άκατος: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι"
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (και σπάνια, ο) (Α [[ἄκατος]])<br />μικρό [[σκάφος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ελαφρό [[πλοίο]]<br />«ἐν τῇσι σιταγωγοῑσι ἀκάτοισι» (<b>Ηρόδ.</b> 7. 186)<br /><b>2.</b> [[πλοίο]] γενικά<br />«ποντοπόρους θοὰς ἀκάτους» (<b>Ευρ.</b> <i>Εκ</i>. 446)<br /><b>3.</b> [[είδος]] ποτηριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Αναπόδεικτη [[είναι]] η δυνατή ίσως [[σύνδεση]] της λ. με τη [[ρίζα]] <i>ἀκ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ἀκή</i>) <span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>ak</i>- «[[οξύς]], [[μυτερός]]». Πιθανή [[είναι]] [[ακόμη]] η [[σύνδεση]] της λ. με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[κητήνη]]<br />«[[πλοῖον]] μέγα ὡς [[κῆτος]]». Πιθανότερο όμως φαίνεται ότι [[είναι]] [[δάνειο]] της Ελληνικής, εφόσον [[μάλιστα]] πρόκειται για τεχνικό όρο].
|mltxt=η (και σπάνια, ο) (Α [[ἄκατος]])<br />μικρό [[σκάφος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ελαφρό [[πλοίο]]<br />«ἐν τῇσι σιταγωγοῖσι ἀκάτοισι» (<b>Ηρόδ.</b> 7. 186)<br /><b>2.</b> [[πλοίο]] γενικά<br />«ποντοπόρους θοὰς ἀκάτους» (<b>Ευρ.</b> <i>Εκ</i>. 446)<br /><b>3.</b> [[είδος]] ποτηριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Αναπόδεικτη [[είναι]] η δυνατή ίσως [[σύνδεση]] της λ. με τη [[ρίζα]] <i>ἀκ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ἀκή</i>) <span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>ak</i>- «[[οξύς]], [[μυτερός]]». Πιθανή [[είναι]] [[ακόμη]] η [[σύνδεση]] της λ. με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[κητήνη]]<br />«[[πλοῖον]] μέγα ὡς [[κῆτος]]». Πιθανότερο όμως φαίνεται ότι [[είναι]] [[δάνειο]] της Ελληνικής, εφόσον [[μάλιστα]] πρόκειται για τεχνικό όρο].
}}
}}