χαρίεις: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰρίεις''': χαρίεσσα, χαρίεν (περὶ τοῦ χάριεν, ἴδε κατωτέρω IV)· γεν. χαρίεντος, δοτ. -εντι· κλητ., κατὰ Α. Β. 981, χαρίει καὶ χαρίεν· ([[χάρις]])· - ὡς καὶ νῦν, [[πλήρης]] χαρίτων, [[ἐπίχαρις]] [[κομψός]], [[εὔμορφος]], κοινῶς «χαριτωμένος». Ι. παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων, [[[πέπλος]] [χαριέστατος Ἰλ. Ζ. 90, 271· εἴματα Ε. 905· ἔργα Ὀδ. Κ. 223· [[φᾶρος]] Ε. 231· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πράξεων, ἀμοιβὴ Ε. 58· ἀοιδὴ Ω. 197· [[τέλος]] χαριέστερον Ι. 5· [[ὡσαύτως]], χ. δῶρα, πλήρη χαρίτων, Ἰλ. Θ. 204· οὐ πάντεσσι θεοὶ χαρίεντα διδοῦδιν Ὀδ. Θ. 167· καὶ εἴ ποτέ τοι χαρίεντ’ ἐπὶ νηὸν ἔρεψα Ἰλ. Α. 39· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν μερῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, χ. [[μέτωπον]], [[πρόσωπον]], κάρη Π. 798, Σ. 24, Χ. 403· καὶ [[οὕτως]] ἐπὶ νεανίου, πρῶτον ὑπηνήτῃ, τοῦπερ χαριεστάτη ἤβη Ω. 348, Ὀδ. Κ. 279, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 309B· - ἐπὶ προσώπων [[καθόλου]], πρῶτον ἐν Ἡσ. Θεογ. 246, 260, εἰς δήλωσιν γυναικείας χάριτος καὶ καλλονῆς· ἐπὶ ἀνδρός, φυὴν χαριέστερος Τυρταῖος 9. 5, πρβλ. Σιμωνίδ. 116 καὶ οὕτω, σὰν χαρίεσσαν ὥραν Εὐρ. Ἀποσπ. 462, 5 (λυρ.), [[ἔνθα]] κατὰ πρῶτον φαίνεται παρ’ Ἀττ. ἡ [[λέξις]]. ΙΙ. παρ’ Ἀττ. [[χαρίεις]] [[συχνάκις]] ἐλέγετο ἐπὶ προσώπων ἐν σχέσει πρὸς τὰς ἀρετὰς τοῦ πνεύματος, [[ἐπίχαρις]], [[λεπτός]], πεπαιδευμένος, εὐφυής, [[ὥστε]] κατέστη σύνηθες ἀντὶ τοῦ [[σοφός]], ὡς τὸ Λατ. venustus, festivus, lepidus, scitus, χ., ἦσαν οἱ Λακωνικοὶ Ἀριστοφ. Λυσ. 1226· οἱ χαρίεντες, ἄνθρωποι ἀνεπτυγμένοι, τυχόντες σπουδαίας ἀνατροφῆς, Ἰσοκρ. 231C, Πλάτ. Πολ. 452B, 605B· ἐν αντιθέσει πρὸς τὸ, οἱ πολλοί, οἱ φορτικοί, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 5, 4, Πολιτικ. 2. 7, 10· οἱ χ. καὶ νοῦν ἔχοντες [[αὐτόθι]] 6. 5, 10· - χ. τι, πεπαιδευμένος, ἠσκημένος εἴς τι, Πλάτ. Λάχ. 180D· [[περί]] τι Πλάτ. Ἐπιστ. 363C· χ. ποιητὴς Πλάτ. Νόμ. 680C· οἱ χ. τῶν ἰατρῶν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 13, 7· στρατηγὸς Διόδ. 12. 33· [[γεωργός]], παιδαγωγὸς Πλούτ. κλπ.· - βραδύτερον, ζῷα ὀφθῆναι χαρίεντα Λουκ. Προμ. 3. 2) [[οὕτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[πλήρης]] χάριτος, [[κομψός]], Ἀριστοφ. Πλ. 145, 849, Πλάτ. Γοργ. 484C, Σοφ. 234B, κ. ἀλλ.