πελάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῑς" to "οῖς"
mNo edit summary
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br /><b>παροιμ. φρ.</b> «[[ὅμοιος]] ὁμοίῶ ἀεὶ πελάζει» — ο [[άνθρωπος]] αρέσκεται εκ φύσεως να συναναστρέφεται με τους ομοίους του (η [[φράση]] από το πλατωνικό «ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει», Συμπ. 195 Β)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] [[κοντά]], [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]] («ἐντὸς γὰρ πολλοῦ χωρίου τῆς πόλεως οὐκ ἦν πελάσαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] [[κοντά]], [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] να έλθει [[κοντά]], να πλησιάσει («νευρὴν μὲν μαζῷ πέλασεν τόξῳ δὲ [[σίδηρον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πλησιάζω]] [[γυναίκα]] για [[συνουσία]]<br />(το παθ.) <i>πελάζομαι</i><br />(για [[γυναίκα]]) πλησιάζομαι από άνδρα για [[συνουσία]], για σαρκική [[μίξη]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] [[προς]] τον εαυτό μου για ωφέλειά μου<br /><b>5.</b> (παθ. με ενεργ. αμτβ. σημ.) [[πλησιάζω]] («πελάζομαι χθονί» — [[πλησιάζω]] στη γη, [[πέφτω]] [[κάτω]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ [[ὕδωρ]] εἰς τὸ θερμὸν πελάζει» — το [[νερό]] [[πάει]] να γίνει ζεστό, [[είναι]] χλιαρό<br />β) «[[πελάζω]] θαλάσσῃ [[στῆθος]]» — [[κολυμπώ]]<br />γ) «[[ζεύγλη]] [[πελάζω]] βοῦν» — [[φέρνω]] [[βόδι]] [[κάτω]] από τον [[ζυγό]], [[ζευγνύω]]<br />δ) «δεσμοῑς τινα [[πελάζω]]» — [[καθιστώ]] κάποιον δεσμώτη<br />ε) «βρόχῳ δέρην [[πελάζω]]» — [[απαγχονίζω]]<br />στ) «[[πελάζω]] τινὰ χθονί» — [[σκοτώνω]], [[φονεύω]] κάποιον<br />ζ) «[[πελάζω]] τινὰ ὀδύναις» — [[κάνω]] κάποιον να πονέσει, να δυστυχήσει<br />η) «κράτει τινὰ [[πελάζω]]» — [[κάνω]] κάποιον να νικήσει<br />θ) «βορέᾳ [[σῶμα]] [[πελάζω]]» — [[εκθέτω]] το [[σώμα]] στον βορρά<br />ι) «[[ἔπος]] ἀδάμαντι [[πελάζω]]» — [[καθιστώ]] τον λόγο ισχυρό όπως το [[διαμάντι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πελάζω]] έχει σχηματιστεί από τον αρχ. σιγματικό αόρ. <i>πελά</i>-<i>σ</i>(<i>σ</i>)<i>αι</i>, που εμφανίζει την απαθή [[κατά]] το πρώτο [[φωνήεν]] και συνεσταλμένη [[κατά]] το δεύτερο [[βαθμίδα]] της δισύλλαβης ρίζας <i>πελᾱ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[πέλας]])].
|mltxt=ΝΑ<br /><b>παροιμ. φρ.</b> «[[ὅμοιος]] ὁμοίῶ ἀεὶ πελάζει» — ο [[άνθρωπος]] αρέσκεται εκ φύσεως να συναναστρέφεται με τους ομοίους του (η [[φράση]] από το πλατωνικό «ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει», Συμπ. 195 Β)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] [[κοντά]], [[προσεγγίζω]], [[πλησιάζω]] («ἐντὸς γὰρ πολλοῦ χωρίου τῆς πόλεως οὐκ ἦν πελάσαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] [[κοντά]], [[κάνω]] κάποιον ή [[κάτι]] να έλθει [[κοντά]], να πλησιάσει («νευρὴν μὲν μαζῷ πέλασεν τόξῳ δὲ [[σίδηρον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πλησιάζω]] [[γυναίκα]] για [[συνουσία]]<br />(το παθ.) <i>πελάζομαι</i><br />(για [[γυναίκα]]) πλησιάζομαι από άνδρα για [[συνουσία]], για σαρκική [[μίξη]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] [[προς]] τον εαυτό μου για ωφέλειά μου<br /><b>5.</b> (παθ. με ενεργ. αμτβ. σημ.) [[πλησιάζω]] («πελάζομαι χθονί» — [[πλησιάζω]] στη γη, [[πέφτω]] [[κάτω]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ [[ὕδωρ]] εἰς τὸ θερμὸν πελάζει» — το [[νερό]] [[πάει]] να γίνει ζεστό, [[είναι]] χλιαρό<br />β) «[[πελάζω]] θαλάσσῃ [[στῆθος]]» — [[κολυμπώ]]<br />γ) «[[ζεύγλη]] [[πελάζω]] βοῦν» — [[φέρνω]] [[βόδι]] [[κάτω]] από τον [[ζυγό]], [[ζευγνύω]]<br />δ) «δεσμοῖς τινα [[πελάζω]]» — [[καθιστώ]] κάποιον δεσμώτη<br />ε) «βρόχῳ δέρην [[πελάζω]]» — [[απαγχονίζω]]<br />στ) «[[πελάζω]] τινὰ χθονί» — [[σκοτώνω]], [[φονεύω]] κάποιον<br />ζ) «[[πελάζω]] τινὰ ὀδύναις» — [[κάνω]] κάποιον να πονέσει, να δυστυχήσει<br />η) «κράτει τινὰ [[πελάζω]]» — [[κάνω]] κάποιον να νικήσει<br />θ) «βορέᾳ [[σῶμα]] [[πελάζω]]» — [[εκθέτω]] το [[σώμα]] στον βορρά<br />ι) «[[ἔπος]] ἀδάμαντι [[πελάζω]]» — [[καθιστώ]] τον λόγο ισχυρό όπως το [[διαμάντι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[πελάζω]] έχει σχηματιστεί από τον αρχ. σιγματικό αόρ. <i>πελά</i>-<i>σ</i>(<i>σ</i>)<i>αι</i>, που εμφανίζει την απαθή [[κατά]] το πρώτο [[φωνήεν]] και συνεσταλμένη [[κατά]] το δεύτερο [[βαθμίδα]] της δισύλλαβης ρίζας <i>πελᾱ</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[πέλας]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm