σωτήρ: Difference between revisions

m
Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς"
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σωτήρ''': ῆρος, ὁ, κλητ. σῶτερ (ἴδε κατωτ. 1. 2) ποιητ. σαωτὴρ Σιμων. 128, Καλλ. εἰς Δῆλ. 166· [[ἕτερος]] [[τύπος]] κλητ. σωτῆρε ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1667· (σῴζω). Ὡς καὶ νῦν ὁ σῴζων, ἐλευθερῶν, ἀπαλλάττων, διατηρῶν, μετὰ γεν., σ. ἀνθρώπων, [[νηῶν]] Ὑμν. Ὁμ. 21, 5., 33. 6 τῆς Ἑλλάδος Ἡρόδ. 7. 139· ἑστίας πατρὸς Αἰσχύλ. Χο. 264· ἀλλὰ καὶ μετὰ γεν. ἰσοδυνάμου πρὸς προσδιορισμόν, σ. νόσου, κακῶν, βλάβης, ὁ σῴζων ἀπὸ νόσου, ἀπὸ κακῶν, ἀπὸ βλάβης, Σοφ. Ο. Τ. 304, Εὐρ. Μήδ. 360, Ἡρακλ. 640· πρβλ. Πόρσ. ἐν τῷ εἰς Εὐρ. Ἑκ. προοιμίῳ σ. ΧΧΧΙΙ· σ. τῇ πόλει καὶ νῷν φανεὶς Ἀριστοφ. Ἱππ. 149· σ. δρόμοις ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1161. 2) [[μάλιστα]] ἐπὶ τοῦ [[Διός]], [[Ζεὺς]] Σωτὴρ Πινδ. Ο. 5. 40, Ἀποσπ. 6. 5, Τραγ., κλπ., πρὸς ὃν τὰς εὐχὰς ἀπέτεινον οἱ ἐξ εὐτυχοῦς πλοῦ ὑποστρέφοντες, Donalds. εἰς Πινδ. Ο. 8. 20 (27)· εἰς Δία τὸν Σωτῆρα ἀφιεροῦτο τὸ τρίτον [[ποτήριον]] τοῦ οἴνου, τρίτον Σωτῆρι σπένδειν Πινδ. Ι. 6 (4). 11· τρίτην Διὸς Σωτῆρος εὐκταίαν [[λίβα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 52· Ζεῦ σῶτερ Ἀριστοφ. Θεσμ. 1009, Δείναρχ. 91. 45· ὦ Ζεῦ σῶτερ Φιλήμων ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 21, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 3. 2· ― τὸ πίνειν ἐκ τούτου τοῦ ποτηρίου ἐθεωρεῖτο ὡς [[σύμβολον]] καλῆς τύχης, καὶ τὸ ἐκ τρίτου (ἡ γ΄ φορὰ) κατήντησε νὰ θεωρῆται ὡς αἴσιον καὶ εὐτυχές, Αἰσχύλ. Χο. 1073· [[ὅθεν]] ἡ [[παροιμία]] τὸ τρίτον τῷ σωτῆρι, τὴν τρίτην φορὰν (δηλ. τὴν εὐτυχῆ φοράν), Πλάτ. Πολ. 583Β, Φίληβ. 66D, Χαρμ. 167Α· καὶ αὐτὸς ὁ [[Ζεὺς]] ἐκαλεῖτο [[τρίτος]]· Παλλάδος καὶ Λοξίου [[ἕκατι]] καὶ τοῦ πάντα κραίνοντος τρίτου Αἰσχύλ. Εὐμ. 760, πρβλ. Ἱκ. 26, καὶ ἴδε [[τριτόσπονδος]]· ― ὁμοίως ἐπὶ ἄλλων θεῶν [[οἷον]] τοῦ Ἀπόλλωνος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 512, κτλ.· τοῦ Ἑρμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 2· τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1222, 1755, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῶν Διοσκόρων, [[αὐτόθι]] 489, 1261, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, [[αὐτόθι]] 5877b· κτλ.· ― ἔτι καὶ ἐπὶ θηλ. θεοτήτων, Τύχη [[σωτήρ]], ἀντὶ [[σώτειρα]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 664, Θήβ. 826 (Δινδ.), Σοφ. Ο. Τ. 31· Ἀφροδίτῃ. σωτῆρι Συλλ. Ἐπιγ. 5954· ― [[ὅθεν]] [[καθόλου]], ἐπὶ θεῶν προστατῶν ἢ πολιούχων, Ἡρόδ. 8. 138, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 982, Σοφ. Φιλ. 738· τοῖς ἀποτροπαίοις καὶ σωτῆρσι Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 4. 3) ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ καὶ παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ Κύριος ἡμῶν ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ. ΙΙ. παρὰ ποιηταῖς, ὡς ἐπίθ., σ. ναὸς πρότονος Αἰσχύλ. Ἀγ. 897, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 132· καὶ θηλ. οὐσιαστικοῦ, γονῆς σωτῆρος (ὡς ὁ Herm. ἀντὶ γυνὴ) Αἰσχύλ. Θήβ. 225· σωτῆρες τιμαί, τὸ [[ὑπούργημα]] ἢ [[προνόμιον]] τοῦ σῴζειν, ἐπὶ τῶν Διοσκόρων, Εὐρ. Ἑλ. 993.
|lstext='''σωτήρ''': ῆρος, ὁ, κλητ. σῶτερ (ἴδε κατωτ. 1. 2) ποιητ. σαωτὴρ Σιμων. 128, Καλλ. εἰς Δῆλ. 166· [[ἕτερος]] [[τύπος]] κλητ. σωτῆρε ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1667· (σῴζω). Ὡς καὶ νῦν ὁ σῴζων, ἐλευθερῶν, ἀπαλλάττων, διατηρῶν, μετὰ γεν., σ. ἀνθρώπων, [[νηῶν]] Ὑμν. Ὁμ. 21, 5., 33. 6 τῆς Ἑλλάδος Ἡρόδ. 7. 139· ἑστίας πατρὸς Αἰσχύλ. Χο. 264· ἀλλὰ καὶ μετὰ γεν. ἰσοδυνάμου πρὸς προσδιορισμόν, σ. νόσου, κακῶν, βλάβης, ὁ σῴζων ἀπὸ νόσου, ἀπὸ κακῶν, ἀπὸ βλάβης, Σοφ. Ο. Τ. 304, Εὐρ. Μήδ. 360, Ἡρακλ. 640· πρβλ. Πόρσ. ἐν τῷ εἰς Εὐρ. Ἑκ. προοιμίῳ σ. ΧΧΧΙΙ· σ. τῇ πόλει καὶ νῷν φανεὶς Ἀριστοφ. Ἱππ. 149· σ. δρόμοις ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1161. 2) [[μάλιστα]] ἐπὶ τοῦ [[Διός]], [[Ζεύς|Ζεὺς]] Σωτὴρ Πινδ. Ο. 5. 40, Ἀποσπ. 6. 5, Τραγ., κλπ., πρὸς ὃν τὰς εὐχὰς ἀπέτεινον οἱ ἐξ εὐτυχοῦς πλοῦ ὑποστρέφοντες, Donalds. εἰς Πινδ. Ο. 8. 20 (27)· εἰς Δία τὸν Σωτῆρα ἀφιεροῦτο τὸ τρίτον [[ποτήριον]] τοῦ οἴνου, τρίτον Σωτῆρι σπένδειν Πινδ. Ι. 6 (4). 11· τρίτην Διὸς Σωτῆρος εὐκταίαν [[λίβα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 52· Ζεῦ σῶτερ Ἀριστοφ. Θεσμ. 1009, Δείναρχ. 91. 45· ὦ Ζεῦ σῶτερ Φιλήμων ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 21, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 3. 2· ― τὸ πίνειν ἐκ τούτου τοῦ ποτηρίου ἐθεωρεῖτο ὡς [[σύμβολον]] καλῆς τύχης, καὶ τὸ ἐκ τρίτου (ἡ γ΄ φορὰ) κατήντησε νὰ θεωρῆται ὡς αἴσιον καὶ εὐτυχές, Αἰσχύλ. Χο. 1073· [[ὅθεν]] ἡ [[παροιμία]] τὸ τρίτον τῷ σωτῆρι, τὴν τρίτην φορὰν (δηλ. τὴν εὐτυχῆ φοράν), Πλάτ. Πολ. 583Β, Φίληβ. 66D, Χαρμ. 167Α· καὶ αὐτὸς ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἐκαλεῖτο [[τρίτος]]· Παλλάδος καὶ Λοξίου [[ἕκατι]] καὶ τοῦ πάντα κραίνοντος τρίτου Αἰσχύλ. Εὐμ. 760, πρβλ. Ἱκ. 26, καὶ ἴδε [[τριτόσπονδος]]· ― ὁμοίως ἐπὶ ἄλλων θεῶν [[οἷον]] τοῦ Ἀπόλλωνος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 512, κτλ.