· χαρίεντα μὲν γὰρ ᾄδω, χ. δ’ [[οἶδα]] λέξαι Ἀνακρ. 44· λόγον λέξαι χαρίεντα Ἀριστοφ. Σφ. 1400· χαριέσταται βοήθειαι [[πρός]] τι Πλάτ. Πολ. 602D· [[ἐνθύμημα]] χ., εὐφυές, ἐμφαῖνον γοργότητα νοῦ, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 12· τὸ ἀστεῖον καὶ χ. Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 2· χαρίεντα σοφίζεσθαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1401· ἐπὶ εἰρωνικῆς σημασίας, χαρίεντα πάθοιμ’ ἄν, εἰ μὴ ..., θὰ ἐπάθαινα νόστιμα πράγματα, ἐὰν δέν ..., ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 794· χαρίεν [ἐστὶ] εἰδέναι, [[εἶναι]] καλὸν νὰ γινώσκῃ τις, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 800· χ. οὖν ... λαλεῖν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1491, δοκεῖ χαριέστερον [[εἶναι]] ... λέγειν Πλάτ. Πρωτ. 320C· καὶ εἰρωνικῶς, χαρίεν γὰρ, εἰ ..., «νόστιμον θὰ ἦτο» ἐὰν ..., Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 4. 13, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 26. 3) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ φυσικῶν πραγμάτων χαρίεντα τὰ ὑδάτια φαίνεται Πλάτ. Φαῖδρος 229B· πηγὴ χαριεστάτη [[αὐτόθι]] 230B, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 129. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. [[χαριέντως]], ἐπιχαρίτως, μετὰ χάριτος, κομψῶς, εὐφυῶς, δεξιῶς, κακῶς, χ. ἔχειν τὸ [[σῶμα]], ἐν καλῇ καταστάσει, Πλάτ. Φαίδων 80C· [[πάνυ]] χ. ἀποδέδεικται [[αὐτόθι]] 87A, πρβλ. Πολιτικ. 300B, Πολ. 331A· δείπνου [[χαριέντως]] πεπρυτανευμένου Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 4. 2) φιλαγάθως, εὐγενῶς, εὐμενῶς, Ἰσοκρ. 86D. 3) μετὰ καλῶν διαθέσεων, μὲ καλὸν σκοπόν, χ. μὲν, ἀπειροτέρως δὲ ὁ αὐτ. 240C. IV. τὸ οὐδ. ἦν ἐν χρήσει καὶ ὡς ἐπίρρ. παρ’ Ἀττ. καὶ μόνον [[τότε]] ἐγράφετο ὡς προπαροξύτ. χάριεν, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἰλ. Π. 798, Α. Β. 570, Ἐτυμ. Μέγ. 358, Εὐστ. 1088. 7, κλπ.· [[ὅθεν]] ὁ Βεκκῆρ καὶ ἄλλοι ἐκδόται διώρθωσαν χάριεν ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 145, Πλάτ. Πολ. 426A, Εὐθύδ. 303E, κτλ. Ὁ γνησίως Ἀττ. [[τύπος]] θὰ ἦτο χαριής, κατὰ τὸ ὑγιής, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ συγκριτ. καὶ ὑπερθ. χαριέστερος, -έστατος· ἀλλὰ [[ταχέως]] ἐπεκράτησεν ὁ Αἰολ. καὶ Βοιωτ. [[τύπος]] [[χαρίεις]], ἐν ᾧ ὁ [[τύπος]] [[ὑγίεις]] μένει ὡς [[σπάνιος]] ποιητικὸς [[τύπος]]).
|lstext='''χᾰρίεις''': χαρίεσσα, χαρίεν (περὶ τοῦ χάριεν, ἴδε κατωτέρω IV)· γεν. χαρίεντος, δοτ. -εντι· κλητ., κατὰ Α. Β. 981, χαρίει καὶ χαρίεν· ([[χάρις]])· - ὡς καὶ νῦν, [[πλήρης]] χαρίτων, [[ἐπίχαρις]] [[κομψός]], [[εὔμορφος]], κοινῶς «χαριτωμένος». Ι. παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων, [[[πέπλος]] [χαριέστατος Ἰλ. Ζ. 90, 271· εἴματα Ε. 905· ἔργα Ὀδ. Κ. 223· [[φᾶρος]] Ε. 231· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πράξεων, ἀμοιβὴ Ε. 58· ἀοιδὴ Ω. 197· [[τέλος]] χαριέστερον Ι. 5· [[ὡσαύτως]], χ. δῶρα, πλήρη χαρίτων, Ἰλ. Θ. 204· οὐ πάντεσσι θεοὶ χαρίεντα διδοῦδιν Ὀδ. Θ. 167· καὶ εἴ ποτέ τοι χαρίεντ’ ἐπὶ νηὸν ἔρεψα Ἰλ. Α. 39· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν μερῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, χ. [[μέτωπον]], [[πρόσωπον]], κάρη Π. 798, Σ. 24, Χ. 403· καὶ [[οὕτως]] ἐπὶ νεανίου, πρῶτον ὑπηνήτῃ, τοῦπερ χαριεστάτη ἤβη Ω. 348, Ὀδ. Κ. 279, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 309B· - ἐπὶ προσώπων [[καθόλου]], πρῶτον ἐν Ἡσ. Θεογ. 246, 260, εἰς δήλωσιν γυναικείας χάριτος καὶ καλλονῆς· ἐπὶ ἀνδρός, φυὴν χαριέστερος Τυρταῖος 9. 5, πρβλ. Σιμωνίδ. 116 καὶ οὕτω, σὰν χαρίεσσαν ὥραν Εὐρ. Ἀποσπ. 462, 5 (λυρ.), [[ἔνθα]] κατὰ πρῶτον φαίνεται παρ’ Ἀττ. ἡ [[λέξις]]. ΙΙ. παρ’ Ἀττ. [[χαρίεις]] [[συχνάκις]] ἐλέγετο ἐπὶ προσώπων ἐν σχέσει πρὸς τὰς ἀρετὰς τοῦ πνεύματος, [[ἐπίχαρις]], [[λεπτός]], πεπαιδευμένος, εὐφυής, [[ὥστε]] κατέστη σύνηθες ἀντὶ τοῦ [[σοφός]], ὡς τὸ Λατ. [[venustus]], [[festivus]], [[lepidus]], [[scitus]], χ., ἦσαν οἱ Λακωνικοὶ Ἀριστοφ. Λυσ. 1226· οἱ χαρίεντες, ἄνθρωποι ἀνεπτυγμένοι, τυχόντες σπουδαίας ἀνατροφῆς, Ἰσοκρ. 231C, Πλάτ. Πολ. 452B, 605B· ἐν αντιθέσει πρὸς τὸ, οἱ πολλοί, οἱ φορτικοί, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 5, 4, Πολιτικ. 2. 7, 10· οἱ χ. καὶ νοῦν ἔχοντες [[αὐτόθι]] 6. 5, 10· - χ. τι, πεπαιδευμένος, ἠσκημένος εἴς τι, Πλάτ. Λάχ. 180D· [[περί]] τι Πλάτ. Ἐπιστ. 363C· χ. ποιητὴς Πλάτ. Νόμ. 680C· οἱ χ. τῶν ἰατρῶν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 13, 7· στρατηγὸς Διόδ. 12. 33· [[γεωργός]], παιδαγωγὸς Πλούτ. κλπ.· - βραδύτερον, ζῷα ὀφθῆναι χαρίεντα Λουκ. Προμ. 3. 2) [[οὕτως]] ἐπὶ πραγμάτων, [[πλήρης]] χάριτος, [[κομψός]], Ἀριστοφ. Πλ. 145, 849, Πλάτ. Γοργ. 484C, Σοφ. 234B, κ. ἀλλ.· χαρίεντα μὲν γὰρ ᾄδω, χ. δ’ [[οἶδα]] λέξαι Ἀνακρ. 