εἴδω: Difference between revisions

m
Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς"
m (Text replacement - "elsewh." to "elsewhere")
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἴδω''': (ἀείποτε μετὰ τοῦ [[δίγαμμα]] παρ’ Ὁμ.), Λατ. video, [[βλέπω]]. Δὲν ὑπάρχει δὲ ἐκ τοῦ τύπου τούτου [[εὔχρηστος]] ἐνεργ. ἐνεστώς, δι’ ὃ ἀντ’ [[αὐτοῦ]] κεῖται τὸ ὁρῶ, ἀλλ’ ἐνεστὼς [[μέσος]] ἀπαντᾷ· ἴδε κατωτ. Α. ΙΙ. Ὁ ἀόρ. β΄ εἶδον ἀείποτε διατηρεῖ τὴν κυρίαν σημασίαν τοῦ ὁρᾶν (καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ μέσ. ἀορ. α΄, ὁρᾶσθαι, [[ἤτοι]] φαίνεσθαι)· ἐνῷ ὁ πρκμ. [[οἶδα]] ἀείποτε σημαίνει [[γνωρίζω]], εἰξεύρω, καὶ ἔχει σημασίαν ἐνεστῶτος. - Περὶ τῆς διαφορᾶς τοῦ εἰδέναι καὶ ἐγνωκέναι ἴδε [[γιγνώσκω]] ἐν τέλει. (Ἐκ τῆς √ϜΙΔ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ ἑξῆς: εἶδον, (Ἐπ. ἔϜιδον), εἴδομαι, οἶδα, εἶδος, ἀΐδης, ἵστωρ, ἴδρις, Βιδιαῖοι· πρβλ. Σανσκρ. vid, véd-mi, πρκμ. vêd-a ([[οἶδα]]), vind-âmi (εὑρίσκειν), Vêd-as· Λατ. vid-eo, vis-us· Γοτθ. vait ([[οἶδα]]), vit-an (τηρεῖν), Παλαιο-Σκανδιν. vit-a, Ἀγγλο-Σαξον. wît-an (Ἀγγλ. to wit, wot)· Παλ. Ὑψηλ. Γερμ. viz-an (Γερμ. wissen), κτλ.) Α. ἀόρ. β΄ εἶδον ([[ὅστις]] χρησιμεύει ὡς ἀόρ. τοῦ [[ὁράω]]), Ἐπ. [[ἄνευ]] αὐξήσεως ἴδον, Ἰων. ἴδεσκε Ἰλ. Γ. 217· προστακτ. ἴδε (συχν. γραφόμενον ὡς ἐπίρρ. ἰδέ, ecce), ἴδετε· ὑποτακτ. ἴδω, Ἐπ. [[ὡσαύτως]] ἴδωμι Ἰλ. Σ. 63· εὐκτ. ἴδοιμι· ἀπαρ. [[ἰδεῖν]] καὶ Ἐπ. ἰδέειν· μετοχ. ἰδών: - Ἐντεῦθεν σχηματίζεται μέλλων [[ἰδησῶ]] Θεόκρ. Γ. 37. - Παρὰ ποιηταῖς ὡς καὶ παρ’ Ἴωσι καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις ὁ β΄ [[μέσος]] [[ἀόριστος]] κεῖται ἀκριβῶς ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ([[οὕτως]] ἐν συνθέτοις, ἔτι καὶ παρὰ τοῖς Ἀττικ. πεζογράφοις, ἴδε ἐπ-, προ-, ὑπειδόμην), Ἐπ. ἰδόμην· προστακτ. [[ἰδοῦ]] (συχν. γραφόμενον ὡς ἐπίρρ. ἰδού, ecce)· ὑποτακτ. ἴδωμαι· εὐκτ. ἰδοίμην· ἀπαρ. ἰδέσθαι· μετοχ. ἰδόμενος Ἡρόδ. 1) ὁρῶ, [[βλέπω]], [[διακρίνω]], θεωρῶ, μή σε... ἐν ὀφθαλμοῖσιν ἴδωμαι θεινομένην, [[μήπως]] σὲ ἴδω πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου τυπτομένην, Ἰλ. Α. 587, κτλ.· [[οὕτως]], [[ἰδεῖν]] ἐν ὄμμασιν Εὐρ. Ὀρ. 1020· ἀλλ’ ἄγ’ ἐγὼν αὐτὸς πειρήσομαι ἠδὲ ἴδωμαι, ἀλλ’ ἂς δοκιμάσω ἐγὼ ὁ [[ἴδιος]] καὶ ἂς ἴδω, Ὀδ. Ζ. 126, πρβλ. Φ. 159· [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] τοῦ πειράομαι, ὁ δὲ προμολὼν ἴδετο [[κρείων]] Ἐτεωνεὺς Δ. 22· ἀλλ’ ἄγε [[θᾶσσον]] ἰδώμεθα, [[ὅττι]] τάδ’ ἐστὶν Κ. 44· [[συχνάκις]] ἡγουμένου οὐσιαστικοῦ τινος ἢ ἐπιθέτου, χάλκε’ ἐπίσσωτρα.. [[θαῦμα]] ἰδέσθαι, νὰ τὰ βλέπῃ τις καὶ νὰ τὰ θαυμάζῃ, Ἰλ. Ε. 725· οἰκτρὸς [[ἰδεῖν]] Αἰσχύλ. Πρ. 238· [[ἐλεεινός]], λαμπρὸς εἰδεῖν Πλάτ. Πολ. 620Α. κτλ.· [[ἐνίοτε]] τὸ [[ἰδεῖν]] καὶ τὸ ἰδέσθαι συντάσσονται αἰτιατικῇ, ᾗ ἕπεται ἀναφορικὴ [[πρότασις]], ὅτε τὸ ἀναφορικὸν δύναται νὰ ἀντικατασταθῇ διὰ τοῦ ὅτι, [[ὥστε]] ἡ αἰτ. δὲν [[εἶναι]] [[κυρίως]] εἰπεῖν τὸ ἀντικείμενον, ἀλλ’ ἀνήκει εἰς τὸ ἐν τῇ ἀναφορικῇ προτάσει [[ῥῆμα]], [[οἷον]], εἶδον... νῆσον, τὴν πέρι [[πόντος]] ἐστεφάνωται Ὀδ. Κ. 195. β) μετ’ ἐπιτάσεως, [[βλέπω]], παρατηρῶ, μῆλα ἰδέσθαι, [[ἰδεῖν]] τὰ πρόβατα Ἰλ. Δ. 476, Ὀδ. Δ. 412, κτλ.· ἴδωμ’ ὅτιν’ ἔργα τέτυκται Ἰλ. Χ. 450, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 455Α. γ) [[ἐντυγχάνω]], συναντῶ, [[ἔρχομαι]] εἰς ὁμιλίαν, πρὶν τὸν Βρασίδαν [[ἰδεῖν]] Θουκ. 4. 125, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 5, κτλ. δ) [[βλέπω]], ὅ ἐ. [[λαμβάνω]] πεῖραν, [[δοκιμάζω]], [[ἀπολαύω]] τινός, Ἰλ. Ε. 221, κτλ.· νόστιμον [[ἦμαρ]] ἰδέσθαι Ὀδ. Γ. 233, κτλ.· δούλειον [[ἦμαρ]] [[ἰδεῖν]] Εὐρ. Ἑκ. 56· ἀέλιον ἕτερον [[ἰδεῖν]] Σοφ. Ἀποσπ. 835· τὴν δίκην [[ἰδεῖν]] Σοφ. Ἀντ. 1270· ἀλόχου κουριδίης, ἧς οὔ τι [[χάριν]] ἴδε, πολλὰ δ’ ἔδωκεν, «ἧς οὐδεμίαν ἀντίχαριν εἶδε, πολλὰ δὲ παρέσχετο» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Λ. 243. 2) [[βλέπω]], κυττάζω, [[ἰδεῖν]] ἐς..., [[βλέπω]] [[πρός]], ἢ εἰς, ἰδὼς ἐς πλησίον ἄλλον Β. 271, κτλ.· [[ἰδεῖν]] ἐπὶ... Ψ. 143· πρὸς... Ὀδ. Μ. 244· εἰς ὦπα ἰδέσθαι, [[ἰδεῖν]] κατὰ [[πρόσωπον]], Ἰλ. Ι. 373, κτλ.· κατ’ ἐνῶπα [[ἰδεῖν]] Ο. 320· [[ἄντα]], [[ἐσάντα]] ἢ [[ἄντην]] [[ἰδεῖν]] Ν. 184, Ρ. 334, Ὀδ. Ε. 78, κτλ. β) [[βλέπω]] κατά τινα τρόπον, [[ὑπόδρα]] ἰδών, [[κάτωθεν]] ἢ πλαγίως ἰδών, ῥίψας [[βλέμμα]] βλοσυρόν, ὀργίλον, «ἀγριοκυττάξας» (ἴδε [[ὑπόδρα]]), Ἰλ. Α. 148, ἀχρεῖον ἰδών, ῥίψας ἠλίθιον ἢ δειλὸν [[βλέμμα]], Β. 269· [[κέρδος]] ἰδών, ἀποβλέψας εἰς [[κέρδος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 539· πρβλ. [[βλέπω]] ΙΙ. 3) ἰδέσθαι ἐν φρεσίν, [[ἰδεῖν]] κατὰ διάνοιαν, Ἰλ. Φ. 61, πρβλ. Δ. 249, Ὀδ. Φ. 112· [[ἰδεῖν]] τῇ διανοίᾳ Πλάτ. Πολ. 510Ε. β) [[ἐξετάζω]], [[ἐξιχνιάζω]], Πλάτ. Φαίδων 70D, Θεαίτ. 192Ε. ΙΙ. Μέσ., ἐνεστ. [[εἴδομαι]], Ἐπ. ἐείδεται Θεόκρ. 25. 58, μετοχ. ἐειδόμενος Πινδ. Ν. 10. 27· ἀόρ. [[εἰσάμην]] (παρ’ Ὁμ. [[ὡσαύτως]] ἐείσαο, -ατο): - μόνον παρ’ Ἐπ. καὶ λυρ. ποιηταῖς, ὡς τὸ Λατ. videor, φαίνομαι, ὁρῶμαι, εἶμαι [[ὁρατός]], πάντα δὲ τ’ εἴδεται ἄστρα, [[εἶναι]] ὁρατά, φαίνονται, Ἰλ. Θ. 559· νῦν δὲ εἴδεται [[ἦμαρ]] ὑπὸ Τρώεσσι δαμῆναι Ν. 98· εἴσατο δέ [[σφιν]] δεξιὸς ἀΐξας δι’ ἄστεος (ὁ ἀετὸς) Ω. 319· ὅπῃ τὸ Ταρτάρειον εἴδεται [[βάθρον]] Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1034. 19, πρβλ. Ὀδ. Ε. 283. 2) μετ’ ἀπαρ., φαίνομαι ἢ φαίνομαι ὅτι εἶμαι, τὸ δέ τοι κὴρ εἴδεται [[εἶναι]], «τοῦτο δέ σοι [[θάνατος]] φαίνεται ὑπάρχειν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Α. 228· τοῦτό τί μοι... κάλλιστον εἴδεται [[εἶναι]] Ὀδ. Ι. 11, κτλ.· [[ὡσαύτως]] παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφάτου, ἀλλ’ ἄρα οἱ τόγε κέρδιον εἴσατο θυμῷ Τ. 283, κτλ.· οὐ μέν μοι κακὸς εἴδεται Ἰλ. Ξ. 472· πρβλ. Θεόκρ. 25. 58: - [[ἐντεῦθεν]] [[ὡσαύτως]], προσποιοῦμαι, εἴσατ’ [[ἴμεν]] ἐς Λῆμνον, (ὁ [[Ἥφαιστος]]) προσεποιήσατο ὅτι ἀπήρχετο εἰς Λῆμνον, Ὀδ. Θ. 283· εἴσατο, ὡς ὅτε [[ῥινόν]], ἐφαίνετο ὡς [[ἀσπίς]], εἶχε τὸ [[σχῆμα]] ἀσπίδος, Ε. 281, ἀλλὰ τὸ [[χωρίον]] φαίνεται ὕποπτον. 3) ἐπὶ καθαρῶς [[μέσης]] σημασ. μετὰ δοτ., εἴσατο δὲ φθογγὴν υἷϊ Πριάμοιο Πολίτῃ, ὡμοίωσε δὲ ἑαυτὴν κατὰ τὴν φωνὴν τῷ τοῦ Πριάμου υἱῷ Πολίτῃ, Ἰλ. Β. 791, πρβλ. Υ. 81· καὶ οἱ ὄψιν ἐειδόμενος ἀθανάτων βασιλεὺς Πινδ. Ν. 10. 28· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 771, Ἡρόδ. 6. 69· τῇ μιν ἐεισάμενη προσεφώνεε δῖ’ [[Ἀφροδίτη]], «[[ταύτῃ]] ὁμοιωθεῖσα ἡ [[ἔνδοξος]] [[Ἀφροδίτη]] εἶπε πρὸς αὐτὴν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Γ. 389, κ. ἀλλ. Β. πρκμ. [[οἶδα]], ἔχω ἴδῃ ἢ ἔχω παρατηρήσῃ, δηλ. [[γνωρίζω]], μετὰ σημασίας ἐνεστῶτος· ὁ ὑπερσ. ᾔδειν, [[ᾔδεα]], Ἀττ. ᾔδη, μετὰ σημασ. παρατ. Οἱ τύποι [[εἶναι]] τόσον ἀνώμαλοι ἐν τῷ πρκμ. καὶ ὑπερσυντ., [[ὥστε]] δὲν [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ παρατεθῶσιν [[ἐνταῦθα]] ἅπαντες· ἴδε Ἑλληνικὰ Ρήματα Veitch 188 κἑξ. - Πρκμ. [[οἶδα]], Αἰολ. ὄϊδα Ἀλκαῖος 141· β΄ ἑνικ. [[οἶσθα]], ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ., πλὴν ἐν Ὀδ. Α. 337 ([[ἔνθα]] [[οἶδας]]· [[ὅπερ]] [[εἶναι]] [[σπάνιος]] [[τύπος]] ἀπαντῶν ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 456, 467, Εὐρ. Ἀλκ. 780), παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] [[ἐνίοτε]] οἶσθας Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 10, Εὐρ. Ἴων 999, Ἄλκ. 780· πληθ. ἴσμεν, Ἐπ. καὶ Δωρ. [[ἴδμεν]], ἴστε, ἴσασι ῐσ- Ὀδ. Β. 211 κ. ἀλλ., ῑσ- [[αὐτόθι]] 283 κ. ἀλλ.· Δωρ. ἴσατι Συλλ. Ἐπιγρ. 5773. 4, πληθ. [[ἴσαντι]] Πίνδ.· οἴδαμεν, -ατε, -ᾰσι Ἡρόδ. 2. 17, 43., 4. 46, κ. ἀλλ., καὶ μεταγεν.· ἀλλὰ σπάνιον παρ’ Ἀττ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 294, Ξεν. Οἰκ. 20. 14· - προστακτ. [[ἴσθι]], [[ἴστω]], Βοιωτ. [[ἴττω]]· - ὑποτακ. εἰδῶ, Ἐπ. [[ἰδέω]] Ἰλ. Ξ. 235. εἴδομεν Ἐπ. ἀντὶ εἰδῶμεν Α. 363, εἴδετε ἀντὶ εἰδῆτε Ὀδ. Ι. 17· - εὐκτ. [[εἰδείην]], α΄ πληθ. εἰδεῖμεν Πλάτ. Λάχ. 190B, Πολ. 582Α· ἀπαρ. εἰδέναι, Ἐπ. ἴδμεναι, [[ἴδμεν]], [[ὡσαύτως]] ἰδέμεν. Πινδ. Ν. 7. 36· - μετοχ. εἰδώς, εἰδυῖα, Ἐπ. [[ὡσαύτως]] [[ἰδυῖα]], Ὑπερσυντ. ᾔδη, ᾔδησθα (ᾔδης (ἤδησθα Κόβητος) Σοφ. Ἀντ. 447), ᾔδη Ὅμ., Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] ᾔδεις Ἀριστοφ. Θεσμ. 554, Ἀντιφῶν, γ΄ ἑνικ. ᾔδειν (πρὸ φωνήεντος) Εὐρ. Ἴων. 1187, Ἀριστοφ. Σφ. 558· Ἰων. [[ᾔδεα]], ᾔδεε Ἰλ. Ξ. 71., Ρ. 402, Ἡρόδ.· Ἐπ. [[ὡσαύτως]] ἠείδης, ἠείδη Ἰλ. Χ. 280, Ὀδ. Ι. 206: - πληθ. ᾔδειμεν Αἰσχίν. 65. 24, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 31, 4, ᾔδεμεν Σοφ. Ο. Τ. 1232· ᾔδειτε Δημ., κλ., Ἰων. ᾐδέατε Ἡρόδ.· ᾔδεισαν πρῶτον παρὰ Στράβωνι, ᾔδεσαν Ἡρόδ., Ἀττ. πεζογρ. καὶ τοῖς μεταγεν. Ἐπικοῖς· ᾔδειν, ἠείδειν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 65., Δ. 1700· ὁ [[γνήσιος]] Ἀττ. πληθ. φαίνεται ὅτι ἦτο [[ᾖσμεν]], [[ᾖστε]], [[ᾖσαν]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1098, Σοφ. Ἀποσπ. 317, Εὐρ. Κύκλ. 321, κτλ., ἴδε Κόβητον V. LL. 380 Ἐπ. γ΄ πληθ. [[ἴσαν]] Ἰλ. Σ. 405, Ὀδ. Δ. 772. - Ὁ μέλλ. ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας [[εἶναι]] [[εἴσομαι]] Ἰλ. Α. 548, Ἀττ.· ἢ εἰδήσω Ὀδ. Η 327,· Ἡρόδ. 7. 234, Ἰσοκρ. 11E, Ἀριστ.· ἀπαρ. [[εἰδησέμεν]] Ὀδ. Ξ. 257 ([[ἔνθα]] σχεδὸν μεταπίπτει εἰς τὴν σημασ. Α, [[βλέπω]]). - Ὁ ἀορ. καὶ ὁ πρκμ. παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ [[γιγνώσκω]], ἂν καὶ εὑρίσκεται ἀόρ. α΄ εἰδῆσαι παρ’ Ἱππ. καὶ Ἀριστ. (Ἠθ. Ν. 8. 3, 8), κ. ἀλλ. Παρ’ Ὁμήρ. πρέπει νὰ ἑρμηνεύηται [[ἐνίοτε]] διὰ τοῦ γινώσκω, ἔχω γνῶσίν τινος, [[ἄλλοτε]] δὲ διὰ τοῦ γινώσκω, κατανοῶ, [[προσέτι]] διὰ τοῦ ἔχω μάθῃ ἐκ μακρᾶς πείρας καὶ γινώσκω (ὡς δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ ἐν Ὀδ. Β. 16). - Παρ’ Ἀριστ. κεῖται παραπλησίως τῷ ἐπίστασθαι, γινώσκειν τι ἐπισταμένως ἢ ἐπιστημόνως, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 3, Φυσ. 1. 1, 1, κ. ἀλλ.· - [[συχνάκις]] λαμβάνει μείζονα ἔμφασιν διὰ τοῦ εὖ ἢ [[σάφα]], ὡς εὖ [[οἶδα]], γινώσκω [[καλῶς]]· εὖ [[ἴσθι]], γίνωσκε ἢ μάθε [[καλῶς]], βεβαιώθητι. Συχνάκις δὲ συντάσσεται μετ’ αἰτ. πράγματος, ἰδίως παρ’ Ὁμ., νοήματα οἶδε, μήδεα οἶδε Ὀδ. Β. 122, Ἰλ. Σ. 363, κτλ.· καὶ ἔτι συχνότερον μετὰ οὐδετέρων ἐπιθέτων, ὡς, πεπνυμένα, κεχαρισμένα, φίλα, ἄρτια, ἤπια, κεδνά, ἀθεμίστια, εἰδώς, κτλ., πρὸς περιγραφὴν τοῦ χαρακτῆρος ἀνθρώπου· ὁ Ὅμ. [[ὡσαύτως]] συντάσσει αὐτὸ μετὰ γεν., ὅς [[σάφα]] θυμῷ εἰδείη τεράων Ἰλ. Μ. 229· ὅς πάσης εὖ εἰδῇ σοφίης Ο. 421· τόξων εὖ εἰδώς, «ὁ τὴν τοξικὴν [[καλῶς]] ἐπιστάμενος» (Θ. Γαζῆς), Β. 718· οἰωνῶν [[σάφα]] εἰδὼς Ὀδ. Α. 202· εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων Ε. 250· μάχης εὖ εἰδότε πάσης Ἰλ. Β. 823· πυγμαχίης, θούριδος ἀλκῆς, θήρης, θεοπροπίων εἰδὼς ἢ εὖ εἰδώς, κτλ.: - [[χάριν]] εἰδέναι τινί, ὁμολογεῖν [[χάριν]], ἐγὼ δέ κέ τοι εἰδέω [[χάριν]] ἤματα πάντα Ἰλ. Ξ. 235, Ἡρόδ. 3. 21, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ. (ἴδε ἐν λ. [[χάρις]]): - ἡ προστακτ. [[εἶναι]] κοινὴ ἐν ἐπικλήσεσιν εἰς μαρτυρίαν, [[ἴστω]] νῦν [[Ζεὺς]] [[αὐτός]], «γιγνωσκέτω, [[μάρτυς]] ἔστω αὐτὸς ὁ [[Ζεὺς]]» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 329· [[ἴστω]] νῦν τόδε Γαῖα Ο. 36, κτλ.· Δωρ. [[ἴττω]] Ζεύς, [[ἴττω]] [[Ἡρακλῆς]], κτλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 860, κτλ.: - εἰδώς, ἀπολ., ὁ γινώσκων, ὁ γνωρίζων τὸ [[πρᾶγμα]], ἰδυίῃ πάντ’ [[ἀγορεύω]] Ἰλ. Α. 365· μετ’ εἰδόσιν ἀγορεύειν Κ. 250· μακρηγορεῖν ἐν εἰδόσιν Θουκ. 2. 36, πρβλ. 3. 53· μαθεῖν παρὰ τοῦ εἰδότος Πλάτ. Πολ. 337D, κτλ.