ἐγγενής
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
English (LSJ)
ἐγγενές,
A native, Αἰγύπτιοι Hdt.2.47; opp. μέτοικος, ἐ. Θηβαῖος S.OT452; θεοὺς τοὺς ἐ. gods of the race or of the country, A.Th.582, S.Ant.199, cf. El.428; νόμος J.AJ15.7.10.
2 born of the same race, kindred, S.OT1168, 1506, Inscr.Cos124; ἐγγενὴς κηδεία = connection with a kinsman, E.Supp.134. Adv. ἐγγενῶς = like kinsmen, S.OT1225.
II of qualities, inborn, innate, νοῦς Id.El.1328; σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν ἀεθληταῖς ἀγαθοῖσιν tis in their 'race to be good athletes, Pi.N.10.51; πόνος ἐγγενής = in the family, A.Ch.466 (lyr.); τἀγγενῆ κακά S.OT1430.
III = Lat. ingenuus, PGnom.29.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [plu. nom. no contr. ἐγγενέες Hdt.2.47]
I 1perteneciente o relativo a la familia o linaje, propio de la raza de abstr. πόνος ἐ. dolor por desgracias en la familia A.Ch.466, κακά S.OT 1430, κράτος Pi.N.4.68, οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενές ἔμμεν no es extraño que sea propio de su familia Pi.N.10.51, κηδεία E.Supp.134, νέμεσις Plu.Thes.2, de pers. S.OT 1506, ἐγγενεῖς τοὶ ἀπὸ Ὀνασικλεῦς los descendientes de Onasicles, IC 124 (I a./d.C.)
•de la familia (aunque según cont. tb. del país cf. I 2) θεοί A.Th.582, τις ... ἐ. algún pariente S.OC 1167, op. δοῦλος: κείνου τις ἐ. γεγώς S.OT 1168
•neutr. plu. subst. τὰ ἐγγενῆ = los asuntos de la familia S.Ant.659.
2 originario del país, indígena, nativo de pers. Αἰγύπτιοι ἐγγενέες Hdt.l.c., cf. 4.72, op. ξένος: ἐ. φανήσεται Θηβαῖος S.OT 452, πῶς ξένος σ' ὢν ἔσχεν οὖσαν ἐγγενῆ E.Io 293, cf. 63, Ἀττικοὶ μόνοι δικαίως ἐγγενεῖς αὐτόχθονες Ar.V.1076, οὐκ ὢν ἐπιχώριος ... οὐδ' ἐ. Aeschin.2.22, ἐ. τᾶς πόλιος FD 2.88.4 (III a.C.), (Αἰθίοπες) ἐγγενεῖς ὄντες τῆς χώρας D.S.3.2, cf. 1.69, πολῖται Plu.2.989c, Ῥωμαία ἐνγενής romana de nacimiento, PGnom.84 (II d.C.), δούλη ... ἐ. Αἰγύπτῳ esclava nacida en Egipto, POxy.3477.13 (III d.C.)
•subst. ὁ, ἡ ἐγγενής = nativo, lugareño Hecat.Abd.6.1, op. ὁ ξένος Alex.232.5, cf. Eus.PE 1.2.5, ἡ ξένη Plu.Dio 3
•del país, local νόμος I.AI 15.260.
3 nacido esclavo, hijo de esclavo, esclavo de nacimiento σῶμα ἀνδρεῖον ... τὸ γένος ἐ. FD 2.172.13 (II a.C.), cf. GDI 2092.2 (II a.C.), frec. en inscr. rodias SEG 43.526.48, 52 (Rodas II/I a.C.), Lindos 658.1 (I a./d.C.), Rhodiaka 34, IRhod.Per.603, IG 12(1).483, NSRC 242 (todas heleníst.).
4 innato νοῦς S.El.1328
•congénito Hp. en Gal.19.94.
II adv. ἐγγενῶς = según los vínculos del linaje εἴπερ ἐ. ἔτι τῶν Λαβδακείων ἐντρέπεσθε δωμάτων S.OT 1225.
German (Pape)
[Seite 700] ές, eingeboren, einheimisch, Her. 2, 471 ξένος λόγῳ μέτοικος εἶτα δ' ἐγγενὴς φανήσεται Θηβαῖος Soph. O. R. 452; bes. θεοί, wie ἐγχώριος, Stamm-, Landesgötter, Aesch. Spt. 582; Soph. Ant. 199 u. öfter Tragg.; κῆδος ἐγγενές, angestammt, Aesch. Suppl. 330; πόνος Ch. 466; ἐγγενές ἐστιν αὐτοῖς ἀγαθοῖς εἶναι Pind. N. 10, 51; τὰ ἐγγενῆ, das Verwandte, Soph. Ant. 659; so Gegensatz ἢ δοῦλος ἢ κείνου τις ἐγγενής O. R. 1168; angeboren, νοῦς Soph. El. 1328. – Adv. ἐγγενῶς, Soph. O. R. 1225. – Bei B. A. 187. 259 ἀστός erkl.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 indigène, national;
2 de la même race, de la même famille;
3 inné, naturel.
Étymologie: ἐν, γένος.
