παρέρχομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "πρᾱγμ" to "πρᾶγμ"
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "πρᾱγμ" to "πρᾶγμ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για χρόνο ή σε [[αναφορά]] με αυτόν) [[περνώ]], [[φεύγω]], [[κυλώ]] (α. «κι αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι...» β. «έπεὰν δὲ παρέλθωσιν αἱ [[ἑβδομήκοντα]] ἡμέραι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για γεγονότα ή καταστάσεις) [[περνώ]] και [[χάνομαι]], εξουδετερώνομαι, δεν [[υπάρχω]] πια (α. «παρήλθε ο [[κίνδυνος]]» β. «παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ [[ποτήριον]] τοῦτο», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[διέρχομαι]] [[κοντά]] από κάποιον ή από [[κάτι]] και απομακρύνομαι, [[προσπερνώ]] («εἴσιδον αὐτοί νῆα παρερχομένην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[παραλείπω]], [[παρασιωπώ]] («[[παρέρχομαι]] τα πικρόχολα σχόλια του»)<br /><b>5.</b> (η μτχ. ουδ. αορ. ως ουσ.) το [[παρελθόν]]<br /><b>βλ.</b> [[παρελθόν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[έρχομαι]] και [[παρέρχομαι]]» — [[παρουσιάζομαι]] με κάποια [[συχνότητα]] [[χωρίς]] όμως να [[επιφέρω]] μόνιμες επιπτώσεις («οι δυσάρεστες καταστάσεις έρχονται και παρέρχονται στη ζωή ενός ανθρώπου»)<br /><b>μσν.</b><br />εξαφανίζομαι, [[σβήνω]] («πῶς ὡς σκιὰ παρέρχεται ἡ [[δόξα]] τῶν ἀνθρώπων», Διήγ. Αχιλλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περνώ]] [[μπροστά]] από [[κάτι]] [[χωρίς]] να δώσω [[προσοχή]], [[αδιαφορώ]] για [[κάτι]] («οὐ... φημι τεόν... βωμὸν νηΐ πολυκλήιδι παρελθέμεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]] από [[κάτι]] («ζῆς παρελθὼν τὴν πεπρωμένην τύχην», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[περνώ]] απαρατήτητος, [[ξεφεύγω]] από την [[προσοχή]] κάποιου<br /><b>4.</b> [[προχωρώ]] και [[φθάνω]] [[κάπου]]<br /><b>5.</b> [[υπερβαίνω]], [[ξεπερνώ]] κάποιον ως [[προς]] [[κάτι]], όπως λ.χ. ως [[προς]] την [[ταχύτητα]], τον δόλο, τον πλούτο ή την [[αναίδεια]] («[[ἕτερος]] ἕτερον ὄλβῳ καὶ δυνάμει παρῆλθεν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με τον νόμο) [[παραβαίνω]], [[καταστρατηγώ]]<br /><b>7.</b> [[διαβαίνω]] την πόρτα και [[προχωρώ]] [[μέσα]], [[εισέρχομαι]]<br /><b>8.</b> [[παρουσιάζομαι]] σε κάποιον για να του μιλήσω<br /><b>9.</b> [[πλησιάζω]], [[έρχομαι]]<br /><b>10.</b> [[παραμελώ]], [[περιφρονώ]] («παρελθὼν θεοὺς ἀπώλεσας πόλιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>μτφ.</b> α) [[καταλήγω]] («ὁδὸς δ' [[ἑτέρηφι]] παρελθεῖν [[κρείσσων]] ἐς τὰ δίκαια», <b>Ησίοδ.</b>)<br />β) [[καταντώ]], [[φθάνω]] σε ορισμένο [[σημείο]] («εἰς παροιμίαν παρῆλθε τὸ πρᾱγμα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>12.</b> (ο παρακμ.) <i>παρελήλυθα</i><br />έχω έλθει, [[είμαι]] [[παρών]]<br /><b>13.</b> (η μτχ. αρσ. παρακμ. ως ουσ.) <i>ὁ παρεληλυθώς</i><br />(ενν. [[χρόνος]]) το [[παρελθόν]]<br /><b>14.</b> (η μτχ. ουδ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ παρεληλυθότα</i><br />τα περασμένα γεγονότα.
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για χρόνο ή σε [[αναφορά]] με αυτόν) [[περνώ]], [[φεύγω]], [[κυλώ]] (α. «κι αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι...» β. «έπεὰν δὲ παρέλθωσιν αἱ [[ἑβδομήκοντα]] ἡμέραι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για γεγονότα ή καταστάσεις) [[περνώ]] και [[χάνομαι]], εξουδετερώνομαι, δεν [[υπάρχω]] πια (α. «παρήλθε ο [[κίνδυνος]]» β. «παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ [[ποτήριον]] τοῦτο», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[διέρχομαι]] [[κοντά]] από κάποιον ή από [[κάτι]] και απομακρύνομαι, [[προσπερνώ]] («εἴσιδον αὐτοί νῆα παρερχομένην», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[παραλείπω]], [[παρασιωπώ]] («[[παρέρχομαι]] τα πικρόχολα σχόλια του»)<br /><b>5.</b> (η μτχ. ουδ. αορ. ως ουσ.) το [[παρελθόν]]<br /><b>βλ.</b> [[παρελθόν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[έρχομαι]] και [[παρέρχομαι]]» — [[παρουσιάζομαι]] με κάποια [[συχνότητα]] [[χωρίς]] όμως να [[επιφέρω]] μόνιμες επιπτώσεις («οι δυσάρεστες καταστάσεις έρχονται και παρέρχονται στη ζωή ενός ανθρώπου»)<br /><b>μσν.</b><br />εξαφανίζομαι, [[σβήνω]] («πῶς ὡς σκιὰ παρέρχεται ἡ [[δόξα]] τῶν ἀνθρώπων», Διήγ. Αχιλλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περνώ]] [[μπροστά]] από [[κάτι]] [[χωρίς]] να δώσω [[προσοχή]], [[αδιαφορώ]] για [[κάτι]] («οὐ... φημι τεόν... βωμὸν νηΐ πολυκλήιδι παρελθέμεν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαφεύγω]], [[ξεφεύγω]] από [[κάτι]] («ζῆς παρελθὼν τὴν πεπρωμένην τύχην», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[περνώ]] απαρατήτητος, [[ξεφεύγω]] από την [[προσοχή]] κάποιου<br /><b>4.</b> [[προχωρώ]] και [[φθάνω]] [[κάπου]]<br /><b>5.</b> [[υπερβαίνω]], [[ξεπερνώ]] κάποιον ως [[προς]] [[κάτι]], όπως λ.χ. ως [[προς]] την [[ταχύτητα]], τον δόλο, τον πλούτο ή την [[αναίδεια]] («[[ἕτερος]] ἕτερον ὄλβῳ καὶ δυνάμει παρῆλθεν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με τον νόμο) [[παραβαίνω]], [[καταστρατηγώ]]<br /><b>7.</b> [[διαβαίνω]] την πόρτα και [[προχωρώ]] [[μέσα]], [[εισέρχομαι]]<br /><b>8.</b> [[παρουσιάζομαι]] σε κάποιον για να του μιλήσω<br /><b>9.</b> [[πλησιάζω]], [[έρχομαι]]<br /><b>10.</b> [[παραμελώ]], [[περιφρονώ]] («παρελθὼν θεοὺς ἀπώλεσας πόλιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>μτφ.</b> α) [[καταλήγω]] («ὁδὸς δ' [[ἑτέρηφι]] παρελθεῖν [[κρείσσων]] ἐς τὰ δίκαια», <b>Ησίοδ.</b>)<br />β) [[καταντώ]], [[φθάνω]] σε ορισμένο [[σημείο]] («εἰς παροιμίαν παρῆλθε τὸ πρᾶγμα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>12.</b> (ο παρακμ.) <i>παρελήλυθα</i><br />έχω έλθει, [[είμαι]] [[παρών]]<br /><b>13.</b> (η μτχ. αρσ. παρακμ. ως ουσ.) <i>ὁ παρεληλυθώς</i><br />(ενν. [[χρόνος]]) το [[παρελθόν]]<br /><b>14.</b> (η μτχ. ουδ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ παρεληλυθότα</i><br />τα περασμένα γεγονότα.
}}
}}
{{lsm
{{lsm