3,274,831
edits
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
m (Text replacement - ".[[" to ". [[") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και σέρπω (Α [[ἕρπω]])<br />[[προχωρώ]] σερνόμενος με την [[κοιλιά]] [[πάνω]] στο [[έδαφος]] ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ταπεινώνομαι [[μπροστά]] σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τους [[κολακεύω]] [[χαμερπώς]] για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς<br /><b>2.</b> (για φύλλα δέντρων) σέρνομαι στη γη παρασυρόμενος από τον άνεμο («μαραμένων φύλλων... ο [[ήχος]], όταν έρπουν... εις την γην», Βαλαωρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κινούμαι [[αργά]], [[προχωρώ]] [[σιγά]] [[σιγά]]<br /><b>2.</b> στρέφομαι, κατευθύνομαι ανεπαίσθητα («ὁ [[φθόνος]] ἕρπει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βαδίζω]], [[περπατώ]] («ἥμενος ἢ ἕρπων» — καθισμένος ή βαδίζοντας, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[έρχομαι]], [[πορεύομαι]]<br /><b>5.</b> (για [[ατύχημα]]) εμφανίζομαι [[ξαφνικά]] σε κάποιον<br /><b>6.</b> (για πράγματα και γεγονότα) [[αυξάνω]], [[μεγαλώνω]] («[[βότρυς]] ἐπ’ [[ἦμαρ]] ἕρπει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> προάγομαι, [[προκόβω]], [[προοδεύω]] («ὁρῶ ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν [[πρόσω]], τὴν δὲ φθίνουσαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> (για δάκρυα) χύνομαι, [[καταρρέω]]<br /><b>9.</b> (για [[φήμη]]) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι<br /><b>10.</b> (για πόλεμο) [[τραβώ]] σε [[μάκρος]] («ό [[πόλεμος]] ἑρπέτω» — ο [[πόλεμος]] ας κάμει τον δρόμο του, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>11.</b> (η μτχ. του ουδ. στον πληθ.) <i>τὰ ἕρποντα</i><br />τα συρόμενα πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[έρπω]] ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>sarpati</i>, λατ. <i>serpo</i> «ἐρπω, [[γλιστρώ]]») <span style="color: red;"><</span> <i>herpo</i> <span style="color: red;"><</span> <i>serpo</i>, που ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ser</i>-<i>p</i>- «[[έρπω]]» (με [[παρέκταση]] -<i>p</i>-). Το παράγωγο <i>ερπετόν</i> συνδέεται με λατ. <i>serpens</i>, αρχ. ινδ. <i>sarpa</i>-, ενώ ο αιολ. τ. <i>όρπετον</i> ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>srp</i>-, όπου τόσο η [[δήλωση]] του -<i>r</i>- ως <i>ορ</i> / <i>ρο</i> ([[πρβλ]]. κυπρ.[[κορζία]] «[[καρδία]]») όσο και η [[ψίλωση]] του τ. αποτελούν χαρακτηριστικά της αιολικής διαλέκτου. Το ουσ. <i>ερπετόν</i> αρχικά δήλωνε τα ζώα που περπατούσαν με τα [[τέσσερα]], αργότερα δε έλαβε τη γενικότερη [[σημασία]] του ζώου που βαδίζει γενικώς σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα «πετεινά» και τους ανθρώπους. Στη Νέα Ελληνική το [[ερπετό]] δηλώνει και το [[φίδι]] ([[πρβλ]]. λατ. <i>serpens</i> «[[φίδι]]») και [[κάθε]] ζώο που έρπει.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ερπετό]], [[έρπης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ερπηδών]], [[ερπήν]], [[ερπήνη]], <i>ερπηστήρ</i>, [[ερπηστής]], [[ερπτόν]], [[ερπύζω]], [[έρπυλλος]], <i>έρψις</i>, <i>όρπετον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α’ συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>ερπάκανθα</i>. (Β’ συνθετικό) [[ανέρπω]], [[υφέρπω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αφέρπω]], [[διεξέρπω]], [[διέρπω]], [[εισέρπω]], [[εξέρπω]], <i>επεισέρπω</i>, [[επεξέρπω]], [[εφέρπω]], [[καθέρπω]], [[μεθέρπω]], [[παρεισέρπω]], [[παρέρπω]], [[περιέρπω]], [[προέρπω]], [[προσανέρπω]], [[προσέρπω]], [[συνέρπω]]. | |mltxt=και σέρπω (Α [[ἕρπω]])<br />[[προχωρώ]] σερνόμενος με την [[κοιλιά]] [[πάνω]] στο [[έδαφος]] ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ταπεινώνομαι [[μπροστά]] σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τους [[κολακεύω]] [[χαμερπώς]] για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς<br /><b>2.</b> (για φύλλα δέντρων) σέρνομαι στη γη παρασυρόμενος από τον άνεμο («μαραμένων φύλλων... ο [[ήχος]], όταν έρπουν... εις την γην», Βαλαωρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κινούμαι [[αργά]], [[προχωρώ]] [[σιγά]] [[σιγά]]<br /><b>2.</b> στρέφομαι, κατευθύνομαι ανεπαίσθητα («ὁ [[φθόνος]] ἕρπει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βαδίζω]], [[περπατώ]] («ἥμενος ἢ ἕρπων» — καθισμένος ή βαδίζοντας, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[έρχομαι]], [[πορεύομαι]]<br /><b>5.</b> (για [[ατύχημα]]) εμφανίζομαι [[ξαφνικά]] σε κάποιον<br /><b>6.</b> (για πράγματα και γεγονότα) [[αυξάνω]], [[μεγαλώνω]] («[[βότρυς]] ἐπ’ [[ἦμαρ]] ἕρπει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> προάγομαι, [[προκόβω]], [[προοδεύω]] («ὁρῶ ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν [[πρόσω]], τὴν δὲ φθίνουσαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> (για δάκρυα) χύνομαι, [[καταρρέω]]<br /><b>9.</b> (για [[φήμη]]) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι<br /><b>10.</b> (για πόλεμο) [[τραβώ]] σε [[μάκρος]] («ό [[πόλεμος]] ἑρπέτω» — ο [[πόλεμος]] ας κάμει τον δρόμο του, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>11.</b> (η μτχ. του ουδ. στον πληθ.) <i>τὰ ἕρποντα</i><br />τα συρόμενα πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[έρπω]] ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>sarpati</i>, λατ. <i>serpo</i> «ἐρπω, [[γλιστρώ]]») <span style="color: red;"><</span> <i>herpo</i> <span style="color: red;"><</span> <i>serpo</i>, που ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ser</i>-<i>p</i>- «[[έρπω]]» (με [[παρέκταση]] -<i>p</i>-). Το παράγωγο <i>ερπετόν</i> συνδέεται με λατ. <i>serpens</i>, αρχ. ινδ. <i>sarpa</i>-, ενώ ο αιολ. τ. <i>όρπετον</i> ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>srp</i>-, όπου τόσο η [[δήλωση]] του -<i>r</i>- ως <i>ορ</i> / <i>ρο</i> ([[πρβλ]]. κυπρ. [[κορζία]] «[[καρδία]]») όσο και η [[ψίλωση]] του τ. αποτελούν χαρακτηριστικά της αιολικής διαλέκτου. Το ουσ. <i>ερπετόν</i> αρχικά δήλωνε τα ζώα που περπατούσαν με τα [[τέσσερα]], αργότερα δε έλαβε τη γενικότερη [[σημασία]] του ζώου που βαδίζει γενικώς σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα «πετεινά» και τους ανθρώπους. Στη Νέα Ελληνική το [[ερπετό]] δηλώνει και το [[φίδι]] ([[πρβλ]]. λατ. <i>serpens</i> «[[φίδι]]») και [[κάθε]] ζώο που έρπει.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ερπετό]], [[έρπης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ερπηδών]], [[ερπήν]], [[ερπήνη]], <i>ερπηστήρ</i>, [[ερπηστής]], [[ερπτόν]], [[ερπύζω]], [[έρπυλλος]], <i>έρψις</i>, <i>όρπετον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α’ συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>ερπάκανθα</i>. (Β’ συνθετικό) [[ανέρπω]], [[υφέρπω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αφέρπω]], [[διεξέρπω]], [[διέρπω]], [[εισέρπω]], [[εξέρπω]], <i>επεισέρπω</i>, [[επεξέρπω]], [[εφέρπω]], [[καθέρπω]], [[μεθέρπω]], [[παρεισέρπω]], [[παρέρπω]], [[περιέρπω]], [[προέρπω]], [[προσανέρπω]], [[προσέρπω]], [[συνέρπω]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |