Anonymous

καρτερέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1330.png Seite 1330]] stark, muthig, standhaft sein, ausdauern, bes. im Unglück u. in Gefahren; πότερον δέδοκταί σοι μένοντι καρτερεῖν Soph. Phil. 1258; καρτερεῖς ἔτ' ἐν δόμοις Eur. Hec. 1223; [[ῥᾷον]] παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν Alc. 1081; μάχῃ, im Kampfe, Heracl. 837; c. part., πρὸς κῦμα λακτίζοντες I. T. 1395; [[τίς]] ἂν τὰ τοιαῦτα καρτερήσειεν ἀκούων Aesch. 3, 241; ὑπομένοντα καρτερεῖν [[ὅπου]] δεῖ Plat. Gorg. 507 b; καὶ θαῤῥῶν Theaet. 157 d; καὶ ἡσυχίαν ἄγειν Phaed. 117 e; Ggstz [[πτήσσω]] Conv. 184 a; ἐν πολέμῳ Lach. 193 a; ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν 194 a; καρτερεῖν ἐπὶ τοῖς παροῦσι Isocr. 6, 48; [[πρός]] τι, gegen Etwas standhaft sein, es aushalten, πρὸς λιμὸν καὶ [[ῥῖγος]] Xen. Cyr. 2, 3, 13, πρὸς ἡδονάς τε καὶ λύπας Plat. Rep. VIII, 556 b. – Auch mit dem acc., ertragen, τὰ δεινά, eigtl. stark sein zum Schrecklichen, Soph. Ai. 635; τὰ ἀδύνατα ἡμῖν καρτερεῖν οὐ ῥᾴδιον Eur. I. A. 1370; τῷ σώματι τὰ συντυγχάνοντα Xen. Mem. 1, 6, 7; τὸν ὄγκον Isocr. 1, 30; πολλὴν κακοπάθειαν Arist. pol. 3, 6. – Auch = sich einer Sache enthalten, standhaft gegen sie sein, ἀπὸ τοῦ ὕπνου Ael. H. A. 13, 13. – Eur. hat auch das pass. gebildet, Hipp. 1457, wo auf die Aufforderung ἀλλὰ καρτέρει geantwortet wird κεκαρτέρηται [[τἀμά]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1330.png Seite 1330]] stark, muthig, standhaft sein, ausdauern, bes. im Unglück u. in Gefahren; πότερον δέδοκταί σοι μένοντι καρτερεῖν Soph. Phil. 1258; καρτερεῖς ἔτ' ἐν δόμοις Eur. Hec. 1223; [[ῥᾷον]] παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν Alc. 1081; μάχῃ, im Kampfe, Heracl. 837; c. part., πρὸς κῦμα λακτίζοντες I. T. 1395; [[τίς]] ἂν τὰ τοιαῦτα καρτερήσειεν ἀκούων Aesch. 3, 241; ὑπομένοντα καρτερεῖν [[ὅπου]] δεῖ Plat. Gorg. 507 b; καὶ θαῤῥῶν Theaet. 157 d; καὶ ἡσυχίαν ἄγειν Phaed. 117 e; Ggstz [[πτήσσω]] Conv. 184 a; ἐν πολέμῳ Lach. 193 a; ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν 194 a; καρτερεῖν ἐπὶ τοῖς παροῦσι Isocr. 6, 48; [[πρός]] τι, gegen Etwas standhaft sein, es aushalten, πρὸς λιμὸν καὶ [[ῥῖγος]] Xen. Cyr. 2, 3, 13, πρὸς ἡδονάς τε καὶ λύπας Plat. Rep. VIII, 556 b. – Auch mit dem acc., ertragen, τὰ δεινά, eigtl. stark sein zum Schrecklichen, Soph. Ai. 635; τὰ ἀδύνατα ἡμῖν καρτερεῖν οὐ ῥᾴδιον Eur. I. A. 1370; τῷ σώματι τὰ συντυγχάνοντα Xen. Mem. 1, 6, 7; τὸν ὄγκον Isocr. 1, 30; πολλὴν κακοπάθειαν Arist. pol. 3, 6. – Auch = sich einer Sache enthalten, standhaft gegen sie sein, ἀπὸ τοῦ ὕπνου Ael. H. A. 13, 13. – Eur. hat auch das pass. gebildet, Hipp. 1457, wo auf die Aufforderung ἀλλὰ καρτέρει geantwortet wird κεκαρτέρηται [[τἀμά]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἐκαρτέρησα ; <i>pf. Pass.