· παρ’ Ὁμ. ἰδυίῃσι πραπίδεσσι, «ἐπιστήμοσι, ἐμπείροις φρεσί, διανοίαις» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 608, κ. ἀλλ. 2) μετ’ ἀπαρ., [[γνωρίζω]] πῶς νὰ πράξω τι, οἶδ’ ἐπὶ [[δεξιά]], οἶδ’ ἐπ’ ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν Ἰλ. Η. 238, πρβλ. Σοφ. Φ. 1010, Ἀριστοφ. Σφ. 376· [[ὡσαύτως]] εἶμαι εἰς κατάστασιν, εἶμαι [[ἱκανός]], ἔχω τὴν δύναμιν νὰ..., Εὐρ. Μήδ. 664, Ἱππ. 729, Δημ. 51. 28. 3) μετὰ μετοχ., [[γνωρίζω]] πῶς ἔχει τὸ [[πρᾶγμα]]· κεῖται δὲ ἡ μετοχὴ κατ’ ὀνομαστ., [[ὅταν]] [[εἶναι]] κατηγορούμενον τοῦ ὑποκειμένου τοῦ ῥήματος, ὡς [[ἴσθι]] μοι δώσων [[ἄποινα]] τῆσδε μωρίας [[χάριν]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1670· [[ἴστω]] ὑπὸ τοῦ ἀδελφεοῦ ἀποθανὼν Ἡροδ. 4. 76· οὐ γὰρ [[οἶδα]] δεσπότας κεκτημένος Εὐρ. Ἑκ. 401· κατ’ αἰτ., [[ὅταν]] [[εἶναι]] κατηγορούμενον τοῦ ἀντικειμένου, τοὺς φιλτάτους γὰρ [[οἶδα]] νῶν ὄντας πικροὺς Αἰσχύλ. Χο. 234· τὸν Μῆδον ἴσμεν ἐκ περάτων γῆς ἐλθόντα Θουκ. 1. 69: - τὸ ἀπαρεμφ. [[εἶναι]] [[λίαν]] σπάνιον ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, Αἰσχύλ. Πέρσ. 413, Εὐρ. Ι. Α. 1005. 4) τὸ γιγνωκόμενον [[πρᾶγμα]] [[πολλάκις]] προστίθεται ὡς ἰδιαιτέρα [[πρότασις]] μετὰ τοῦ ὡς, ὅτι, κτλ., [[οἶδα]] κἀμαυτὴν ὅτι ἀλγῶ Σοφ. Ἠλ. 332· ἐάν τινα εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστι Πλάτ. Πρωτ. 323B, κτλ. 5) οὐκ οἶδ’ εἰ..., δὲν [[γνωρίζω]] ἂν..., ἐμφαίνει ἔλλειψιν πίστεως ἢ ἀμφιβολίαν, ὡς τὸ Λατ. nescio an non..., τὸ ἂν [[ἐνίοτε]] μετατίθεται, ὡς οὐκ οἶδ’ ἂν εἰ πείσαιμι Εὐρ. Ἄλκ. 48, [[ἔνθα]] ἴδε Monk: - [[ἐνίοτε]] τὸ [[ῥῆμα]] παραλείπεται μετὰ τὸ εἰ, ὡς οὐκ οἶδ’ εἴ τις [[ἄλλος]], [[ἴσως]] οὐδεὶς [[ἄλλος]], Ἰσοκρ. 116A, 234E. 6) ὅμοιαι ἐλλείψεις [[εἶναι]] συχναὶ μετ’ ἄλλων συνδέσμων, ὡς οὐκ οἶδ’ [[ὅπως]] ἢ ὅπῃ, δὲν [[γνωρίζω]] πῶς, Πλάτ. Πολ. 400B, κτλ.· οὐκ. οἶδ’ [[ὁπόθεν]] ὁ αὐτ. Κρατ. 396C. 7) [[οἶδα]] ἢ [[ἴσθι]] κεῖνται [[συχνάκις]] παρενθετικῶς, ὡς οἶδ’ ἐγὼ, Εὐρ. Μήδ. 948· σάφ’ [[οἶδα]], εὖ [[οἶδα]] [[αὐτόθι]] 94, 963, κτλ.: - [[ὡσαύτως]], οἶδ’ ὅτι, οἶσθ’ ὅτι, ἴσθ’ ὅτι, ἐλλειπτικαὶ φράσεις χρησιμεύουσαι πρὸς ἐνίσχυσιν διαβεβαιώσεώς τινος, [[πάρειμι]] δ’ [[ἄκων]] οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ’ ὅτι ἐνν. [[πάρειμι]], γινώσκω τοῦτο [[καλῶς]], Σοφ. Ἀντ. 276· [[οὕτως]], εὖ οἶδ’ ὅτι, συχνὸν παρὰ Δημ., ὡς ἐν 110. 5· σάφ’ ἴσθ’ ὅτι Ἀριστοφ. Πλ. 889· - [[προσέτι]], οἶσθ’ ὅ, οἶσθ’ ὡς, μετὰ προτακτ., [[εἶναι]] συνήθη παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, γραφόμενα ὡς [[ἐρώτησις]], οἶσθ’ οὖν ὃ δρᾶσον; [[ὅπερ]] ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Bentley (Emend. Menand. σ. 107) ὡς ἰσοδύναμον τῷ δρᾶσον - οἶσθ’ ὅ; [[κάμε]] - εἰξεύρεις τί; δηλ. σπεῦσον καὶ [[κάμε]]· ὡς τὸ Λατ. tange, sed scin’ quomodo? Πλαῦτος Rud. 3. 5, 18, - [[ὅπερ]] πράγματι [[εἶναι]] συγχώνευσις δύο συντάξεων, οἶσθ’ ὡς ποίησον; ἀντὶ τοῦ: οἶσθ’ ὡς δεῖ σε ποιῆσαι; ἢ οἶσθ’ ὥς σε [[κελεύω]] ποιῆσαι; Σοφ. Ο. Τ. 543, [[ἔνθα]] ἴδε ἐκτενῆ σημείωσιν Jebb· οἶσθ’... ὡς νῦν μὴ σφαλῇς; ὁ αὐτ. Ο. Κ. 75· [[οἶσθα]] νῦν ἅ μοι γενέσθω; Εὐρ. Ι. Τ. 1203· σπανιώτατα μετὰ τοῦ μέλλ., οἶσθ’ οὖν ὃ δράσεις (ἂν μὴ ἀναγνωστ. δρᾶσον) ὁ αὐτ. Κύκλ. 131· ἴδε Ἐλμσλ. ἐν Μηδ. 587. 8) ὑπερθετικὸν [[συχνάκις]] ἀκολουθεῖται ὑπὸ τῆς φράσεως ὧν ἴσμεν· πρῶτος ὧν [[ἡμεῖς]] ἴσμεν, ὁ πρῶτος ἐξ ὅσων γνωρίζομεν, Ἡρόδ. 1. 6, κτλ.· παλαίτατος ὧν ἀκοῇ ἴσμεν Θουκ. 1. 4.
|lstext='''εἴδω''': (ἀείποτε μετὰ τοῦ [[δίγαμμα]] παρ’ Ὁμ.), Λατ. video, [[βλέπω]]. Δὲν ὑπάρχει δὲ ἐκ τοῦ τύπου τούτου [[εὔχρηστος]] ἐνεργ. ἐνεστώς, δι’ ὃ ἀντ’ [[αὐτοῦ]] κεῖται τὸ ὁρῶ, ἀλλ’ ἐνεστὼς [[μέσος]] ἀπαντᾷ· ἴδε κατωτ. Α. ΙΙ. Ὁ ἀόρ. β΄ εἶδον ἀείποτε διατηρεῖ τὴν κυρίαν σημασίαν τοῦ ὁρᾶν (καὶ [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ μέσ. ἀορ. α΄, ὁρᾶσθαι, [[ἤτοι]] φαίνεσθαι)· ἐνῷ ὁ πρκμ. [[οἶδα]] ἀείποτε σημαίνει [[γνωρίζω]], εἰξεύρω, καὶ ἔχει σημασίαν ἐνεστῶτος. - Περὶ τῆς διαφορᾶς τοῦ εἰδέναι καὶ ἐγνωκέναι ἴδε [[γιγνώσκω]] ἐν τέλει. (Ἐκ τῆς √ϜΙΔ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ ἑξῆς: εἶδον, (Ἐπ. ἔϜιδον), εἴδομαι, οἶδα, εἶδος, ἀΐδης, ἵστωρ, ἴδρις, Βιδιαῖοι· πρβλ. Σανσκρ. vid, véd-mi, πρκμ. vêd-a ([[οἶδα]]), vind-âmi (εὑρίσκειν), Vêd-as· Λατ. vid-eo, vis-us· Γοτθ. vait ([[οἶδα]]), vit-an (τηρεῖν), Παλαιο-Σκανδιν. vit-a, Ἀγγλο-Σαξον. wît-an (Ἀγγλ. to wit, wot)· Παλ. Ὑψηλ. Γερμ. viz-an (Γερμ. wissen), κτλ.) Α. ἀόρ. β΄ εἶδον ([[ὅστις]] χρησιμεύει ὡς ἀόρ. τοῦ [[ὁράω]]), Ἐπ. [[ἄνευ]] αὐξήσεως ἴδον, Ἰων. ἴδεσκε Ἰλ. Γ. 217· προστακτ. ἴδε (συχν. γραφόμενον ὡς ἐπίρρ. ἰδέ, ecce), ἴδετε· ὑποτακτ. ἴδω, Ἐπ. [[ὡσαύτως]] ἴδωμι Ἰλ. Σ. 63· εὐκτ. ἴδοιμι· ἀπαρ. [[ἰδεῖν]] καὶ Ἐπ. ἰδέειν· μετοχ. ἰδών: - Ἐντεῦθεν σχηματίζεται μέλλων [[ἰδησῶ]] Θεόκρ. Γ. 37. - Παρὰ ποιηταῖς ὡς καὶ παρ’ Ἴωσι καὶ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις ὁ β΄ [[μέσος]] [[ἀόριστος]] κεῖται ἀκριβῶς ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ([[οὕτως]] ἐν συνθέτοις, ἔτι καὶ παρὰ τοῖς Ἀττικ. πεζογράφοις, ἴδε ἐπ-, προ-, ὑπειδόμην), Ἐπ. ἰδόμην· προστακτ. [[ἰδοῦ]] (συχν. γραφόμενον ὡς ἐπίρρ. ἰδού, ecce)· ὑποτακτ. ἴδωμαι· εὐκτ. ἰδοίμην· ἀπαρ. ἰδέσθαι· μετοχ. ἰδόμενος Ἡρόδ. 1) ὁρῶ, [[βλέπω]], [[διακρίνω]], θεωρῶ, μή σε... ἐν ὀφθαλμοῖσιν ἴδωμαι θεινομένην, [[μήπως]] σὲ ἴδω πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου τυπτομένην, Ἰλ. Α. 587, κτλ.· [[οὕτως]], [[ἰδεῖν]] ἐν ὄμμασιν Εὐρ. Ὀρ. 1020· ἀλλ’ ἄγ’ ἐγὼν αὐτὸς πειρήσομαι ἠδὲ ἴδωμαι, ἀλλ’ ἂς δοκιμάσω ἐγὼ ὁ [[ἴδιος]] καὶ ἂς ἴδω, Ὀδ. Ζ. 126, πρβλ. Φ. 159· [[ὡσαύτως]] [[ἄνευ]] τοῦ πειράομαι, ὁ δὲ προμολὼν ἴδετο [[κρείων]] Ἐτεωνεὺς Δ. 22· ἀλλ’ ἄγε [[θᾶσσον]] ἰδώμεθα, [[ὅττι]] τάδ’ ἐστὶν Κ. 44· [[συχνάκις]] ἡγουμένου οὐσιαστικοῦ τινος ἢ ἐπιθέτου, χάλκε’ ἐπίσσωτρα.. [[θαῦμα]] ἰδέσθαι, νὰ τὰ βλέπῃ τις καὶ νὰ τὰ θαυμάζῃ, Ἰλ. Ε. 725· οἰκτρὸς [[ἰδεῖν]] Αἰσχύλ. Πρ. 238· [[ἐλεεινός]], λαμπρὸς εἰδεῖν Πλάτ. Πολ. 620Α. κτλ.· [[ἐνίοτε]] τὸ [[ἰδεῖν]] καὶ τὸ ἰδέσθαι συντάσσονται αἰτιατικῇ, ᾗ ἕπεται ἀναφορικὴ [[πρότασις]], ὅτε τὸ ἀναφορικὸν δύναται νὰ ἀντικατασταθῇ διὰ τοῦ ὅτι, [[ὥστε]] ἡ αἰτ. δὲν [[εἶναι]] [[κυρίως]] εἰπεῖν τὸ ἀντικείμενον, ἀλλ’ ἀνήκει εἰς τὸ ἐν τῇ ἀναφορικῇ προτάσει [[ῥῆμα]], [[οἷον]], εἶδον... νῆσον, τὴν πέρι [[πόντος]] ἐστεφάνωται Ὀδ. Κ. 195. β) μετ’ ἐπιτάσεως, [[βλέπω]], παρατηρῶ, μῆλα ἰδέσθαι, [[ἰδεῖν]] τὰ πρόβατα Ἰλ. Δ. 476, Ὀδ. Δ. 412, κτλ.· ἴδωμ’ ὅτιν’ ἔργα τέτυκται Ἰλ. Χ. 450, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 455Α. γ) [[ἐντυγχάνω]], συναντῶ, [[ἔρχομαι]] εἰς ὁμιλίαν, πρὶν τὸν Βρασίδαν [[ἰδεῖν]] Θουκ. 4. 125, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 5, κτλ. δ) [[βλέπω]], ὅ ἐ. [[λαμβάνω]] πεῖραν, [[δοκιμάζω]], [[ἀπολαύω]] τινός, Ἰλ. Ε. 221, κτλ.· νόστιμον [[ἦμαρ]] ἰδέσθαι Ὀδ. Γ. 233, κτλ.· δούλειον [[ἦμαρ]] [[ἰδεῖν]] Εὐρ. Ἑκ. 56· ἀέλιον ἕτερον [[ἰδεῖν]] Σοφ. Ἀποσπ. 835· τὴν δίκην [[ἰδεῖν]] Σοφ. Ἀντ. 1270· ἀλόχου κουριδίης, ἧς οὔ τι [[χάριν]] ἴδε, πολλὰ δ’ ἔδωκεν, «ἧς οὐδεμίαν ἀντίχαριν εἶδε, πολλὰ δὲ παρέσχετο» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Λ. 243. 2) [[βλέπω]], κυττάζω, [[ἰδεῖν]] ἐς..., [[βλέπω]] [[πρός]], ἢ εἰς, ἰδὼς ἐς πλησίον ἄλλον Β. 271, κτλ.· [[ἰδεῖν]] ἐπὶ... Ψ. 143· πρὸς... Ὀδ. Μ. 244· εἰς ὦπα ἰδέσθαι, [[ἰδεῖν]] κατὰ [[πρόσωπον]], Ἰλ. Ι. 373, κτλ.· κατ’ ἐνῶπα [[ἰδεῖν]] Ο. 320· [[ἄντα]], [[ἐσάντα]] ἢ [[ἄντην]] [[ἰδεῖν]] Ν. 184, Ρ. 334, Ὀδ. Ε. 78, κτλ. β) [[βλέπω]] κατά τινα τρόπον, [[ὑπόδρα]] ἰδών, [[κάτωθεν]] ἢ πλαγίως ἰδών, ῥίψας [[βλέμμα]] βλοσυρόν, ὀργίλον, «ἀγριοκυττάξας» (ἴδε [[ὑπόδρα]]), Ἰλ. Α. 148, ἀχρεῖον ἰδών, ῥίψας ἠλίθιον ἢ δειλὸν [[βλέμμα]], Β. 269· [[κέρδος]] ἰδών, ἀποβλέψας εἰς [[κέρδος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 539· πρβλ. [[βλέπω]] ΙΙ. 3) ἰδέσθαι ἐν φρεσίν, [[ἰδεῖν]] κατὰ διάνοιαν, Ἰλ. Φ. 61, πρβλ. Δ. 249, Ὀδ. Φ. 112· [[ἰδεῖν]] τῇ διανοίᾳ Πλάτ. Πολ. 510Ε. β) [[ἐξετάζω]], [[ἐξιχνιάζω]], Πλάτ. Φαίδων 70D, Θεαίτ. 192Ε. ΙΙ. Μέσ., ἐνεστ. [[εἴδομαι]], Ἐπ. ἐείδεται Θεόκρ. 25. 58, μετοχ. ἐειδόμενος Πινδ. Ν. 10. 27· ἀόρ. [[εἰσάμην]] (παρ’ Ὁμ. [[ὡσαύτως]] ἐείσαο, -ατο): - μόνον παρ’ Ἐπ. καὶ λυρ. ποιηταῖς, ὡς τὸ Λατ. videor, φαίνομαι, ὁρῶμαι, εἶμαι [[ὁρατός]], πάντα δὲ τ’ εἴδεται ἄστρα, [[εἶναι]] ὁρατά, φαίνονται, Ἰλ. Θ. 559· νῦν δὲ εἴδεται [[ἦμαρ]] ὑπὸ Τρώεσσι δαμῆναι Ν. 98· εἴσατο δέ [[σφιν]] δεξιὸς ἀΐξας δι’ ἄστεος (ὁ ἀετὸς) Ω. 319· ὅπῃ τὸ Ταρτάρειον εἴδεται [[βάθρον]] Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1034. 19, πρβλ. Ὀδ. Ε. 283. 2) μετ’ ἀπαρ., φαίνομαι ἢ φαίνομαι ὅτι εἶμαι, τὸ δέ τοι κὴρ εἴδεται [[εἶναι]], «τοῦτο δέ σοι [[θάνατος]] φαίνεται ὑπάρχειν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Α. 228· τοῦτό τί μοι... κάλλιστον εἴδεται [[εἶναι]] Ὀδ. Ι. 11, κτλ.· [[ὡσαύτως]] παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφάτου, ἀλλ’ ἄρα οἱ τόγε κέρδιον εἴσατο θυμῷ Τ. 283, κτλ.· οὐ μέν μοι κακὸς εἴδεται Ἰλ. Ξ. 472· πρβλ. Θεόκρ. 25. 58: - [[ἐντεῦθεν]] [[ὡσαύτως]], προσποιοῦμαι, εἴσατ’ [[ἴμεν]] ἐς Λῆμνον, (ὁ [[Ἥφαιστος]]) προσεποιήσατο ὅτι ἀπήρχετο εἰς Λῆμνον, Ὀδ. Θ. 283· εἴσατο, ὡς ὅτε [[ῥινόν]], ἐφαίνετο ὡς [[ἀσπίς]], εἶχε τὸ [[σχῆμα]] ἀσπίδος, Ε. 281, ἀλλὰ τὸ [[χωρίον]] φαίνεται ὕποπτον. 3) ἐπὶ καθαρῶς [[μέσης]] σημασ. μετὰ δοτ., εἴσατο δὲ φθογγὴν υἷϊ Πριάμοιο Πολίτῃ, ὡμοίωσε δὲ ἑαυτὴν κατὰ τὴν φωνὴν τῷ τοῦ Πριάμου υἱῷ Πολίτῃ, Ἰλ. Β. 791, πρβλ. Υ. 81· καὶ οἱ ὄψιν ἐειδόμενος ἀθανάτων βασιλεὺς Πινδ. Ν. 10. 28· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 771, Ἡρόδ. 6. 69· τῇ μιν ἐεισάμενη προσεφώνεε δῖ’ [[Ἀφροδίτη]], «[[ταύτῃ]] ὁμοιωθεῖσα ἡ [[ἔνδοξος]] [[Ἀφροδίτη]] εἶπε πρὸς αὐτὴν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Γ. 389, κ. ἀλλ. Β. πρκμ. [[οἶδα]], ἔχω ἴδῃ ἢ ἔχω παρατηρήσῃ, δηλ. [[γνωρίζω]], μετὰ σημασίας ἐνεστῶτος· ὁ ὑπερσ. ᾔδειν, [[ᾔδεα]], Ἀττ. ᾔδη, μετὰ σημασ. παρατ. Οἱ τύποι [[εἶναι]] τόσον ἀνώμαλοι ἐν τῷ πρκμ. καὶ ὑπερσυντ., [[ὥστε]] δὲν [[εἶναι]] δυνατὸν νὰ παρατεθῶσιν [[ἐνταῦθα]] ἅπαντες· ἴδε Ἑλληνικὰ Ρήματα Veitch 188 κἑξ. - Πρκμ. [[οἶδα]], Αἰολ. ὄϊδα Ἀλκαῖος 141· β΄ ἑνικ. [[οἶσθα]], ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ., πλὴν ἐν Ὀδ. Α. 337 ([[ἔνθα]] [[οἶδας]]· [[ὅπερ]] [[εἶναι]] [[σπάνιος]] [[τύπος]] ἀπαντῶν ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 456, 467, Εὐρ. Ἀλκ. 780), παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] [[ἐνίοτε]] οἶσθας Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 10, Εὐρ. Ἴων 999, Ἄλκ. 780· πληθ. ἴσμεν, Ἐπ. καὶ Δωρ. [[ἴδμεν]], ἴστε, ἴσασι ῐσ- Ὀδ. Β. 211 κ. ἀλλ., ῑσ- [[αὐτόθι]] 283 κ. ἀλλ.· Δωρ. ἴσατι Συλλ. Ἐπιγρ. 5773. 4, πληθ. [[ἴσαντι]] Πίνδ.· οἴδαμεν, -ατε, -ᾰσι Ἡρόδ. 2. 17, 43., 4. 46, κ. ἀλλ., καὶ μεταγεν.· ἀλλὰ σπάνιον παρ’ Ἀττ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 294, Ξεν. Οἰκ. 20. 14· - προστακτ. [[ἴσθι]], [[ἴστω]], Βοιωτ. [[ἴττω]]· - ὑποτακ. εἰδῶ, Ἐπ. [[ἰδέω]] Ἰλ. Ξ. 235. εἴδομεν Ἐπ. ἀντὶ εἰδῶμεν Α. 363, εἴδετε ἀντὶ εἰδῆτε Ὀδ. Ι. 17· - εὐκτ. [[εἰδείην]], α΄ πληθ. εἰδεῖμεν Πλάτ. Λάχ. 190B, Πολ. 582Α· ἀπαρ. εἰδέναι, Ἐπ. ἴδμεναι, [[ἴδμεν]], [[ὡσαύτως]] ἰδέμεν. Πινδ. Ν. 7. 36· - μετοχ. εἰδώς, εἰδυῖα, Ἐπ. [[ὡσαύτως]] [[ἰδυῖα]], Ὑπερσυντ. ᾔδη, ᾔδησθα (ᾔδης (ἤδησθα Κόβητος) Σοφ. Ἀντ. 447), ᾔδη Ὅμ., Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] ᾔδεις Ἀριστοφ. Θεσμ. 554, Ἀντιφῶν, γ΄ ἑνικ. ᾔδειν (πρὸ φωνήεντος) Εὐρ. Ἴων. 1187, Ἀριστοφ. Σφ. 558· Ἰων. [[ᾔδεα]], ᾔδεε Ἰλ. Ξ. 71., Ρ. 402, Ἡρόδ.· Ἐπ. [[ὡσαύτως]] ἠείδης, ἠείδη Ἰλ. Χ. 280, Ὀδ. Ι. 206: - πληθ. ᾔδειμεν Αἰσχίν. 65. 24, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 31, 4, ᾔδεμεν Σοφ. Ο. Τ. 1232· ᾔδειτε Δημ., κλ., Ἰων. ᾐδέατε Ἡρόδ.· ᾔδεισαν πρῶτον παρὰ Στράβωνι, ᾔδεσαν Ἡρόδ., Ἀττ. πεζογρ. καὶ τοῖς μεταγεν. Ἐπικοῖς· ᾔδειν, ἠείδειν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 65., Δ. 1700· ὁ [[γνήσιος]] Ἀττ. πληθ. φαίνεται ὅτι ἦτο [[ᾖσμεν]], [[ᾖστε]], [[ᾖσαν]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1098, Σοφ. Ἀποσπ. 317, Εὐρ. Κύκλ. 321, κτλ., ἴδε Κόβητον V. LL. 380 Ἐπ. γ΄ πληθ. [[ἴσαν]] Ἰλ. Σ. 405, Ὀδ. Δ. 772. - Ὁ μέλλ. ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας [[εἶναι]] [[εἴσομαι]] Ἰλ. Α. 548, Ἀττ.· ἢ εἰδήσω Ὀδ. Η 327,· Ἡρόδ. 7. 234, Ἰσοκρ. 11E, Ἀριστ.· ἀπαρ. [[εἰδησέμεν]] Ὀδ. Ξ. 257 ([[ἔνθα]] σχεδὸν μεταπίπτει εἰς τὴν σημασ. Α, [[βλέπω]]). - Ὁ ἀορ. καὶ ὁ πρκμ. παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ [[γιγνώσκω]], ἂν καὶ εὑρίσκεται ἀόρ. α΄ εἰδῆσαι παρ’ Ἱππ. καὶ Ἀριστ. (Ἠθ. Ν. 8. 3, 8), κ. ἀλλ. Παρ’ Ὁμήρ. πρέπει νὰ ἑρμηνεύηται [[ἐνίοτε]] διὰ τοῦ γινώσκω, ἔχω γνῶσίν τινος, [[ἄλλοτε]] δὲ διὰ τοῦ γινώσκω, κατανοῶ, [[προσέτι]] διὰ τοῦ ἔχω μάθῃ ἐκ μακρᾶς πείρας καὶ γινώσκω (ὡς δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ ἐν Ὀδ. Β. 16). - Παρ’ Ἀριστ. κεῖται παραπλησίως τῷ ἐπίστασθαι, γινώσκειν τι ἐπισταμένως ἢ ἐπιστημόνως, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 3, Φυσ. 1. 1, 1, κ. ἀλλ.· - [[συχνάκις]] λαμβάνει μείζονα ἔμφασιν διὰ τοῦ εὖ ἢ [[σάφα]], ὡς εὖ [[οἶδα]], γινώσκω [[καλῶς]]· εὖ [[ἴσθι]], γίνωσκε ἢ μάθε [[καλῶς]], βεβαιώθητι. Συχνάκις δὲ συντάσσεται μετ’ αἰτ. πράγματος, ἰδίως παρ’ Ὁμ., νοήματα οἶδε, μήδεα οἶδε Ὀδ. Β. 122, Ἰλ. Σ. 363, κτλ.· καὶ ἔτι συχνότερον μετὰ οὐδετέρων ἐπιθέτων, ὡς, πεπνυμένα, κεχαρισμένα, φίλα, ἄρτια, ἤπια, κεδνά, ἀθεμίστια, εἰδώς, κτλ., πρὸς περιγραφὴν τοῦ χαρακτῆρος ἀνθρώπου· ὁ Ὅμ. [[ὡσαύτως]] συντάσσει αὐτὸ μετὰ γεν., ὅς [[σάφα]] θυμῷ εἰδείη τεράων Ἰλ. Μ. 229· ὅς πάσης εὖ εἰδῇ σοφίης Ο. 421· τόξων εὖ εἰδώς, «ὁ τὴν τοξικὴν [[καλῶς]] ἐπιστάμενος» (Θ. Γαζῆς), Β. 718· οἰωνῶν [[σάφα]] εἰδὼς Ὀδ. Α. 202· εὖ εἰδὼς τεκτοσυνάων Ε. 250· μάχης εὖ εἰδότε πάσης Ἰλ. Β. 823· πυγμαχίης, θούριδος ἀλκῆς, θήρης, θεοπροπίων εἰδὼς ἢ εὖ εἰδώς, κτλ.: - [[χάριν]] εἰδέναι τινί, ὁμολογεῖν [[χάριν]], ἐγὼ δέ κέ τοι εἰδέω [[χάριν]] ἤματα πάντα Ἰλ. Ξ. 235, Ἡρόδ. 3. 21, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ. (ἴδε ἐν λ. [[χάρις]]): - ἡ προστακτ. [[εἶναι]] κοινὴ ἐν ἐπικλήσεσιν εἰς μαρτυρίαν, [[ἴστω]] νῦν [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[αὐτός]], «γιγνωσκέτω, [[μάρτυς]] ἔστω αὐτὸς ὁ [[Ζεύς|Ζεὺς]]» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 329· [[ἴστω]] νῦν τόδε Γαῖα Ο. 36, κτλ.· Δωρ. [[ἴττω]] Ζεύς, [[ἴττω]] [[Ἡρακλῆς]], κτλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 860, κτλ.: - εἰδώς, ἀπολ., ὁ γινώσκων, ὁ γνωρίζων τὸ [[πρᾶγμα]], ἰδυίῃ πάντ’ [[ἀγορεύω]] Ἰλ. Α. 365· μετ’ εἰδόσιν ἀγορεύειν Κ. 250· μακρηγορεῖν ἐν εἰδόσιν Θουκ. 2. 36, πρβλ. 3. 53· μαθεῖν παρὰ τοῦ εἰδότος Πλάτ. Πολ. 337D, κτλ.· παρ’ Ὁμ. ἰδυίῃσι πραπίδεσσι, «ἐπιστήμοσι, ἐμπείροις φρεσί, διανοίαις» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 608, κ. ἀλλ. 2) μετ’ ἀπαρ., [[γνωρίζω]] πῶς νὰ πράξω τι, οἶδ’ ἐπὶ [[δεξιά]], οἶδ’ ἐπ’ ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν Ἰλ. Η. 238, πρβλ. Σοφ. Φ. 1010, Ἀριστοφ. Σφ. 376· [[ὡσαύτως]] εἶμαι εἰς κατάστασιν, εἶμαι [[ἱκανός]], ἔχω τὴν δύναμιν νὰ..., Εὐρ. Μήδ. 664, Ἱππ. 729, Δημ. 51. 28. 3) μετὰ μετοχ., [[γνωρίζω]] πῶς ἔχει τὸ [[πρᾶγμα]]· κεῖται δὲ ἡ μετοχὴ κατ’ ὀνομαστ., [[ὅταν]] [[εἶναι]] κατηγορούμενον τοῦ ὑποκειμένου τοῦ ῥήματος, ὡς [[ἴσθι]] μοι δώσων [[ἄποινα]] τῆσδε μωρίας [[χάριν]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1670· [[ἴστω]] ὑπὸ τοῦ ἀδελφεοῦ ἀποθανὼν Ἡροδ. 4. 76· οὐ γὰρ [[οἶδα]] δεσπότας κεκτημένος Εὐρ. Ἑκ. 401· κατ’ αἰτ., [[ὅταν]] [[εἶναι]] κατηγορούμενον τοῦ ἀντικειμένου, τοὺς φιλτάτους γὰρ [[οἶδα]] νῶν ὄντας πικροὺς Αἰσχύλ. Χο. 234· τὸν Μῆδον ἴσμεν ἐκ περάτων γῆς ἐλθόντα Θουκ. 1. 69: - τὸ ἀπαρεμφ. [[εἶναι]] [[λίαν]] σπάνιον ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, Αἰσχύλ. Πέρσ. 413, Εὐρ. Ι. Α. 1005. 4) τὸ γιγνωκόμενον [[πρᾶγμα]] [[πολλάκις]] προστίθεται ὡς ἰδιαιτέρα [[πρότασις]] μετὰ τοῦ ὡς, ὅτι, κτλ., [[οἶδα]] κἀμαυτὴν ὅτι ἀλγῶ Σοφ. Ἠλ. 332· ἐάν τινα εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστι Πλάτ. Πρωτ. 323B, κτλ. 5) οὐκ οἶδ’ εἰ..., δὲν [[γνωρίζω]] ἂν..., ἐμφαίνει ἔλλειψιν πίστεως ἢ ἀμφιβολίαν, ὡς τὸ Λατ. nescio an non..., τὸ ἂν [[ἐνίοτε]] μετατίθεται, ὡς οὐκ οἶδ’ ἂν εἰ πείσαιμι Εὐρ. Ἄλκ. 48, [[ἔνθα]] ἴδε Monk: - [[ἐνίοτε]] τὸ [[ῥῆμα]] παραλείπεται μετὰ τὸ εἰ, ὡς οὐκ οἶδ’ εἴ τις [[ἄλλος]], [[ἴσως]] οὐδεὶς [[ἄλλος]], Ἰσοκρ. 116A, 234E. 6) ὅμοιαι ἐλλείψεις [[εἶναι]] συχναὶ μετ’ ἄλλων συνδέσμων, ὡς οὐκ οἶδ’ [[ὅπως]] ἢ ὅπῃ, δὲν [[γνωρίζω]] πῶς, Πλάτ. Πολ. 400B, κτλ.· οὐκ. οἶδ’ [[ὁπόθεν]] ὁ αὐτ. Κρατ. 396C. 7) [[οἶδα]] ἢ [[ἴσθι]] κεῖνται [[συχνάκις]] παρενθετικῶς, ὡς οἶδ’ ἐγὼ, Εὐρ. Μήδ. 948· σάφ’ [[οἶδα]], εὖ [[οἶδα]] [[αὐτόθι]] 94, 963, κτλ.: - [[ὡσαύτως]], οἶδ’ ὅτι, οἶσθ’ ὅτι, ἴσθ’ ὅτι, ἐλλειπτικαὶ φράσεις χρησιμεύουσαι πρὸς ἐνίσχυσιν διαβεβαιώσεώς τινος, [[πάρειμι]] δ’ [[ἄκων]] οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ’ ὅτι ἐνν. [[πάρειμι]], γινώσκω τοῦτο [[καλῶς]], Σοφ. Ἀντ. 276· [[οὕτως]], εὖ οἶδ’ ὅτι, συχνὸν παρὰ Δημ., ὡς ἐν 110. 5· σάφ’ ἴσθ’ ὅτι Ἀριστοφ. Πλ. 889· - [[προσέτι]], οἶσθ’ ὅ, οἶσθ’ ὡς, μετὰ προτακτ., [[εἶναι]] συνήθη παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, γραφόμενα ὡς [[ἐρώτησις]], οἶσθ’ οὖν ὃ δρᾶσον; [[ὅπερ]] ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Bentley (Emend. Menand. σ. 107) ὡς ἰσοδύναμον τῷ δρᾶσον - οἶσθ’ ὅ; [[κάμε]] - εἰξεύρεις τί; δηλ. σπεῦσον καὶ [[κάμε]]· ὡς τὸ Λατ. tange, sed scin’ quomodo? Πλαῦτος Rud. 3. 5, 18, - [[ὅπερ]] πράγματι [[εἶναι]] συγχώνευσις δύο συντάξεων, οἶσθ’ ὡς ποίησον; ἀντὶ τοῦ: οἶσθ’ ὡς δεῖ σε ποιῆσαι; ἢ οἶσθ’ ὥς σε [[κελεύω]] ποιῆσαι; Σοφ. Ο. Τ. 543, [[ἔνθα]] ἴδε ἐκτενῆ σημείωσιν Jebb· οἶσθ’... ὡς νῦν μὴ σφαλῇς; ὁ αὐτ. Ο. Κ. 75· [[οἶσθα]] νῦν ἅ μοι γενέσθω; Εὐρ. Ι. Τ. 1203· σπανιώτατα μετὰ τοῦ μέλλ., οἶσθ’ οὖν ὃ δράσεις (ἂν μὴ ἀναγνωστ. δρᾶσον) ὁ αὐτ. Κύκλ. 131· ἴδε Ἐλμσλ. ἐν Μηδ. 587. 8) ὑπερθετικὸν [[συχνάκις]] ἀκολουθεῖται ὑπὸ τῆς φράσεως ὧν ἴσμεν· πρῶτος ὧν [[ἡμεῖς]] ἴσμεν, ὁ πρῶτος ἐξ ὅσων γνωρίζομεν, Ἡρόδ. 1. 6, κτλ.· παλαίτατος ὧν ἀκοῇ ἴσμεν Θουκ. 1. 4.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἴδω:''' (<i>√ϜΙΔ</i>, Λατ. [[video]]), [[βλέπω]]· δεν χρησιμ. στον Ενεργ. ενεστ., [[αλλά]] χρησιμ. το [[ὁράω]] στη [[θέση]] του· ενεστ. στη Μέσ. υπάρχει, βλ. κατωτ.· ο αόρ. βʹ [[εἶδον]] διατηρεί την κύρια [[σημασία]] του «[[βλέπω]]»· αντίθ. ο παρακ. [[οἶδα]] (έχω δει) σημαίνει «[[γνωρίζω]]» και χρησιμ. ως ενεστ.<br /><b class="num">Α.</b> αόρ. βʹ [[εἶδον]], Επικ. [[χωρίς]] αύξ. [[ἴδον]], Ιων. γʹ ενικ. [[ἴδεσκε]]· προστ. [[ἴδε]] (ως επίρρ. [[ἰδέ]], [[ecce]])· υποτ. [[ἴδω]], Επικ. <i>ἴδωμι</i>· ευκτ. <i>ἴδοιμι</i>· απαρ. [[ἰδεῖν]], Επικ. [[ἰδέειν]], μτχ. [[ἰδών]]· απ' όπου σχηματίζεται μέλ. [[ἰδησῶ]]· Μέσ. αόρ. βʹ χρησιμ. με την [[ίδια]] [[σημασία]], <i>εἰδόμην</i>, Επικ. <i>ἰδόμην</i>· προστ. [[ἰδοῦ]] (ως επίρρ. [[ἰδού]], [[ecce]])· υποτ. <i>ἴδωμαι</i>, ευκτ. <i>ἰδοίμην</i>, απαρ. [[ἰδέσθαι]], μτχ. <i>ἰδόμενος</i>· [[ὄψομαι]], χρησιμ. ως μέλ., <i>ἑόρᾱκα</i> ή <i>ἑώρᾰκα</i>, ως παρακ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βλέπω]], [[διακρίνω]], [[αντικρύζω]], [[παρατηρώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[μετά]] από ουσ., [[θαῦμα]] [[ἰδέσθαι]], αυτό που είναι υπέροχο να το βλέπεις, σε Ομήρ. Ιλ.· οἰκτρὸς [[ἰδεῖν]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κοιτάζω]], [[προσβλέπω]], [[ατενίζω]], εἰς ὦπα [[ἰδέσθαι]], [[κοιτάζω]] στο [[πρόσωπο]], κατά [[πρόσωπο]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[κοιτάζω]] με τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο, ἀχρεῖον [[ἰδών]], [[δείχνω]] [[ανήμπορος]], [[αμήχανος]], [[αδέξιος]], στο ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[βλέπω]] πνευματικά, διανοητικά, [[ἰδέσθαι]] ἐν φρεσίν, «[[βλέπω]] στο [[μάτι]] του μυαλού του», σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ. ενεστ. [[εἴδομαι]], Επικ. γʹ ενικ. <i>ἐείδεται</i>, αόρ. αʹ [[εἰσάμην]], Επικ. βʹ και γʹ πρόσ. <i>ἐείσαο</i>, <i>-ατο</i>, Λατ. videro, είμαι [[ορατός]], [[φαίνομαι]], <i>εἴδεται ἄστρα</i>, είναι ορατά, φαίνονται, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[φαίνομαι]] ή [[φαίνομαι]] ότι είμαι, τοῦτό μοι κάλλιστον εἴδεται [[εἶναι]], σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, με απαρ. που παραλείπεται, τόγεκέρδιον [[εἴσατο]], στο ίδ.· [[ακόμη]], εἴστα' [[ἴμεν]], προσποιήθηκε ότι έφυγε, αποχώρησε, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με αυστηρά Μέση [[σημασία]], με δοτ., [[ἐείσατο]] φθογγὴν Πολίτῃ, έκανε τον εαυτό της να ακουστεί όπως ο [[πολίτης]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης [[γίνομαι]] όμοιος (στη [[μορφή]] με κάποιον), στο ίδ. <b>Β.</b> παρακ. [[οἶδα]], έχω δει, δηλ. [[γνωρίζω]], ως ενεστ.· υπερσ. [[ᾔδειν]], [[ᾔδεα]], Αττ. [[ᾔδη]], γνώριζα, ως παρατ.· βʹ ενικ. [[οἶσθα]], [[σπανίως]], [[οἶδας]]· πληθ. [[ἴσμεν]] (Επικ. και Δωρ. [[ἴδμεν]]), [[ἴστε]], [[ἴσασι]], [[σπανίως]] <i>οἴδαμεν</i>, <i>-ατε</i>, <i>-ᾶσι</i>· προστ. [[ἴσθι]], [[ἴστω]] (Βοιωτ. [[ἴττω]])· υποτ. [[εἰδῶ]], Επικ. [[ἰδέω]], πληθ. [[εἴδομεν]], Επικ. αντί <i>εἰδῶμεν</i>, [[εἴδετε]] αντί <i>εἴδητε</i>, ευκτ. [[εἰδείην]], απαρ. [[εἰδέναι]], Επικ. [[ἴδμεναι]], [[ἴδμεν]], μτχ. [[εἰδώς]], <i>εἰδυῖα</i>, Επικ. [[ἰδυῖα]], υπερσ. [[ᾔδη]], [[ᾔδησθα]] ([[σπανίως]] <i>ᾔδης</i>), [[ᾔδη]]· Αττ. επίσης [[ᾔδειν]], Ιων. [[ᾔδεα]], <i>ᾔδεε</i>· Επικ. επίσης <i>ἠείδης</i>, [[ἠείδη]], Αττ. αʹ πληθ. <i>ᾔδειμεν</i>, [[ᾔδεμεν]], βʹ πληθ. <i>ᾔδειτε</i>, γʹ πληθ. [[ᾔδεσαν]]· επίσης, βραχύτεροι τύποι [[ᾖσμεν]], [[ᾖστε]], [[ᾖσαν]], Επικ. γʹ πληθ. [[ἴσαν]]· μέλ. με την [[ίδια]] [[σημασία]], [[εἴσομαι]] ή [[εἰδήσω]], Επικ. απαρ. <i>εἰδήσεμεν</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[γνωρίζω]], εὖ [[οἶδα]], [[γνωρίζω]] [[καλά]]· εὖ [[ἴσθι]], βεβαιώσου· [[συχνά]] με αιτ. πράγμ., <i>νοήματα οἶδε</i>, [[μήδεα]] οἶδε, είναι [[ἔμπειρος]] σε νουθεσίες, σε Όμηρ.· με επίθ. ουδ. γένους, <i>πεπνυμένα</i>, <i>φίλα</i>, ἀθεμίστια [[εἰδώς]], στον ίδ.· επίσης με γεν., τόξων εὖ [[εἰδώς]], [[επιδεξιότητα]] στη [[χρήση]] του τόξου· οἰωνῶν [[σάφα]] [[εἰδώς]], σε Ομήρ. Οδ.· [[χάριν]] [[εἰδέναι]] τινί, [[αναγνωρίζω]] τη [[χάρη]], το [[χρέος]] σε κάποιον, [[οφείλω]] [[κάτι]] σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με προστ., σε ομολογίες, [[ἴστω]] [[Ζεὺς]] [[αὐτός]], [[μάρτυς]] μου ο Δίας, στο ίδ.· Δωρ. [[ἴττω]] [[Ζεύς]], [[ἴττω]], σε Αριστοφ.· -[[εἰδώς]] απόλ., αυτός που γνωρίζει, εἰδυίῃ πάντ' [[ἀγορεύω]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἰδυίῃσι πραπίδεσσι</i>, με μορφωμένο [[μυαλό]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[γνωρίζω]] με ποιο τρόπο να πράξω, να κάνω [[κάτι]], στο ίδ., σε Αττ.<br /><b class="num">3.</b> με μτχ., [[γνωρίζω]] πώς έχει η [[κατάσταση]], [[ἴσθι]] μοι [[δώσων]], [[γνωρίζω]] ότι εσύ θα δώσεις, σε Αισχύλ.· τὸν Μῆδον [[ἴσμεν]] ἐλθόντα, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> <i>οὐκ οἶδ' εἰ</i>, δεν [[γνωρίζω]] αν..., δηλώνει [[δυσπιστία]], ως το Λατ. [[nescio]] an [[non]], <i>οὐκ οἶδ' ἂν εἰ πείσαιμι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">5.</b> [[οἶδα]] ή [[ἴσθι]] [[συχνά]] παρενθετικά, οἶδ' [[ἐγώ]], στον ίδ.· οἶδ' [[ὅτι]], οἶσθ' [[ὅτι]], ἴσθ' [[ὅτι]], [[πάρειμι]], σε Σοφ.· ομοίως, εὖ οἶδ' [[ὅτι]], σε Δημ.· στους Τραγ. επίσης, <i>οἶσθ' n δρᾶσον</i>· ισοδύν. του <i>δρᾶσον - οἶσθ' ὅ</i>, κάνε ό,τι ξέρεις, δηλ. σπεύσε και πράξε, κάνε· <i>οἶσθ' ὡς ποίησον</i> κ.λπ.
