καρτερέω: Difference between revisions

m
Text replacement - ".[[" to ". [["
mNo edit summary
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καρτερέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[καρτερός]])·<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[σταθερός]], [[ακλόνητος]], [[υπομονετικός]], στέρεος, σε Σοφ. κ.λπ.· με πρόθ., κ.[[πρός]] τι, [[αντέχω]] σε [[κάτι]], σε Ξεν. κ.λπ.· με μτχ., [[επιμένω]] στην [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, σε Ευρ.· απόλ., <i>τὰ δείν' ἐκαρτέρουν</i>, ήμουν [[παραδόξως]] [[ισχυρογνώμων]] ή [[επίμονος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[υποφέρω]] με [[υπομονή]], σε Ευρ., Ξεν. — Παθ., κεκαρτέρηται [[τἀμά]], ο [[χρόνος]] της υπομονής τελείωσε για εμένα, σε Πλάτ.
|lsmtext='''καρτερέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[καρτερός]])·<br /><b class="num">I.</b> είμαι [[σταθερός]], [[ακλόνητος]], [[υπομονετικός]], στέρεος, σε Σοφ. κ.λπ.· με πρόθ., κ. [[πρός]] τι, [[αντέχω]] σε [[κάτι]], σε Ξεν. κ.λπ.· με μτχ., [[επιμένω]] στην [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, σε Ευρ.· απόλ., <i>τὰ δείν' ἐκαρτέρουν</i>, ήμουν [[παραδόξως]] [[ισχυρογνώμων]] ή [[επίμονος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[υποφέρω]] με [[υπομονή]], σε Ευρ., Ξεν. — Παθ., κεκαρτέρηται [[τἀμά]], ο [[χρόνος]] της υπομονής τελείωσε για εμένα, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elnl
{{elnl