· τοῦ Ἑρμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 2· τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1222, 1755, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῶν Διοσκόρων, [[αὐτόθι]] 489, 1261, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, [[αὐτόθι]] 5877b· κτλ.· ― ἔτι καὶ ἐπὶ θηλ. θεοτήτων, Τύχη [[σωτήρ]], ἀντὶ [[σώτειρα]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 664, Θήβ. 826 (Δινδ.), Σοφ. Ο. Τ. 31· Ἀφροδίτῃ. σωτῆρι Συλλ. Ἐπιγ. 5954· ― [[ὅθεν]] [[καθόλου]], ἐπὶ θεῶν προστατῶν ἢ πολιούχων, Ἡρόδ. 8. 138, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 982, Σοφ. Φιλ. 738· τοῖς ἀποτροπαίοις καὶ σωτῆρσι Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 4. 3) ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ καὶ παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ Κύριος ἡμῶν ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ. ΙΙ. παρὰ ποιηταῖς, ὡς ἐπίθ., σ. ναὸς πρότονος Αἰσχύλ. Ἀγ. 897, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 132· καὶ θηλ. οὐσιαστικοῦ, γονῆς σωτῆρος (ὡς ὁ Herm. ἀντὶ γυνὴ) Αἰσχύλ. Θήβ. 225· σωτῆρες τιμαί, τὸ [[ὑπούργημα]] ἢ [[προνόμιον]] τοῦ σῴζειν, ἐπὶ τῶν Διοσκόρων, Εὐρ. Ἑλ. 993.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σωτήρ:''' -ῆρος, ὁ, κλητ. <i>σῶτερ</i> ([[σῴζω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που σώζει, που απαλλάσσει, που λυτρώνει, που διατηρεί και διαφυλάσσει, [[σωτήρας]], [[λυτρωτής]], με γεν. υποκειμενική, <i>τῆς Ἑλλάδος</i>, αυτός που σώζει την [[Ελλάδα]], σε Ηρόδ.· επίσης, με γεν. αντικειμενική, <i>σωτὴρνόσου</i>, <i>κακῶν</i>, αυτός που διαφυλάσσει, που διασώζει από την [[ασθένεια]], τις συμφορές, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> επίθ., που λέγεται για θεούς-προστάτες, [[ιδίως]] για τον [[Δία]]· [[Ζεὺς]] Σωτήρ, σε Πίνδ., Τραγ.· σε αυτόν ήταν αφιερωμένο το τρίτο [[ποτήρι]] κρασιού που χυνόταν κατά τις σπονδές, <i>[[τρίτον]] Σωτῆρι σπένδειν</i>, σε Πίνδ. κ.λπ.· το να πίνει [[κάποιος]] από αυτό το [[ποτήρι]] θεωρείτο [[σύμβολο]] καλής τύχης, και έτσι η [[τρίτη]] [[φορά]] που γίνεται [[κάτι]] θεωρείται αίσιο και ευοίωνο [[γεγονός]], απ' όπου και η [[παροιμία]], τὸ [[τρίτον]] τῷ σωτῆρι</i>, η [[τρίτη]] (δηλ. η τυχερή) [[φορά]], σε Πλάτ.· λέγεται επίσης και για άλλους θεούς, όπως για τους Απόλλωνα και Ερμή, σε Αισχύλ.· ομοίως για θηλυκές θεότητες, [[Τύχη]] [[σωτήρ]] αντί [[σώτειρα]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> στην Κ.Δ., Ιησούς [[Χριστός]], Σωτήρας.<br /><b class="num">II.</b> στους ποιητές, ως επίθ., αυτός που σώζει, που διαφυλάσσει, [[προστάτης]], σε Αισχύλ.· με θηλ. ουσ., <i>σωτῆρες τιμαί</i>, [[αρμοδιότητα]] ή [[προνόμιο]] κάποιου να σώζει, λέγεται για τους Διόσκουρους, σε Ευρ.