</i> κεκαρτέρημαι;<br />être ferme, patient : [[ἐπί]] τινι <i>ou</i> [[πρός]] [[τι]], contre qch, supporter qch avec patience, résignation <i>ou</i> courage ; [[ἀπό]] τινος, s'abstenir <i>ou</i> se passer facilement de qch ; [[τι]], supporter patiemment <i>ou</i> courageusement qch ; avec un part., persister à : ἃ ἐγὼ [[οὔτε]] τότ’ ἐκαρτέρουν ἀκούων ESCHN choses que je n’ai pas eu alors le courage <i>ou</i> la patience d'écouter ; <i>en mauv. part</i> persévérer dans, s'obstiner à : τὰ αδύνατα EUR à faire l'impossible ; <i>Pass.</i> κεκαρτέρηται [[τἀμά]] EUR je suis arrivé au terme de mes efforts, <i>càd</i> je suis mort.<br />'''Étymologie:''' [[καρτερός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καρτερέω''': μέλλ. -ήσω, [[ὑπομένω]] γενναίως καὶ εὐσταθῶς, [[βούλομαι]] δέ σου κλύειν πότερα δέδοκταί σοι μένοντα καρτερεῖν ἢ [[πλεῖν]] μεθ’ ἡμῶν Σοφ. Φιλ. 1274, κτλ. ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν Εὐρ. Ἄλκ. 1078, πρβλ. Θουκ. 7. 64· κ. [[μάχη]] Εὐρ. Ἡρακλ. 837· κ. παίδων ἐλπίδι Θουκ. 2. 44: - συχνὸν μετὰ προθ., [[ἀντέχω]] εἴς τι, μαλακὸς δὲ καρτερεῖν πρὸς ἡδονάς τε καὶ λύπας Πλάτ. Πολ. 556Β· πρὸς λιμόν τε και [[ῥῖγος]] Ξεν. Κύρ. 2. 3, 13· ἐπὶ τοῖς παροῦσι Ἰσοκρ. 125D, πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 194Α· [[ἀλλά]], καρτερῶ ἐν ταῖς ἡδοναῖς, εἶμαι [[μέτριος]] εἰς, δὲν νικῶμαι ὑπ’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν. Νόμ. 635C· ἐν πολέμῳ ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 193Α· [[ὡσαύτως]], κ. ἀπὸ τοῦ ὕπνου, [[ἀντέχω]] κατ’ [[αὐτοῦ]], ἀγρυπνῶ, Αἰλ. π. Ζ. 13. 13· μετὰ μετοχ., [[ἐπιμένω]], [[ἐμμένω]] εἰς τὸ πράττειν τι, οἱ δ’ ἐκαρτέρουν πρὸς [[κῦμα]] λακτίζοντες Εὐρ. Ι. Τ. 1395· εἴ τις καρτερεῖ ἀναλίσκων [[ἀργύριον]] φρονίμως Πλάτ. Λάχ. 192Ε· ἀκούων Αἰσχίν. 88. 19· πρβλ. [[ἀποκαρτερέω]]· -τὰ δείν’ ἐκαρτέρουν, [[ἤμην]] παραδόξως [[ἰσχυρογνώμων]], [[ἐπίμονος]], Σοφ. Αἴ. 650. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ. [[ὑποφέρω]] μεθ’ ὑπομονῆς, [[ὑπομένω]], τά δ’ ἀδύνατ’ ἡμῖν καρτερεῖν οὐ ῥᾴδιον Εὐρ. Ι. Α. 1370· κ. θεοῦ δόσιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1071· τῷ σώματι τὰ συντυγχάνοντα Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 7· πολλὴν κακοπάθειαν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 6, 5:- Παθ., κεκαρτέρηται τἀμά, δι’ ἐμὲ τὸ καρτερεῖν ἐτελείωσε πλέον, ὡς [[ἀπάντησις]] εἰς τὴν παρακέλευσιν ἀλλὰ καρτέρει, Εὐρ. Ἱππ. 1457. - Παρ’ Ἡσύχ., οὐ καρτεριάδδει· οὐ [[φρόνιμος]] εἶ, πιθανῶς διορθωτέον εἰς οὐ καρτερίδδει (Λακ. ἀντὶ καρτερίζει)· ἀλλ’ ὁ Schmidt ἐξέδωκεν: «οὐ καρτερεῖ· ἀηδεῖ. οὐ [[φρόνιμος]] εἶ».
|lstext='''καρτερέω''': μέλλ. -ήσω, [[ὑπομένω]] γενναίως καὶ εὐσταθῶς, [[βούλομαι]] δέ σου κλύειν πότερα δέδοκταί σοι μένοντα καρτερεῖν ἢ [[πλεῖν]] μεθ’ ἡμῶν Σοφ. Φιλ. 1274, κτλ. ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν Εὐρ. Ἄλκ. 1078, πρβλ. Θουκ. 7. 64· κ. [[μάχη]] Εὐρ. Ἡρακλ. 837· κ. παίδων ἐλπίδι Θουκ. 2. 44: - συχνὸν μετὰ προθ., [[ἀντέχω]] εἴς τι, μαλακὸς δὲ καρτερεῖν πρὸς ἡδονάς τε καὶ λύπας Πλάτ. Πολ. 556Β· πρὸς λιμόν τε και [[ῥῖγος]] Ξεν. Κύρ. 2. 3, 13· ἐπὶ τοῖς παροῦσι Ἰσοκρ. 125D, πρβλ. Πλάτ. Λάχ. 194Α· [[ἀλλά]], καρτερῶ ἐν ταῖς ἡδοναῖς, εἶμαι [[μέτριος]] εἰς, δὲν νικῶμαι ὑπ’ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν. Νόμ. 635C· ἐν πολέμῳ ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 193Α· [[ὡσαύτως]], κ. ἀπὸ τοῦ ὕπνου, [[ἀντέχω]] κατ’ [[αὐτοῦ]], ἀγρυπνῶ, Αἰλ. π. Ζ. 13. 13· μετὰ μετοχ., [[ἐπιμένω]], [[ἐμμένω]] εἰς τὸ πράττειν τι, οἱ δ’ ἐκαρτέρουν πρὸς [[κῦμα]] λακτίζοντες Εὐρ. Ι. Τ. 1395· εἴ τις καρτερεῖ ἀναλίσκων [[ἀργύριον]] φρονίμως Πλάτ. Λάχ. 192Ε· ἀκούων Αἰσχίν. 88. 19· πρβλ. [[ἀποκαρτερέω]]· -τὰ δείν’ ἐκαρτέρουν, [[ἤμην]] παραδόξως [[ἰσχυρογνώμων]], [[ἐπίμονος]], Σοφ. Αἴ. 650. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ. [[ὑποφέρω]] μεθ’ ὑπομονῆς, [[ὑπομένω]], τά δ’ ἀδύνατ’ ἡμῖν καρτερεῖν οὐ ῥᾴδιον Εὐρ. Ι. Α. 1370· κ. θεοῦ δόσιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1071· τῷ σώματι τὰ συντυγχάνοντα Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 7· πολλὴν κακοπάθειαν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 6, 5:- Παθ., κεκαρτέρηται τἀμά, δι’ ἐμὲ τὸ καρτερεῖν ἐτελείωσε πλέον, ὡς [[ἀπάντησις]] εἰς τὴν παρακέλευσιν ἀλλὰ καρτέρει, Εὐρ. Ἱππ. 1457. - Παρ’ Ἡσύχ., οὐ καρτεριάδδει· οὐ [[φρόνιμος]] εἶ, πιθανῶς διορθωτέον εἰς οὐ καρτερίδδει (Λακ. ἀντὶ καρτερίζει)· ἀλλ’ ὁ Schmidt ἐξέδωκεν: «οὐ καρτερεῖ· ἀηδεῖ. οὐ [[φρόνιμος]] εἶ».
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἐκαρτέρησα ; <i>pf. Pass.</i> κεκαρτέρημαι;<br />être ferme, patient : [[ἐπί]] τινι <i>ou</i> [[πρός]] [[τι]], contre qch, supporter qch avec patience, résignation <i>ou</i> courage ; [[ἀπό]] τινος, s'abstenir <i>ou</i> se passer facilement de qch ; [[τι]], supporter patiemment <i>ou</i> courageusement qch ; avec un part., persister à : ἃ ἐγὼ [[οὔτε]] τότ’ ἐκαρτέρουν ἀκούων ESCHN choses que je n’ai pas eu alors le courage <i>ou</i> la patience d'écouter ; <i>en mauv. part</i> persévérer dans, s'obstiner à : τὰ αδύνατα EUR à faire l'impossible ; <i>Pass.</i> κεκαρτέρηται [[τἀμά]] EUR je suis arrivé au terme de mes efforts, <i>càd</i> je suis mort.<br />'''Étymologie:''' [[καρτερός]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR