χαρίεις

From LSJ

ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.

Simonides of Kea
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰρίεις Medium diacritics: χαρίεις Low diacritics: χαρίεις Capitals: ΧΑΡΙΕΙΣ
Transliteration A: charíeis Transliteration B: charieis Transliteration C: charieis Beta Code: xari/eis

English (LSJ)

χαρίεσσα (Boeot.
A χαρίϝεττα Mon.Piot2.138 (statuette from Thebes, vii/vi B. C.), χαρίεν (for χάριεν, v. infr. iv): gen. χαρίεντος, dat. χαρίεντι: voc. χαρίει, χαρίεν, acc. to Theodos. Can.1.11, 209 H.: (χάρις):—graceful, beautiful:
I in Hom. freq. of the works of men, [πέπλος] χαριέστατος Il.6.90,271; εἵματα 5.905; ἔργα Od. 10.223; φᾶρος 5.231; also, gracious, ἀμοιβή 3.58; ἀοιδή 24.197; τέλος χαριέστερον 9.5; δῶρα χ. acceptable gifts, Il.8.204, Ar.Pl.849; οὐ πάντεσσι θεοὶ χαρίεντα διδοῦσιν Od.8.167; εἴ ποτέ τοι χαρίεντ' ἐπὶ νηὸν ἔρεψα Il.1.39; of the parts of a person, χ. μέτωπον, πρόσωπον, κάρη, 16.798, 18.24, 22.403; μέλεα Archil.12; of a youth, πρῶτον ὑπηνήτῃ, τοῦπερ χαριεστάτη ἥβη Il.24.348 (also χαριέστατος ἥβη Od.10.279); of persons first in Hes.Th.247; χαρίεσσα δέμας ib.260; ὦ κάλα, ὦ χαρίεσσα Sapph. η 5 App.p.48 Lobel, cf. Alc.46; φυὴν χαριέστερος Tyrt.12.5; σοὶ χάριεν μὲν εἶδος Sapph. η 9 App.p.49 Lobel; once in Trag., σὰν χαρίεσσαν ὥραν E.Fr.453.6 (lyr.); also χαρίεσσα χελιδοῖ Anacr.67: later ζῷα ὀφθῆναι χαρίεντα Luc.Prom.Es3.
II in Att., freq. of persons, in relation to qualities of mind, elegant, accomplished, χ. ἦσαν οἱ Λακωνικοί Ar.Lys.1226; οἱ χαριέστατοι men of taste, Isoc.12.8, Arist.Metaph.1060a25, cf. Pl.R. 605b (Comp.); οἱ χ. Arist.Pol.1297b9, Phld.Mort.31; opp. οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι, Arist.EN1095b22, cf. Pol.1267a1; τὰ τῶν χ. σκώμματα the wits, Pl.R. 452b; χ. καὶ νοῦν ἔχοντες Arist.Pol.1320b7; χαριέστατος τὴν μουσικήν accomplished in... Pl.La.180d; περὶ φιλοσοφίαν Id.Ep. 363c; χ. ποιητής Id.Lg.680c; τῶν ἰατρῶν οἱ χ. Arist.EN1102a21; στρατηγοί D.S.12.33 (Sup.); γεωργός, παιδαγωγός, etc., Plu.2.92b, Cat.Mi.1, etc.
2 of things, graceful, elegant, μέλος, πόνος, Pi.P.5.107, N.3.12, cf. Ar.Pl.145; φιλοσοφία ἐστὶν χαρίεν Pl.Grg. 484c, cf. Sph.234b (Comp.); χαρίεντα μὲν γὰρ ᾄδω, χ. δ' οἶδα λέξαι Anacr.45; λόγον λέξαι χαρίεντα Ar.V.1400; βοήθειαι χαριέσταται πρός τι Pl.R. 602d; ἐνθύμημα χ. clever, smart, X.An.3.5.12; τὸ ἀστεῖον καὶ χ. Luc.VH1.2; χαρίεντα.. ἐσοφίσω καὶ σοφά Ar.Av.1401; ironical, χαρίεντα πάθοιμ' ἄν I should be nicely off, Id.Ec.794; χαρίεν [ἐστὶ] εἰδέναι it is well to know, Hp.Art.34; χ. οὖν.. λαλεῖν Ar. Ra.1491 (lyr.); δοκεῖ χαριέστερον εἶναι.. λέγειν Pl.Prt. 320c; also χαρίεν γάρ, εἰ.. it would be a pretty thing, if..! X.Cyr.1.4.13, Luc. JTr.26.
3 rarely of natural objects, θεῶν χ. ἐναύλους Hes. Th. 129; χαρίεντα τὰ ὑδάτια φαίνεται Pl.Phdr.229b; πηγὴ χαριεστάτη ib.230b; τὴν Ἰνδῶν λίθον χ. Jul.Or.2.51a.
4 name of a plant, χαρίεν τὸ ἐπονομαζόμενον, τούτου ῥίζαν πρόσθες Hp.Mul.1.78.
III Adv. χαριέντως = gracefully, elegantly, cleverly; πάνυ χ. ἀποδεδεῖχθαι Pl.Phd. 87a, cf. Plt.300b; χ. ἔχων τὸ σῶμα in fine condition, Id.Phd. 80c; δείπνου χ. πεπρυτανευμένου Alex.110.4; χ. εἰπεῖν Pl.R. 331a: Comp., ἀνθηρότερον καὶ χαριέστερον τῶν ἄλλων λέγειν Isoc. 13.18; οἱ χαριεστέρως λέγοντες Arist.Metaph.1075a26.
2 kindly, courteously, Isoc.5.22.
3 with good intention, χ. μέν, ἀπειροτέρως δὲ ἐπαινεῖν Id.12.37.
IV the neut., as adverb, was written proparox. χάριεν in Att., acc. to Hdn.Gr.1.350, A.D.Adv.160.22, etc., but no example is quoted; neut. as adjective is proparox. acc. to Suid.

French (Bailly abrégé)

ίεσσα, ίεν;
att. au sens adv. χάριεν;
I. qui plaît, d'où
1 gracieux, aimable ; ironiq. χαρίεν γὰρ εἴ XÉN en effet ce serait une jolie chose, si…, etc.
2 plaisant, singulier : τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ ἱπποκόμου χαρίεν PLUT le mot du palefrenier était plaisant ; χαρίεν λέγειν, dire qch de plaisant;
II. chez les Att. qui a bonne grâce :
1 qui est de bon goût, de bon ton ; τὸ ἀστεῖον καὶ χαρίεν LUC l'esprit et le bon goût;
2 qui a bonne grâce à faire qch ; qui s'entend à, habile connaisseur : χαρίεις ἐπί τινος ISOCR habile en qch ; χαρίεις γεωργός PLUT habile cultivateur ; χαρίεις παιδαγωγός PLUT habile précepteur;
Cp. χαριέστερος, Sp. χαριέστατος.
Étymologie: χάρις.

German (Pape)

χαρίεσσα, χαρίεν, att. χάριεν betont, angenehm, anmutig, liebreizend, lieblich, überhaupt was Einem angenehm und erwünscht ist; Hom. nur von Sachen, δῶρα Il. 8.204, εἵματα 5.905, φᾶρος Od. 5.231, ἔργα 10.223, ἀοιδή 24.198; bes. von Teilen des menschlichen Körpers, μέτωπον Il. 16.798, πρόσωπον 18.24, κάρη 22.403; und dem entsprechend τοῦπερ χαριεστάτη ἥβη Il. 24.348, Od. 10.279; ἔναυλοι Hes. Th. 129; und Th. 246, 260 zuerst als Bezeichnung weiblicher Anmut und Schönheit; μέλος, πόνος Pind. P. 5.107, N. 3.12; μέλεα Archil. 54; χαρίεντα δῶρα Ar. Plut. 849; ib. 144 ist vrbdn εἴ τί γ' ἔστι λαμπρὸν καὶ καλὸν ἢ χάριεν ἀνθρώποισι. So auch in Prosa, χαρίεντα τὰ ὑδάτια φαίνεται Plat. Phaedr. 229b, vgl. 230b; Folgde.
Bei den Attikern χαρίεις von Personen gesagtdurch seines Betragen einnehmend, artig, witzig, scherzhaft, geistreich, wie Arist. Eth. 1.4.5 im Gegensatz von οἱ πολλοὶ καὶ φορτικοί, vgl. Polit. 2.5; τὰ τῶν χαριέντων σκώμματα Plat. Rep. V.452b; so bes. Sp.; οἱ χαριέστεροι Gegensatz von οἱ πολλοί Luc. Nigr. 27, Gegensatz von οἱ πρὸς ἀλήθειαν χείρονες 48; auch von Sachen, artig, sinnreich, allerliebst, χαρίεντα σοφίζεσθαι Ar. Av. 1401; χαρίεν γάρ, das ist spaßhaft (Scholl. γελοιῶδες, ἀνόητον), Luc. Iov. Trag. 26, Vit. auct. 3; τὸ ἀστεῖον καὶ χαρίεν V.H. 1.2; Plat. χαρίεις ἂν εἴη ὁ ἐν τῇ ποιήσει μιμητικὸς πρὸς σοφίαν περὶ ὧν ἂν ποιῇ, Rep. X.602a; παιδιᾶς ἔχεις τι χαριέστερον εἶδος ἢ τὸ μιμητικόν Soph. 234b; Θρᾶττά τις ἐμμελὴς καὶ χαρίεσσα θεράπαινα Theaet. 174a. – Ironisch χαρίεν γάρ = das wäre schön, Xen. Cyr. 1.4.43; aber An. 3.5.12 τὸ μὲν ἐνθύμημα χαρίεν ἐδόκει εἶναι. τὸ δὲ ἔργον ἀδύνατον ist = die Erfindung schien sein, es schien gut ausgesonnen.
• Adv. χαριέντως.

Russian (Dvoretsky)

χαρίεις: ίεσσα, ίεν
1 приятный, прелестный, привлекательный, славный, милый (εἵματα, ἔργα, ἀοιδή, πρόσωπον Hom.; μέλος Pind.; δῶρα Arph.; ὑδάτια Plat.; ζῷα Luc.): χαρίεν γάρ εἰ … ирон. Xen., Luc. вот было бы недурно, если бы …;
2 образованный, культурный, тж. тонкий, остроумный (οἱ χαριέστατοι τῶν Ἑλλήνων Isocr.; τῶν ἰατρῶν οἱ χαρίεντες Arst.): τὰ τῶν χαριέντων σκώμματα Plat. насмешки остряков; λόγον λέξαι χαρίεντα Arph. рассказать занимательную историю; τὸ ἀστεῖόν τε καὶ χαρίεν Luc. изысканное остроумие; χ. τι и περί τι Plat. или χ. ἐπί τινος Isocr. сведущий (искусный) в чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰρίεις: χαρίεσσα, χαρίεν (περὶ τοῦ χάριεν, ἴδε κατωτέρω IV)· γεν. χαρίεντος, δοτ. -εντι· κλητ., κατὰ Α. Β. 981, χαρίει καὶ χαρίεν· (χάρις)· - ὡς καὶ νῦν, πλήρης χαρίτων, ἐπίχαρις κομψός, εὔμορφος, κοινῶς «χαριτωμένος». Ι. παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων, [[[πέπλος]] [χαριέστατος Ἰλ. Ζ. 90, 271· εἴματα Ε. 905· ἔργα Ὀδ. Κ. 223· φᾶρος Ε. 231· ὡσαύτως ἐπὶ πράξεων, ἀμοιβὴ Ε. 58· ἀοιδὴ Ω. 197· τέλος χαριέστερον Ι. 5· ὡσαύτως, χ. δῶρα, πλήρη χαρίτων, Ἰλ. Θ. 204· οὐ πάντεσσι θεοὶ χαρίεντα διδοῦδιν Ὀδ. Θ. 167· καὶ εἴ ποτέ τοι χαρίεντ’ ἐπὶ νηὸν ἔρεψα Ἰλ. Α. 39· ὡσαύτως ἐπὶ τῶν μερῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, χ. μέτωπον, πρόσωπον, κάρη Π. 798, Σ. 24, Χ. 403· καὶ οὕτως ἐπὶ νεανίου, πρῶτον ὑπηνήτῃ, τοῦπερ χαριεστάτη ἤβη Ω. 348, Ὀδ. Κ. 279, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 309B· - ἐπὶ προσώπων καθόλου, πρῶτον ἐν Ἡσ. Θεογ. 246, 260, εἰς δήλωσιν γυναικείας χάριτος καὶ καλλονῆς· ἐπὶ ἀνδρός, φυὴν χαριέστερος Τυρταῖος 9. 5, πρβλ. Σιμωνίδ. 116 καὶ οὕτω, σὰν χαρίεσσαν ὥραν Εὐρ. Ἀποσπ. 462, 5 (λυρ.), ἔνθα κατὰ πρῶτον φαίνεται παρ’ Ἀττ. ἡ λέξις. ΙΙ. παρ’ Ἀττ. χαρίεις συχνάκις ἐλέγετο ἐπὶ προσώπων ἐν σχέσει πρὸς τὰς ἀρετὰς τοῦ πνεύματος, ἐπίχαρις, λεπτός, πεπαιδευμένος, εὐφυής, ὥστε κατέστη σύνηθες ἀντὶ τοῦ σοφός, ὡς τὸ Λατ. venustus, festivus, lepidus, scitus, χ., ἦσαν οἱ Λακωνικοὶ Ἀριστοφ. Λυσ. 1226· οἱ χαρίεντες, ἄνθρωποι ἀνεπτυγμένοι, τυχόντες σπουδαίας ἀνατροφῆς, Ἰσοκρ. 231C, Πλάτ. Πολ. 452B, 605B· ἐν αντιθέσει πρὸς τὸ, οἱ πολλοί, οἱ φορτικοί, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 5, 4, Πολιτικ. 2. 7, 10· οἱ χ. καὶ νοῦν ἔχοντες αὐτόθι 6. 5, 10· - χ. τι, πεπαιδευμένος, ἠσκημένος εἴς τι, Πλάτ. Λάχ. 180D· περί τι Πλάτ. Ἐπιστ. 363C· χ. ποιητὴς Πλάτ. Νόμ. 680C· οἱ χ. τῶν ἰατρῶν Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 13, 7· στρατηγὸς Διόδ. 12. 33· γεωργός, παιδαγωγὸς Πλούτ. κλπ.· - βραδύτερον, ζῷα ὀφθῆναι χαρίεντα Λουκ. Προμ. 3. 2) οὕτως ἐπὶ πραγμάτων, πλήρης χάριτος, κομψός, Ἀριστοφ. Πλ. 145, 849, Πλάτ. Γοργ. 484C, Σοφ. 234B, κ. ἀλλ.· χαρίεντα μὲν γὰρ ᾄδω, χ. δ’ οἶδα λέξαι Ἀνακρ. 44· λόγον λέξαι χαρίεντα Ἀριστοφ. Σφ. 1400· χαριέσταται βοήθειαι πρός τι Πλάτ. Πολ. 602D· ἐνθύμημα χ., εὐφυές, ἐμφαῖνον γοργότητα νοῦ, Ξεν. Ἀν. 3. 5, 12· τὸ ἀστεῖον καὶ χ. Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 2· χαρίεντα σοφίζεσθαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1401· ἐπὶ εἰρωνικῆς σημασίας, χαρίεντα πάθοιμ’ ἄν, εἰ μὴ ..., θὰ ἐπάθαινα νόστιμα πράγματα, ἐὰν δέν ..., ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 794· χαρίεν [ἐστὶ] εἰδέναι, εἶναι καλὸν νὰ γινώσκῃ τις, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 800· χ. οὖν ... λαλεῖν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1491, δοκεῖ χαριέστερον εἶναι ... λέγειν Πλάτ. Πρωτ. 320C· καὶ εἰρωνικῶς, χαρίεν γὰρ, εἰ ..., «νόστιμον θὰ ἦτο» ἐὰν ..., Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 4. 13, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 26. 3) ὡσαύτως ἐπὶ φυσικῶν πραγμάτων χαρίεντα τὰ ὑδάτια φαίνεται Πλάτ. Φαῖδρος 229B· πηγὴ χαριεστάτη αὐτόθι 230B, πρβλ. Ἡσ. Θεογ. 129. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. χαριέντως, ἐπιχαρίτως, μετὰ χάριτος, κομψῶς, εὐφυῶς, δεξιῶς, κακῶς, χ. ἔχειν τὸ σῶμα, ἐν καλῇ καταστάσει, Πλάτ. Φαίδων 80C· πάνυ χ. ἀποδέδεικται αὐτόθι 87A, πρβλ. Πολιτικ. 300B, Πολ. 331A· δείπνου χαριέντως πεπρυτανευμένου Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 4. 2) φιλαγάθως, εὐγενῶς, εὐμενῶς, Ἰσοκρ. 86D. 3) μετὰ καλῶν διαθέσεων, μὲ καλὸν σκοπόν, χ. μὲν, ἀπειροτέρως δὲ ὁ αὐτ. 240C. IV. τὸ οὐδ. ἦν ἐν χρήσει καὶ ὡς ἐπίρρ. παρ’ Ἀττ. καὶ μόνον τότε ἐγράφετο ὡς προπαροξύτ. χάριεν, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἰλ. Π. 798, Α. Β. 570, Ἐτυμ. Μέγ. 358, Εὐστ. 1088. 7, κλπ.· ὅθεν ὁ Βεκκῆρ καὶ ἄλλοι ἐκδόται διώρθωσαν χάριεν ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 145, Πλάτ. Πολ. 426A, Εὐθύδ. 303E, κτλ. Ὁ γνησίως Ἀττ. τύπος θὰ ἦτο χαριής, κατὰ τὸ ὑγιής, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ συγκριτ. καὶ ὑπερθ. χαριέστερος, -έστατος· ἀλλὰ ταχέως ἐπεκράτησεν ὁ Αἰολ. καὶ Βοιωτ. τύπος χαρίεις, ἐν ᾧ ὁ τύπος ὑγίεις μένει ὡς σπάνιος ποιητικὸς τύπος).

English (Autenrieth)

εσσα, εν (χάρις), comp. χαριέστερος, sup. χαριέστατος: full of grace, graceful, charming, winsome; neut. pl. as subst., ‘winning gifts,’ Od. 8.167.

English (Slater)

χᾰρῐεις delightful τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν (P. 5.107) χαρίεντα δ' ἕξει πόνον (N. 3.12) ]αχαριε[ P. Oxy. 2443, fr. 2.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, ΝΜΑ
(λόγιος τ.)
1. ο γεμάτος χάρη, χαριτωμένος, κομψός («χαρίεντά γ' ἥκεις δῶρα τῷ Θεῷ φέρων», Αριστοφ.)
2. (ιδίως για γυναίκα) όμορφος, ωραίος, θελκτικός («Μελίτη χαρίεσσα», Ησίοδ.)
αρχ.
1. (για πρόσ.) ευφυής, πνευματώδης («ἦ καὶ χαρίεντες ἦσαν οἱ Λακωνικοί», Αριστοφ.)
2. (για πράγμ.) προσφιλής, ευχάριστος («λόγον λέξαι χαρίεντα», Αριστοφ.)
3. (το ουδ.) τὸ χαρίεν
α) ως ουσ. ονομασία φυτού
β) (χωρίς αρθρ. ως επίρρ.) με χάρη.
επίρρ...
χαριέντως ΝΜΑ
με χάρη, με κομψότητα
αρχ.
1. με ευγένειαχαριέντως ἀπεκρίθη», Αθανάσ.)
2. με καλή διάθεση, με καλή πρόθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + κατάλ. -εις (πρβλ. τολμ-ή-εις). Αξιοσημείωτο είναι ότι στο επίθ. χαρίεις, η κατάλ. -εις έχει προστεθεί στο θ. της λ. χωρίς τη μεσολάβηση συνδετικού φωνήεντος (για την κατάλ. -εις βλ. λ. -όεις)].

Greek Monotonic

χᾰρίεις: χαρίεσσα, χαρίεν (όχι χάριεν, βλ. κατωτ. IV)· γεν. χαρίεντος, δοτ. -εντι (χάρις
I. 1. χαρούμενος, όμορφος, αγαπητός, σε Όμηρ.
II. σε Αττ., χαρούμενος, έξυπνος, μορφωμένος, οἱ χαρίεντες, άνθρωποι του γούστου και της ευγένειας, άνθρωποι των γραμμάτων, σε Ισοκρ., Πλάτ.
2. ομοίως λέγεται για πράγματα, χαριτωμένο, έξυπνο, όμορφο, κομψό, σε Αριστοφ., Πλάτ.· ειρων., χαρίεν γάρ, εἰ..., θα ήταν ευχάριστο εάν..., σε Ξεν.
III. 1. επίρρ., χαριέντως, ευχάριστα, έξυπνα, όμορφα, κομψά, ευφυώς, σε Πλάτ.
2. με ευγένεια, ευμενώς, σε Ισοκρ.
IV.το ουδ. ως επίρρ., όπου χρησιμοποιείται ως επίρρ. είναι προπαροξ., χάριεν, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

χάρις
I. graceful, beautiful, lovely, Hom.
II. in Attic graceful, elegant, accomplished, οἱ χαρίεντες men of taste and refinement, men of education, Isocr., Plat.
2. so of things, graceful, elegant, neat, pretty, Ar., Plat.; —iron., χαρίεν γάρ, εἰ . . it would be a pretty thing, if . . ! Xen.
III. adv. χαριέντως, gracefully, elegantly, neatly, daintily, cleverly, Plat.
2. kindly, courteously, Isocr.
IV. the neut. as adv., when it was written proparox. χάριεν, Ar., Plat.

English (Woodhouse)

charming, clever, delightful, elegant, graceful, polite, pretty, well-bred, winning, witty, of manners, slylish, well devised

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

χαρίεσσα, χαρίεν (=χαριτωμένος). Ἀπό τό χαίρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

lovely

Bulgarian: възхитителен, очарователен; Catalan: encantador; Czech: líbezný; Danish: dejlig, yndig; Dutch: liefelijk, lieflijk, beminnelijk; Esperanto: aminda, bela; Faroese: deiligur; Finnish: suloinen, viehättävä, miellyttävä; Galician: adorábel; Georgian: მშვენიერი, ტურფა, საუცხოო, საყვარელი, მომხიბლავი, მიმზიდველი, სასიამოვნო, სანდომიანი, წარმტაცი, თვალწარმტაცი; German: lieblich, liebreizend, herrlich, schön; Greek: ωραίος, ευχάριστος; Ancient Greek: ἀξιέραστος, ἐπαφρόδιτος, ἐπέραστος, ἐπήρατος, ἐραννός, ἐράσμιος, ἐρατεινός, ἐρατός, ἐρόεις, εὐήρατος, εὐπρεπής, ἱμερόεις, ἱμερτός, λαρός, χαρίεις, χαρίεν, χαρίεσσα; Italian: bello, magnifico; Japanese: 綺麗; Latin: amabilis, venustus; Latvian: mīlīgs; Middle English: wlonk, lefly, lovely, lovesom; Norwegian Bokmål: deilig, vakker; Old English: lēoflīċ; Plautdietsch: schmock, scheen; Portuguese: adorável, amável, querido; Russian: восхитительный; Sanskrit: गूर्त, मञ्जु; Swedish: vacker, härlig; Ukrainian: чудовий; Vietnamese: dễ thương; Welsh: hyfryd