Russian (Dvoretsky)
ἐγγενής:
1 туземный, местный (θεοί Aesch., Soph.): ἐ. κηδεία Eur. внутриплеменной брак;
2 коренной, природный (Θηβαῖος Soph.; πολῖται Plut.);
3 родственный, родной, близкий: κῆδος ἐγγενές Aesch. близкое родство;
4 прирожденный, врожденный (πόνος Aesch.; νοῦς Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγενής: -ές, ὁ ἐντὸς γεννηθείς, εγχώριος, αὐτόχθων, Λατ. indigena, Ἡρόδ. 2. 47· ἀντίθετον τῷ μέτοικος, ἐγγενὴς Θηβαῖος Σοφ. Ο. Τ. 452· θεοὺς τοὺς ἐγγενεῖς, τοὺς θεοὺς τῆς φυλῆς ἢ τῆς χώρας, Αἰσχύλ. Θήβ. 582, κτλ., πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 199, Ἠλ. 428. 2) τοῦ αὐτοῦ γένους, συγγενής, Σοφ. Ο. Τ. 1168, κτλ. (ἐν 1506, ὁ Δινδ. προτείνει ἐκγενεῖς)· ἐγγενὴς κηδεία, σχέσις πρὸς συγγενῆ, Εὐρ. Ἱκ. 134: - Ἐπίρρ. -νῶς = γνησίως, ἢ συγγενικῶς, Σοφ. Ο. Τ. 1225. ΙΙ. ἐπὶ ἰδιοτήτων, ὁ φύσει ἐνών, ἐμπεφυκώς, σύμφυτος, νοῦς Σοφ. Ἠλ. 1328· σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν ἀγαθοῖς, εἶναι ἴδιον τοῦ γένους αὐτῶν νὰ εἶναι ἀγαθοί, Πινδ. Ν. 10. 95· οὕτω, πόνος ἐγγ., οἰκογενειακός, Αἰσχύλ. Χο. 466· τἀγγενῆ κακὰ Σοφ. Ο. Τ. 1430.
English (Slater)
ἐγγενής innate, belonging to one's family [δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγγενὲς αὐτῷ (e Σ Ritterhusius: ἐς γενεὰς codd.: ἐγ γένος Wil.: ἐς γένος Fulv. Orsinus) (N. 4.68) ] οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν ἀεθληταῖς ἀγαθοῖσιν (N. 10.51)
Greek Monolingual
-ές (AM ἐγγενής, -ές)
1. εγχώριος, ντόπιος («ἐγγενὴς Θηβαῖος»)
2. (για ιδιότητες) σύμφυτος ή εκ γενετής (α. «εγγενής ανωμαλία» β. «εγγενείς δυσχέρειες» γ. «σφίσιν ἐγγενὲς ἔμεν ἀγαθοῖς» — γιατί από το φυσικό τους είναι γενναίοι)
αρχ.
1. συγγενής, από την ίδια γενιά
2. αυτός που αναφέρεται σε όλη την οικογένεια («πόνος ἐγγενής», «τἀγγενῆ κακά»).
Greek Monotonic
ἐγγενής: -ές (γί-γνομαι,·
I. 1. έμφυτος, εγγενής, Λατ. indigena, σε Ηρόδ., Αττ.· θεοὶ ἐγγενεῖς, οι θεοί της φυλής ή της χώρας, σε Αισχύλ.
2. αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος με κάποιον άλλο, συγγενικός, σε Σοφ.· επίρρ. -νῶς, όπως οι συγγενείς, συγγενικά, στον ίδ.
II. λέγεται για ιδιότητες, αυτός που είναι έμφυτος, σύμφυτος, σε Τραγ.
Middle Liddell
ἐγ-γενής, ές γίγνομαι
I. inborn, native, Lat. indigena, Hdt., Attic; θεοὶ ἐγγενεῖς gods of the race or country, Aesch.
2. born of the same race, kindred, Soph.: —adv. -νῶς, like kinsmen, Soph.
II. of qualities, inborn, innate, Trag.
English (Woodhouse)
civil, domestic, innate, internecine, implanted by nature, inborn, of the household, opposed to foreign
Translations
congenital
Bulgarian: вроден, по рождение; Catalan: congènit; Chinese Mandarin: 先天; Czech: vrozený; Danish: medfødt; Dutch: aangeboren; Esperanto: denaska; Faroese: viðføddur; Finnish: synnynnäinen; French: congénital; Galician: conxénito; German: angeboren; kongenital; Greek: συγγενής; Ancient Greek: αὐτογενής, γενεθλιάς, ἐγγενής, ἐμφυής, ἔμφυτος, ξυγγενής, ξύμφυτος, ξύντροφος, συγγενής, συγγενικός, σύγγονος, συμφυής, σύμφυτος, σύντροφος; Haitian Creole: konjenital; Hebrew: מולד; Hungarian: veleszületett; Icelandic: meðfæddur; Ido: kunnaskinta; Italian: congenito; Japanese: 先天的; Kurdish Central Kurdish: زکماک; Lithuanian: įgimtas; Manx: dooghyssagh; Norwegian Bokmål: medfødt; Nynorsk: medfødd; Polish: wrodzony; Portuguese: congênito, congénito; Russian: врождённый, конгенитальный; Spanish: congénito; Swedish: medfödd, kongenital; Telugu: పుట్టు; Turkish: konjenital, doğumsal; Ukrainian: вроджений