ἐγγενής: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῑς" to "οῖς"
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐγγενής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[εγχώριος]], [[ντόπιος]] («ἐγγενὴς Θηβαῖος»)<br /><b>2.</b> (για ιδιότητες) [[σύμφυτος]] ή εκ γενετής (α. «[[εγγενής]] [[ανωμαλία]]» β. «εγγενείς δυσχέρειες» γ. «σφίσιν ἐγγενὲς [[ἔμεν]] ἀγαθοῑς» — [[γιατί]] από το [[φυσικό]] τους [[είναι]] γενναίοι)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγγενής]], από την [[ίδια]] [[γενιά]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται σε όλη την [[οικογένεια]] («[[πόνος]] [[ἐγγενής]]», «τἀγγενῆ [[κακά]]»).
|mltxt=-ές (AM [[ἐγγενής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[εγχώριος]], [[ντόπιος]] («ἐγγενὴς Θηβαῖος»)<br /><b>2.</b> (για ιδιότητες) [[σύμφυτος]] ή εκ γενετής (α. «[[εγγενής]] [[ανωμαλία]]» β. «εγγενείς δυσχέρειες» γ. «σφίσιν ἐγγενὲς [[ἔμεν]] ἀγαθοῖς» — [[γιατί]] από το [[φυσικό]] τους [[είναι]] γενναίοι)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγγενής]], από την [[ίδια]] [[γενιά]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται σε όλη την [[οικογένεια]] («[[πόνος]] [[ἐγγενής]]», «τἀγγενῆ [[κακά]]»).
}}
}}
{{lsm
{{lsm