|lsmtext='''εἴδω:''' (<i>√ϜΙΔ</i>, Λατ. [[video]]), [[βλέπω]]· δεν χρησιμ. στον Ενεργ. ενεστ., [[αλλά]] χρησιμ. το [[ὁράω]] στη [[θέση]] του· ενεστ. στη Μέσ. υπάρχει, βλ. κατωτ.· ο αόρ. βʹ [[εἶδον]] διατηρεί την κύρια [[σημασία]] του «[[βλέπω]]»· αντίθ. ο παρακ. [[οἶδα]] (έχω δει) σημαίνει «[[γνωρίζω]]» και χρησιμ. ως ενεστ.<br /><b class="num">Α.</b> αόρ. βʹ [[εἶδον]], Επικ. [[χωρίς]] αύξ. [[ἴδον]], Ιων. γʹ ενικ. [[ἴδεσκε]]· προστ. [[ἴδε]] (ως επίρρ. [[ἰδέ]], [[ecce]])· υποτ. [[ἴδω]], Επικ. <i>ἴδωμι</i>· ευκτ. <i>ἴδοιμι</i>· απαρ. [[ἰδεῖν]], Επικ. [[ἰδέειν]], μτχ. [[ἰδών]]· απ' όπου σχηματίζεται μέλ. [[ἰδησῶ]]· Μέσ. αόρ. βʹ χρησιμ. με την [[ίδια]] [[σημασία]], <i>εἰδόμην</i>, Επικ. <i>ἰδόμην</i>· προστ. [[ἰδοῦ]] (ως επίρρ. [[ἰδού]], [[ecce]])· υποτ. <i>ἴδωμαι</i>, ευκτ. <i>ἰδοίμην</i>, απαρ. [[ἰδέσθαι]], μτχ. <i>ἰδόμενος</i>· [[ὄψομαι]], χρησιμ. ως μέλ., <i>ἑόρᾱκα</i> ή <i>ἑώρᾰκα</i>, ως παρακ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βλέπω]], [[διακρίνω]], [[αντικρύζω]], [[παρατηρώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[μετά]] από ουσ., [[θαῦμα]] [[ἰδέσθαι]], αυτό που είναι υπέροχο να το βλέπεις, σε Ομήρ. Ιλ.· οἰκτρὸς [[ἰδεῖν]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κοιτάζω]], [[προσβλέπω]], [[ατενίζω]], εἰς ὦπα [[ἰδέσθαι]], [[κοιτάζω]] στο [[πρόσωπο]], κατά [[πρόσωπο]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[κοιτάζω]] με τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο, ἀχρεῖον [[ἰδών]], [[δείχνω]] [[ανήμπορος]], [[αμήχανος]], [[αδέξιος]], στο ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[βλέπω]] πνευματικά, διανοητικά, [[ἰδέσθαι]] ἐν φρεσίν, «[[βλέπω]] στο [[μάτι]] του μυαλού του», σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ. ενεστ. [[εἴδομαι]], Επικ. γʹ ενικ. <i>ἐείδεται</i>, αόρ. αʹ [[εἰσάμην]], Επικ. βʹ και γʹ πρόσ. <i>ἐείσαο</i>, <i>-ατο</i>, Λατ. videro, είμαι [[ορατός]], [[φαίνομαι]], <i>εἴδεται ἄστρα</i>, είναι ορατά, φαίνονται, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[φαίνομαι]] ή [[φαίνομαι]] ότι είμαι, τοῦτό μοι κάλλιστον εἴδεται [[εἶναι]], σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, με απαρ. που παραλείπεται, τόγεκέρδιον [[εἴσατο]], στο ίδ.· [[ακόμη]], εἴστα' [[ἴμεν]], προσποιήθηκε ότι έφυγε, αποχώρησε, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με αυστηρά Μέση [[σημασία]], με δοτ., [[ἐείσατο]] φθογγὴν Πολίτῃ, έκανε τον εαυτό της να ακουστεί όπως ο [[πολίτης]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης [[γίνομαι]] όμοιος (στη [[μορφή]] με κάποιον), στο ίδ. <b>Β.</b> παρακ. [[οἶδα]], έχω δει, δηλ. [[γνωρίζω]], ως ενεστ.· υπερσ. [[ᾔδειν]], [[ᾔδεα]], Αττ. [[ᾔδη]], γνώριζα, ως παρατ.· βʹ ενικ. [[οἶσθα]], [[σπανίως]], [[οἶδας]]· πληθ. [[ἴσμεν]] (Επικ. και Δωρ. [[ἴδμεν]]), [[ἴστε]], [[ἴσασι]], [[σπανίως]] <i>οἴδαμεν</i>, <i>-ατε</i>, <i>-ᾶσι</i>· προστ. [[ἴσθι]], [[ἴστω]] (Βοιωτ. [[ἴττω]])· υποτ. [[εἰδῶ]], Επικ. [[ἰδέω]], πληθ. [[εἴδομεν]], Επικ. αντί <i>εἰδῶμεν</i>, [[εἴδετε]] αντί <i>εἴδητε</i>, ευκτ. [[εἰδείην]], απαρ. [[εἰδέναι]], Επικ. [[ἴδμεναι]], [[ἴδμεν]], μτχ. [[εἰδώς]], <i>εἰδυῖα</i>, Επικ. [[ἰδυῖα]], υπερσ. [[ᾔδη]], [[ᾔδησθα]] ([[σπανίως]] <i>ᾔδης</i>), [[ᾔδη]]· Αττ. επίσης [[ᾔδειν]], Ιων. [[ᾔδεα]], <i>ᾔδεε</i>· Επικ. επίσης <i>ἠείδης</i>, [[ἠείδη]], Αττ. αʹ πληθ. <i>ᾔδειμεν</i>, [[ᾔδεμεν]], βʹ πληθ. <i>ᾔδειτε</i>, γʹ πληθ. [[ᾔδεσαν]]· επίσης, βραχύτεροι τύποι [[ᾖσμεν]], [[ᾖστε]], [[ᾖσαν]], Επικ. γʹ πληθ. [[ἴσαν]]· μέλ. με την [[ίδια]] [[σημασία]], [[εἴσομαι]] ή [[εἰδήσω]], Επικ. απαρ. <i>εἰδήσεμεν</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[γνωρίζω]], εὖ [[οἶδα]], [[γνωρίζω]] [[καλά]]· εὖ [[ἴσθι]], βεβαιώσου· [[συχνά]] με αιτ. πράγμ., <i>νοήματα οἶδε</i>, [[μήδεα]] οἶδε, είναι [[ἔμπειρος]] σε νουθεσίες, σε Όμηρ.· με επίθ. ουδ. γένους, <i>πεπνυμένα</i>, <i>φίλα</i>, ἀθεμίστια [[εἰδώς]], στον ίδ.· επίσης με γεν., τόξων εὖ [[εἰδώς]], [[επιδεξιότητα]] στη [[χρήση]] του τόξου· οἰωνῶν [[σάφα]] [[εἰδώς]], σε Ομήρ. Οδ.· [[χάριν]] [[εἰδέναι]] τινί, [[αναγνωρίζω]] τη [[χάρη]], το [[χρέος]] σε κάποιον, [[οφείλω]] [[κάτι]] σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με προστ., σε ομολογίες, [[ἴστω]] [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[αὐτός]], [[μάρτυς]] μου ο Δίας, στο ίδ.· Δωρ. [[ἴττω]] [[Ζεύς]], [[ἴττω]], σε Αριστοφ.· -[[εἰδώς]] απόλ., αυτός που γνωρίζει, εἰδυίῃ πάντ' [[ἀγορεύω]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἰδυίῃσι πραπίδεσσι</i>, με μορφωμένο [[μυαλό]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[γνωρίζω]] με ποιο τρόπο να πράξω, να κάνω [[κάτι]], στο ίδ., σε Αττ.<br /><b class="num">3.</b> με μτχ., [[γνωρίζω]] πώς έχει η [[κατάσταση]], [[ἴσθι]] μοι [[δώσων]], [[γνωρίζω]] ότι εσύ θα δώσεις, σε Αισχύλ.· τὸν Μῆδον [[ἴσμεν]] ἐλθόντα, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> <i>οὐκ οἶδ' εἰ</i>, δεν [[γνωρίζω]] αν..., δηλώνει [[δυσπιστία]], ως το Λατ. [[nescio]] an [[non]], <i>οὐκ οἶδ' ἂν εἰ πείσαιμι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">5.</b> [[οἶδα]] ή [[ἴσθι]] [[συχνά]] παρενθετικά, οἶδ' [[ἐγώ]], στον ίδ.· οἶδ' [[ὅτι]], οἶσθ' [[ὅτι]], ἴσθ' [[ὅτι]], [[πάρειμι]], σε Σοφ.· ομοίως, εὖ οἶδ' [[ὅτι]], σε Δημ.