</i>-<i>οφρυς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[οφρυάζω]], [[οφρυαία]], [[οφρυγνά]], [[οφρύη]], [[οφρυόεις]], [[οφρυούμαι]], [[οφρυώ]], [[οφρυώδης]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>οφρύδιον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ὀφρυανασπασίδης]], [[ὀφρύκνηστον]], [[ὀφρυόσκιος]]. (Β' συνθετικό) [[λεύκοφρυς]], [[σύνοφρυς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀντόφρυς]], [[δάσοφρυς]], [[ἔνοφρυς]], [[εύοφρυς]], [[ίσοφρυς]], [[κυάνοφρυς]], [[λασίοφρυς]], [[λυκόφρυς]], [[μελάνοφρυς]], [[μέσοφρυς]], [[μίξοφρυς]], [[υπέροφρυς]], [[χρύσοφρυς]].
|mltxt=η (Α [[ὀφρῦς]] και [[ὀφρύς]])<br /><b>1.</b> το [[έπαρμα]] που βρίσκεται [[πάνω]] από την οφθαλμική [[κόγχη]] [[μαζί]] με το τοξοειδές τριχωτό [[δέρμα]] που το καλύπτει, το [[φρύδι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[οφρύς]] λόφου [ή όρους]» — το [[χείλος]] γκρεμού, και, γενικά, το [[κράσπεδο]] οποιουδήποτε υψώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(τοπογρ.)</b> η χαρακτηριστική [[καμπύλη]] ενός υψώματος ή όρους η οποία διαχωρίζει το ανώτερο [[μέρος]] του, δηλ. την [[κορυφή]], από τον κορμό του, δηλ. τις πλαγιές του<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> ο [[γεωμετρικός]] [[τόπος]] τών σημείων τών κλιτύων, από όπου αποκαλύπτεται στα μάτια του παρατηρητή [[ολόκληρο]] το [[έδαφος]] [[μέχρι]] τις υπώρειες<br /><b>3.</b> <b>ναυτ.</b> [[νέφος]] με σκούρο [[χρώμα]] που εμφανίζεται στον ορίζοντα προμηνύοντας σφοδρή [[καταιγίδα]]<br /><b>4.</b> <b>ωκεαν.</b> η [[γραμμή]] στην οποία περατώνεται [[προς]] τα [[επάνω]] η [[χαίτη]] [[κάθε]] κύματος και η οποία εκτείνεται σε όλο το [[μήκος]] του<br /><b>5.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[ορχιδίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταφρόνηση]], [[έπαρση]], [[υπεροψία]]<br /><b>2.</b> [[κρηπίδωμα]], [[ανάχωμα]] («ὀφρὺς [[ἀπότομος]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> απότομη όχθη ποταμού («ἐπ' ὀφρύων ποταμοῦ», πάπ.)<br /><b>4.</b> [[επιστύλιο]]<br /><b>5.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) η [[παραλία]] («ἐπ' ὀφρύσιν αἰγιαλοῑο», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>6.</b> [[είδος]] φυτού<br /><b>7.</b> [[συχνά]] χρησιμοποιείται [[μαζί]] με το ρ. [[νεύω]] προκειμένου να δηλωθεί [[συναίσθημα]], ευχάριστο ή δυσάρεστο, ή [[συναίνεση]] σχετικά με κάποιο [[συμβάν]] (α. «ἀνὰ δ' ὀφρύσι νεῡον ἑκάστῳ», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «τὰς ὀφρῡς ἀνεσπακὼς [[ὥσπερ]] τι δεινὸν ἀγγελῶν», <b>Αριστοφ.</b><br />γ. «τὰς ὀφρῡς συνήγομεν κἀποιοῦμεν [[δεινά]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «καταβαλεῖν, λῡσαι, μεθεῖναι τὰς ὀφρῡς» — [[χαλαρώνω]] τα φρύδια μου, [[ηρεμώ]] ή [[αποκτώ]] χαρούμενη [[έκφραση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ὀφρύς]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bhr</i><i>ū</i>- «[[φρύδι]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>bhr</i><i>ū</i><i>h</i>, αρχ. ιρλδ. <i>forbru</i>, αγγλοσαξ. <i>br</i><i>ū</i> (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>brow</i>, γερμ. <i>Braue</i>), όπως και με τ. που εμφανίζουν διαφορετικά επιθήματα (<b>πρβλ.</b> αρχ. σλαβ. <i>brŭvi</i>, λιθουαν. <i>bruvis</i>, αρχ. νορβ. <i>br</i><i>ū</i><i>n</i>, αβεστ. <i>brvat</i>-, μακεδονικό <i>ἀβροῦτες</i><br />[[ὀφρῦς]]). Το αρκτικό ὀτου τ. [[ὀφρύς]] αποτελεί, [[κατά]] μία [[άποψη]], προθεματικό [[φωνήεν]] (<b>πρβλ.</b> και τον τ. <i>ἀβροῦτες</i>). Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], η οποία στηρίζεται στην [[παρουσία]] σε άλλες γλώσσες ορισμένων σύνθ. τ. (<b>πρβλ.</b> αγγλ. [[eyebrow]], γερμ. [[Αugebrauen]]), η λ. [[ὀφρύς]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ὀπφρυς</i>) [[είναι]] σύνθ. με α' συνθετικό το θ. <i>ὀπ</i> του [[ὄπωπα]] (<b>πρβλ.</b> <i>όμμα</i>). Η λ. [[ὀφρύς]] απαντά στα ανθρωπωνύμια <i>Ὀφρυάδας</i>, <i>Ὄφρυλλος</i> και πιθ. στο μυκηναϊκό <i>reukoroopu</i><sub>2</sub><i>ru</i> = <i>Λευκό</i>-<i>οφρυς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[οφρυάζω]], [[οφρυαία]], [[οφρυγνά]], [[οφρύη]], [[οφρυόεις]], [[οφρυούμαι]], [[οφρυώ]], [[οφρυώδης]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>οφρύδιον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ὀφρυανασπασίδης]], [[ὀφρύκνηστον]], [[ὀφρυόσκιος]]. (Β' συνθετικό) [[λεύκοφρυς]], [[σύνοφρυς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀντόφρυς]], [[δάσοφρυς]], [[ἔνοφρυς]], [[εύοφρυς]], [[ίσοφρυς]], [[κυάνοφρυς]], [[λασίοφρυς]], [[λυκόφρυς]], [[μελάνοφρυς]], [[μέσοφρυς]], [[μίξοφρυς]], [[υπέροφρυς]], [[χρύσοφρυς]].
}}
}}
{{elru
{{elru