άκατος
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
Greek Monolingual
η (και σπάνια, ο) (Α ἄκατος)
μικρό σκάφος
αρχ.
1. ελαφρό πλοίο
«ἐν τῇσι σιταγωγοῖσι ἀκάτοισι» (Ηρόδ. 7. 186)
2. πλοίο γενικά
«ποντοπόρους θοὰς ἀκάτους» (Ευρ. Εκ. 446)
3. είδος ποτηριού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Αναπόδεικτη είναι η δυνατή ίσως σύνδεση της λ. με τη ρίζα ἀκ- (πρβλ. ἀκή) < ΙΕ ak- «οξύς, μυτερός». Πιθανή είναι ακόμη η σύνδεση της λ. με τη γλώσσα του Ησυχίου κητήνη
«πλοῖον μέγα ὡς κῆτος». Πιθανότερο όμως φαίνεται ότι είναι δάνειο της Ελληνικής, εφόσον μάλιστα πρόκειται για τεχνικό όρο].