· στους Τραγ. επίσης, <i>οἶσθ' n δρᾶσον</i>· ισοδύν. του <i>δρᾶσον - οἶσθ' ὅ</i>, κάνε ό,τι ξέρεις, δηλ. σπεύσε και πράξε, κάνε· <i>οἶσθ' ὡς ποίησον</i> κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εἴδω:''' (fut. [[εἴσομαι]]; aor. 2 [[εἶδον]] - imper. [[ἴδε]] и [[ἰδέ]], conjct. ἰδῶ, inf. [[ἰδεῖν]], part. [[ἰδών]]; pf. = praes. [[οἶδα]], imper. [[ἴσθι]], conjct. [[εἰδῶ]], inf. [[εἰδέναι]], part. [[εἰδώς]]; med.: [[εἴδομαι]] - поэт. тж. [[ἐείδομαι]], aor. 2 εἰδόμην - эп. [[εἰσάμην]] и [[ἐεισάμην]], дор. [[εἰδόμαν|εἰδόμᾱν]], imper. [[ἰδοῦ]], conjct. ἴδωμαι, inf. [[ἰδέσθαι]], part. ἰδόμενος)<br /><b class="num">1)</b> видеть, созерцать ([[ἰδεῖν]] τινα и τι Plat., тж. ὀφθαλμοῖσιν или ἐν ὀφθαλμοῖσιν Hom. и ἐν ὄμμασιν Eur.): οἰκτρὸς [[ἰδεῖν]] Aesch. жалкий на вид, душераздирающий: [[πῶς]] γὰρ κάτοιδ᾽ ὅν γ᾽ [[εἶδον]] [[οὐδεπώποτε]]; Soph. как узнать мне того, кого я никогда не видел?;<br /><b class="num">2)</b> смотреть, глядеть (ἔς и πρός τινα, εἴς и ἐπί τι Hom.): [[ἄντα]], [[ἔσαντα]], [[ἄντην]] или κατ᾽ ἐνῶπα [[ἰδεῖν]] и εἰς ὦπα [[ἰδέσθαι]] Hom. глядеть в лицо; [[ἰδεῖν]] τινα Thuc., Xen. повидаться с кем-л.: ἴδωμεν τί ποτε καὶ λέγομεν Plat. рассмотрим то, что мы говорим;<br /><b class="num">3)</b> высматривать, искать: [[κέρδος]] [[ἰδών]] Aesch. корыстолюбивый, корыстный;<br /><b class="num">4)</b> видеть, познавать, испытывать ([[ἦμαρ]] [[νόστιμον]] [[ἰδέσθαι]] Hom. и δούλειον [[ἦμαρ]] [[ἰδεῖν]] Eur.);<br /><b class="num">5)</b> воображать, представлять ([[ἰδέσθαι]] ἐνὶ φρεσίν Hom. и [[ἰδεῖν]] τῇ διανοίᾳ Plat.);<br /><b class="num">6)</b> med. виднеться, появляться (εἴδεται ἄστρα Hom.): [[εἴσατο]] [[δεξιός]] Hom. он показался справа;<br /><b class="num">7)</b> med. казаться, представляться: [[τοῦτο]] τί μοι κάλλιστον εἴδεται εἶναι Hom. это кажется мне превосходным;<br /><b class="num">8)</b> med. делать вид, притворяться: εἴσατ᾽ [[ἴμεν]] ἐς Λῆμνον Hom. он сделал вид, будто направляется в Лемнос; [[εἴδεσθαι]] φθογγήν τινι Hom. подражать чьему-л. голосу;<br /><b class="num">9)</b> med. уподобляться, быть похожим (εἰδόμενός τινι Pind., Aesch., Her.);<br /><b class="num">10)</b> pf. = praes. быть осведомленным, (по)знать (τι Hom., Soph., Plat., Polyb., Plut. и περί τινος Hom., Arst.): ὡς μηδὲν εἰδότα [[ἴσθι]] μ᾽ ὧν ἀνιστορεῖς Soph. знай, что ничто из того, что ты рассказываешь, мне неизвестно; μετ᾽ εἰδόσιν Hom. и ἐν εἰδόσιν Thuc. в присутствии сведущих людей; τοῦ [[εἰδέναι]] ὀρέγεσθαι Arst. стремиться к знанию; οἶσθ᾽ ὡς ποίησον; Soph. и οἶσθ᾽ ὃ δρᾶσον; Eur. знаешь, что сделай?, т. е. послушай, вот что я тебе скажу; σάφ᾽ ἴσθ᾽ ὅτι Arph. имей в виду, будь уверен; [[ἴστω]] [[νῦν]] [[Ζεύς]] Hom. и [[ἴττω]] [[Δεύς]] беот. Arph. пусть знает Зевс!, т. е. призываю в свидетели Зевса!;<br /><b class="num">11)</b> pf. = praes. быть сведущим, уметь, мочь: τόξων εὖ [[εἰδώς]] Hom. прекрасно владеющий луком; οὐδὲν ᾔδει πλὴν τὸ προσταχθὲν ποιεῖν Soph. он умел лишь исполнять приказанное; προβάλλεσθαι δ᾽ οὔτ᾽ οἶδεν οὔτ᾽ ἐθέλει Dem. оказать же сопротивление он и не может, и не желает;<br /><b class="num">12)</b> (о чувстве благодарности и т. п.) чувствовать, испытывать: φίλα εἰδότες ἀλλήλοισιν Hom. связанные взаимной дружбой; [[χάριν]] [[εἰδέναι]] τινί Hom., Her., Xen., Plat. питать чувство благодарности к, быть признательным кому-л.
|elrutext='''εἴδω:''' (fut. [[εἴσομαι]]; aor. 2 [[εἶδον]] - imper. [[ἴδε]] и [[ἰδέ]], conjct. ἰδῶ, inf. [[ἰδεῖν]], part. [[ἰδών]]; pf. = praes. [[οἶδα]], imper. [[ἴσθι]], conjct. [[εἰδῶ]], inf. [[εἰδέναι]], part. [[εἰδώς]]; med.: [[εἴδομαι]] - поэт. тж. [[ἐείδομαι]], aor. 2 εἰδόμην - эп. [[εἰσάμην]] и [[ἐεισάμην]], дор. [[εἰδόμαν|εἰδόμᾱν]], imper. [[ἰδοῦ]], conjct. ἴδωμαι, inf. [[ἰδέσθαι]], part. ἰδόμενος)<br /><b class="num">1)</b> видеть, созерцать ([[ἰδεῖν]] τινα и τι Plat., тж. ὀφθαλμοῖσιν или ἐν ὀφθαλμοῖσιν Hom. и ἐν ὄμμασιν Eur.): οἰκτρὸς [[ἰδεῖν]] Aesch. жалкий на вид, душераздирающий: [[πῶς]] γὰρ κάτοιδ᾽ ὅν γ᾽ [[εἶδον]] [[οὐδεπώποτε]]; Soph. как узнать мне того, кого я никогда не видел?;<br /><b class="num">2)</b> смотреть, глядеть (ἔς и πρός τινα, εἴς и ἐπί τι Hom.): [[ἄντα]], [[ἔσαντα]], [[ἄντην]] или κατ᾽ ἐνῶπα [[ἰδεῖν]] и εἰς ὦπα [[ἰδέσθαι]] Hom. глядеть в лицо; [[ἰδεῖν]] τινα Thuc., Xen. повидаться с кем-л.: ἴδωμεν τί ποτε καὶ λέγομεν Plat. рассмотрим то, что мы говорим;<br /><b class="num">3)</b> высматривать, искать: [[κέρδος]] [[ἰδών]] Aesch. корыстолюбивый, корыстный;<br /><b class="num">4)</b> видеть, познавать, испытывать ([[ἦμαρ]] [[νόστιμον]] [[ἰδέσθαι]] Hom. и δούλειον [[ἦμαρ]] [[ἰδεῖν]] Eur.);<br /><b class="num">5)</b> воображать, представлять ([[ἰδέσθαι]] ἐνὶ φρεσίν Hom. и [[ἰδεῖν]] τῇ διανοίᾳ Plat.);<br /><b class="num">6)</b> med. виднеться, появляться (εἴδεται ἄστρα Hom.): [[εἴσατο]] [[δεξιός]] Hom. он показался справа;<br /><b class="num">7)</b> med. казаться, представляться: [[τοῦτο]] τί μοι κάλλιστον εἴδεται εἶναι Hom. это кажется мне превосходным;<br /><b class="num">8)</b> med. делать вид, притворяться: εἴσατ᾽ [[ἴμεν]] ἐς Λῆμνον Hom. он сделал вид, будто направляется в Лемнос; [[εἴδεσθαι]] φθογγήν τινι Hom. подражать чьему-л. голосу;<br /><b class="num">9)</b> med. уподобляться, быть похожим (εἰδόμενός τινι Pind., Aesch., Her.);<br /><b class="num">10)</b> pf. = praes. быть осведомленным, (по)знать (τι Hom., Soph., Plat., Polyb., Plut. и περί τινος Hom., Arst.): ὡς μηδὲν εἰδότα [[ἴσθι]] μ᾽ ὧν ἀνιστορεῖς Soph. знай, что ничто из того, что ты рассказываешь, мне неизвестно; μετ᾽ εἰδόσιν Hom. и ἐν εἰδόσιν Thuc. в присутствии сведущих людей; τοῦ [[εἰδέναι]] ὀρέγεσθαι Arst. стремиться к знанию; οἶσθ᾽ ὡς ποίησον; Soph. и οἶσθ᾽ ὃ δρᾶσον; Eur. знаешь, что сделай?, т. е. послушай, вот что я тебе скажу; σάφ᾽ ἴσθ᾽ ὅτι Arph. имей в виду, будь уверен; [[ἴστω]] [[νῦν]] [[Ζεύς]] Hom. и [[ἴττω]] [[Δεύς]] беот. Arph. пусть знает Зевс!, т. е. призываю в свидетели Зевса!;<br /><b class="num">11)</b> pf. = praes. быть сведущим, уметь, мочь: τόξων εὖ [[εἰδώς]] Hom. прекрасно владеющий луком; οὐδὲν ᾔδει πλὴν τὸ προσταχθὲν ποιεῖν Soph. он умел лишь исполнять приказанное; προβάλλεσθαι δ᾽ οὔτ᾽ οἶδεν οὔτ᾽ ἐθέλει Dem. оказать же сопротивление он и не может, и не желает;<br /><b class="num">12)</b> (о чувстве благодарности и т. п.) чувствовать, испытывать: φίλα εἰδότες ἀλλήλοισιν Hom. связанные взаимной дружбой; [[χάριν]] [[εἰδέναι]] τινί Hom., Her., Xen., Plat. питать чувство благодарности к, быть признательным кому-л.
}}
}}