44· λόγον λέξαι χαρίεντα Ἀριστοφ. Σφ. 1400· χαριέσταται βοήθειαι [[πρός]] τι Πλάτ. Πολ. 602D· [[ἐνθύμημα]] χ., εὐφυές, ἐμφαῖνον γοργότητα νοῦ, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 12· τὸ ἀστεῖον καὶ χ. Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 2· χαρίεντα σοφίζεσθαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1401· ἐπὶ εἰρωνικῆς σημασίας, χαρίεντα πάθοιμ’ ἄν, εἰ μὴ ..., θὰ ἐπάθαινα νόστιμα πράγματα, ἐὰν δέν ..., ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 794· χαρίεν [ἐστὶ] εἰδέναι, [[εἶναι]] καλὸν νὰ γινώσκῃ τις, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 800· χ. οὖν ... λαλεῖν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1491, δοκεῖ χαριέστερον [[εἶναι]] ... λέγειν Πλάτ. Πρωτ. 320C· καὶ εἰρωνικῶς, χαρίεν γὰρ, εἰ ..., «νόστιμον θὰ ἦτο» ἐὰν ..., Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 4. 13, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 26. 3) [[ὡσαύτως]] ἐπὶ φυσικῶν πραγμάτων χαρίεντα τὰ ὑδάτια φαίνεται Πλάτ. Φαῖδρος 229B· πηγὴ χαριεστάτη [[αὐτόθι]] 230B, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 129. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. [[χαριέντως]], [[ἐπιχαρίτως]], μετὰ χάριτος, [[κομψῶς]], [[εὐφυῶς]], [[δεξιῶς]], [[κακῶς]], χ. ἔχειν τὸ [[σῶμα]], ἐν καλῇ καταστάσει, Πλάτ. Φαίδων 80C· [[πάνυ]] χ. ἀποδέδεικται [[αὐτόθι]] 87A, πρβλ. Πολιτικ. 300B, Πολ. 331A· δείπνου [[χαριέντως]] πεπρυτανευμένου Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 4. 2) [[φιλαγάθως]], [[εὐγενῶς]], [[εὐμενῶς]], Ἰσοκρ. 86D. 3) μετὰ καλῶν διαθέσεων, μὲ καλὸν σκοπόν, χ. μὲν, ἀπειροτέρως δὲ ὁ αὐτ. 240C. IV. τὸ οὐδ. ἦν ἐν χρήσει καὶ ὡς ἐπίρρ. παρ’ Ἀττ. καὶ μόνον [[τότε]] ἐγράφετο ὡς προπαροξύτ. χάριεν, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἰλ. Π. 798, Α. Β. 570, Ἐτυμ. Μέγ. 358, Εὐστ. 1088. 7, κλπ.· [[ὅθεν]] ὁ Βεκκῆρ καὶ ἄλλοι ἐκδόται διώρθωσαν χάριεν ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 145, Πλάτ. Πολ. 426A, Εὐθύδ. 303E, κτλ. Ὁ [[γνησίως]] Ἀττ. [[τύπος]] θὰ ἦτο χαριής, κατὰ τὸ ὑγιής, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ συγκριτ. καὶ ὑπερθ. χαριέστερος, -έστατος· ἀλλὰ [[ταχέως]] ἐπεκράτησεν ὁ Αἰολ. καὶ Βοιωτ. [[τύπος]] [[χαρίεις]], ἐν ᾧ ὁ [[τύπος]] [[ὑγίεις]] μένει ὡς [[σπάνιος]] ποιητικὸς [[τύπος]]).
}}
}}
{{bailly
{{bailly