σπαρτιατικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῑς" to "οῖς"
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σπαρτιατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και σπαρτιάτικος, -η, -ο, Ν [[Σπαρτιάτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[Σπάρτη]] ή στους Σπαρτιάτες (α. «σπαρτιατική [[νομοθεσία]]» β. «ἐν τοῖς Σπαρτιατικοῑς λόγοις... δεδήλωται», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σκληραγωγημένος<br /><b>2.</b> [[ηρωικός]]<br /><b>3.</b> [[ολιγαρκής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σπαρτιάτικα</i> Ν<br /><b>1.</b> με τρόπο που ταιριάζει σε Σπαρτιάτες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ζει σπαρτιάτικα» ή «τήν περνάει σπαρτιάτικα» <br />α) ζει αυστηρό και εγκρατή βίο<br />β) ζει με μεγάλες στερήσεις.
|mltxt=-ή, -ό / [[σπαρτιατικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και σπαρτιάτικος, -η, -ο, Ν [[Σπαρτιάτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[Σπάρτη]] ή στους Σπαρτιάτες (α. «σπαρτιατική [[νομοθεσία]]» β. «ἐν τοῖς Σπαρτιατικοῖς λόγοις... δεδήλωται», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> σκληραγωγημένος<br /><b>2.</b> [[ηρωικός]]<br /><b>3.</b> [[ολιγαρκής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σπαρτιάτικα</i> Ν<br /><b>1.</b> με τρόπο που ταιριάζει σε Σπαρτιάτες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ζει σπαρτιάτικα» ή «τήν περνάει σπαρτιάτικα» <br />α) ζει αυστηρό και εγκρατή βίο<br />β) ζει με μεγάλες στερήσεις.
}}
}}