|lsmtext='''σωτήρ:''' -ῆρος, ὁ, κλητ. <i>σῶτερ</i> ([[σῴζω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που σώζει, που απαλλάσσει, που λυτρώνει, που διατηρεί και διαφυλάσσει, [[σωτήρας]], [[λυτρωτής]], με γεν. υποκειμενική, <i>τῆς Ἑλλάδος</i>, αυτός που σώζει την [[Ελλάδα]], σε Ηρόδ.· επίσης, με γεν. αντικειμενική, <i>σωτὴρνόσου</i>, <i>κακῶν</i>, αυτός που διαφυλάσσει, που διασώζει από την [[ασθένεια]], τις συμφορές, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> επίθ., που λέγεται για θεούς-προστάτες, [[ιδίως]] για τον [[Δία]]· [[Ζεύς|Ζεὺς]] Σωτήρ, σε Πίνδ., Τραγ.· σε αυτόν ήταν αφιερωμένο το τρίτο [[ποτήρι]] κρασιού που χυνόταν κατά τις σπονδές, <i>[[τρίτον]] Σωτῆρι σπένδειν</i>, σε Πίνδ. κ.λπ.· το να πίνει [[κάποιος]] από αυτό το [[ποτήρι]] θεωρείτο [[σύμβολο]] καλής τύχης, και έτσι η [[τρίτη]] [[φορά]] που γίνεται [[κάτι]] θεωρείται αίσιο και ευοίωνο [[γεγονός]], απ' όπου και η [[παροιμία]], τὸ [[τρίτον]] τῷ σωτῆρι</i>, η [[τρίτη]] (δηλ. η τυχερή) [[φορά]], σε Πλάτ.· λέγεται επίσης και για άλλους θεούς, όπως για τους Απόλλωνα και Ερμή, σε Αισχύλ.· ομοίως για θηλυκές θεότητες, [[Τύχη]] [[σωτήρ]] αντί [[σώτειρα]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> στην Κ.Δ., Ιησούς [[Χριστός]], Σωτήρας.<br /><b class="num">II.</b> στους ποιητές, ως επίθ., αυτός που σώζει, που διαφυλάσσει, [[προστάτης]], σε Αισχύλ.· με θηλ. ουσ., <i>σωτῆρες τιμαί</i>, [[αρμοδιότητα]] ή [[προνόμιο]] κάποιου να σώζει, λέγεται για τους Διόσκουρους, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σωτήρ:''' ῆρος adj.<br /><b class="num">1)</b> спасательный (ναὸς [[πρότονος]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> спасающий, охраняющий ([[γονή]] Aesch.): τιμὰς σωτῆρας ἔχοντες Eur. чтимые как избавители (от морских опасностей), т. е. Диоскуры.<br />ῆρος ὁ спаситель, избавитель или хранитель, покровитель: σ. τινος HH, Her., Aesch. хранитель (покровитель) кого(чего)-л. или Soph., Eur. спаситель (избавитель) от чего-л.; [[Ζεὺς]] σ. Pind. Зевс-хранитель; [[τρίτον]] σωτῆρι σπένδειν Pind. (согласно традиции) третью чашу поднимать в честь хранителя (Зевса); τὸ [[τρίτον]] τῷ σωτῆρι погов. Plat. третий раз во спасение (ср. «бог троицу любит»).
|elrutext='''σωτήρ:''' ῆρος adj.<br /><b class="num">1)</b> спасательный (ναὸς [[πρότονος]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> спасающий, охраняющий ([[γονή]] Aesch.): τιμὰς σωτῆρας ἔχοντες Eur. чтимые как избавители (от морских опасностей), т. е. Диоскуры.<br />ῆρος ὁ спаситель, избавитель или хранитель, покровитель: σ. τινος HH, Her., Aesch. хранитель (покровитель) кого(чего)-л. или Soph., Eur. спаситель (избавитель) от чего-л.; [[Ζεύς|Ζεὺς]] σ. Pind. Зевс-хранитель; [[τρίτον]] σωτῆρι σπένδειν Pind. (согласно традиции) третью чашу поднимать в честь хранителя (Зевса); τὸ [[τρίτον]] τῷ σωτῆρι погов. Plat. третий раз во спасение (ср. «бог троицу любит»).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ῆρος, ὁ, voc. σῶτερ [[σώζω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[saviour]], [[deliverer]], [[preserver]], c. gen. subjecti, τῆς Ἑλλάδος [[saviour]] of [[Greece]], Hdt.; also c. gen. objecti, ς. νόσου, κακῶν a [[preserver]] from [[disease]], ills, Soph., Eur.<br /><b class="num">2.</b> [[epithet]] of [[protecting]] gods, especially of [[Ζεὺς]] Σωτήρ, Pind., Trag.: to him the [[third]] cup of [[wine]] was dedicated, τρίτον Σωτῆρι σπένδειν Pind., etc.; [[proverb]]., τὸ τρίτον τῷ σωτῆρι the [[third]] (i. e. the [[lucky]]) [[time]], Plat.; of [[other]] gods, as of [[Apollo]], [[Hermes]], Aesch.; [[even]] with fem. deities, [[Τύχη]] [[σωτήρ]], for [[σώτειρα]], Aesch.<br /><b class="num">3.</b> in NTest. the Saviour.<br /><b class="num">II.</b> in Poets, as an adj., [[saving]], Aesch.; with fem. Subst., σωτῆρες τιμαί the [[office]] or [[prerogative]] of [[saving]], of the [[Dioscuri]], Eur.
|mdlsjtxt=ῆρος, ὁ, voc. σῶτερ [[σώζω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[saviour]], [[deliverer]], [[preserver]], c. gen. subjecti, τῆς Ἑλλάδος [[saviour]] of [[Greece]], Hdt.; also c. gen. objecti, ς. νόσου, κακῶν a [[preserver]] from [[disease]], ills, Soph., Eur.<br /><b class="num">2.</b> [[epithet]] of [[protecting]] gods, especially of [[Ζεύς|Ζεὺς]] Σωτήρ, Pind., Trag.: to him the [[third]] cup of [[wine]] was dedicated, τρίτον Σωτῆρι σπένδειν Pind., etc.; [[proverb]]., τὸ τρίτον τῷ σωτῆρι the [[third]] (i. e. the [[lucky]]) [[time]], Plat.; of [[other]] gods, as of [[Apollo]], [[Hermes]], Aesch.; [[even]] with fem. deities, [[Τύχη]] [[σωτήρ]], for [[σώτειρα]], Aesch.<br /><b class="num">3.</b> in NTest. the Saviour.<br /><b class="num">II.</b> in Poets, as an adj., [[saving]], Aesch.; with fem. Subst., σωτῆρες τιμαί the [[office]] or [[prerogative]] of [[saving]], of the [[Dioscuri]], Eur.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese