Anonymous

ἕρπω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1034.png Seite 1034]] impf. εἷρπον, das Andere von [[ἑρπύζω]], erst Sp. εἷρψα, – 11 langsam gehen, schleichen, [[kriechen]], Od. 12, 395; heimlich einherschleichen, ὡς [[ἤτοι]] Ὀδυσεὺς [[ἤδη]] ἐν πατρίδι γαίῃ ἥμενος ἢ ἕρπων 17, 157; στίβου κατ' ἀνάγκαν ἕρποντος, vom Philoktet, Soph. Phil. 207; Aesch. Eum. 39; ἐξ εὐνῆς, aus dem Lager hervorkriechen, sich gemächlich erheben, Ar. Vesp. 552; von kleinen Kindern, Heliod. 1, 5; übertr., πρὸς τὸν ἔχονθ' ὁ [[φθόνος]] ἕρπει, an den Reichen schleicht der Neid heran, Soph. Ai. 157; ἑρπέτω ὁ [[πόλεμος]], der Krieg ziehe sich in die Länge, dauere fort, Ar. Equ. 673; Lys. 129. – 2) übh. wandeln, [[gehen]], πάντων [[ὅσσα]] τε γαῖαν ἔπι πνείει τε καὶ ἕρπει Il. 17, 447 Od. 18, 130; Pind., [[δαίμων]] Ol. 13, 101, [[χρόνος]] N. 7, 68; Theocr. u. Tragg., τούτου παρ' ὄχθας ἕρπε Aesch. Prom. 812, Soph. ἥντιν' αὖ κέλευθον ἕρπεις; welchen Weg gehst du? Phil. 1207; ἕρπεθ' ὡς τάχιστα O. C. 1639; Θησεὺς ὅδ' ἕρπει, da kommt Theseus, Eur. Herc. für. 1154; auch in späterer Prosa. Oft übertr., εἰδότι οὐδὲν ἕρπει ἄτα Soph. Ant. 614; ἄτας οὐδὲν ἐλλείπει γενεᾶς ἐπὶ [[πλῆθος]] ἕρπ ον, das Unglück kommt über das Geschlecht, 582; εἰς ποῖον ἕρπεις μῦθον; d. i. was willst du sagen? Eur. Hel. 316; καὶ δὴ πρὸς ῴδὰς εἷρπε, er wandte sich zum Gesange, fing an zu singen, Cycl. 423; ἕρπει συμφορὰ πρὸς [[τἀγαθά]], das Unglück wandelt sich in Glück, Rhes. 518; absolut, ἕρπει παραλλὰξ [[ταῦτα]], wie wir sagen: so geht es wechselnd, Soph. Ai. 1066; Tr. 547 ὁρῶ ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν [[πρόσω]], τὴν δὲ φθίνουσαν, vorwärts gehen, zunehmen. – Außer praes. u. imperf. nur tut. in [[ἐφέρπω]], u. dor. ἑρψῶ, ἑρψοῦμες, Theocr. 5, 45. 18, 40; aor. εἷρψε, Chrysost. S. auch [[ἑρπύζω]], u. vgl. Lob. Paralipp. p. 35.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1034.png Seite 1034]] impf. εἷρπον, das Andere von [[ἑρπύζω]], erst Sp. εἷρψα, – 11 langsam gehen, schleichen, [[kriechen]], Od. 12, 395; heimlich einherschleichen, ὡς [[ἤτοι]] Ὀδυσεὺς [[ἤδη]] ἐν πατρίδι γαίῃ ἥμενος ἢ ἕρπων 17, 157; στίβου κατ' ἀνάγκαν ἕρποντος, vom Philoktet, Soph. Phil. 207; Aesch. Eum. 39; ἐξ εὐνῆς, aus dem Lager hervorkriechen, sich gemächlich erheben, Ar. Vesp. 552; von kleinen Kindern, Heliod. 1, 5; übertr., πρὸς τὸν ἔχονθ' ὁ [[φθόνος]] ἕρπει, an den Reichen schleicht der Neid heran, Soph. Ai. 157; ἑρπέτω ὁ [[πόλεμος]], der Krieg ziehe sich in die Länge, dauere fort, Ar. Equ. 673; Lys. 129. – 2) übh. wandeln, [[gehen]], πάντων [[ὅσσα]] τε γαῖαν ἔπι πνείει τε καὶ ἕρπει Il. 17, 447 Od. 18, 130; Pind., [[δαίμων]] Ol. 13, 101, [[χρόνος]] N. 7, 68; Theocr. u. Tragg., τούτου παρ' ὄχθας ἕρπε Aesch. Prom. 812, Soph. ἥντιν' αὖ κέλευθον ἕρπεις; welchen Weg gehst du? Phil. 1207; ἕρπεθ' ὡς τάχιστα O. C. 1639; Θησεὺς ὅδ' ἕρπει, da kommt Theseus, Eur. Herc. für. 1154; auch in späterer Prosa. Oft übertr., εἰδότι οὐδὲν ἕρπει ἄτα Soph. Ant. 614; ἄτας οὐδὲν ἐλλείπει γενεᾶς ἐπὶ [[πλῆθος]] ἕρπ ον, das Unglück kommt über das Geschlecht, 582; εἰς ποῖον ἕρπεις μῦθον; d. i. was willst du sagen? Eur. Hel. 316; καὶ δὴ πρὸς ῴδὰς εἷρπε, er wandte sich zum Gesange, fing an zu singen, Cycl. 423; ἕρπει συμφορὰ πρὸς [[τἀγαθά]], das Unglück wandelt sich in Glück, Rhes. 518; absolut, ἕρπει παραλλὰξ [[ταῦτα]], wie wir sagen: so geht es wechselnd, Soph. Ai. 1066; Tr. 547 ὁρῶ ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν [[πρόσω]], τὴν δὲ φθίνουσαν, vorwärts gehen, zunehmen. – Außer praes. u. imperf. nur tut. in [[ἐφέρπω]], u. dor. ἑρψῶ, ἑρψοῦμες, Theocr. 5, 45. 18, 40; aor. εἷρψε, Chrysost. S. auch [[ἑρπύζω]], u. vgl. Lob. Paralipp. p. 35.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> [[εἷρπον]], <i>f.</i> ἕρψω, <i>ao.</i> [[εἷρψα]], <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> se traîner péniblement ; <i>en gén.</i> se mouvoir lentement, avec peine;<br /><b>2</b> s'avancer peu à peu, glisser doucement;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> se mouvoir, s'avancer, aller <i>en gén.</i> : ἕρπεθ’ [[ὡς]] [[τάχιστα]] SOPH venez le plus vite possible ; ἕρπειν ὁδόν SOPH, κέλευθον SOPH faire un trajet.<br />'''Étymologie:''' R. Ἑρπ, pour Σερπ, se glisser, ramper ; cf. <i>lat.</i> serpo.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕρπω''': παρατ. εἷρπον: Δωρ. μέλλ. ἑρψῶ Θεόκρ. 5. 45., 18. 40, Ἀττ. μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ ἐφέρψω: ἀόρ. εἷρψα παρὰ Δίωνι τῷ Χρ. (Λοβεκ. Παραλ. 1. 35), ὁ δὲ Ἀττ. [[τύπος]] [[εἶναι]] εἵρπῠσα, ἀπαρ. ἑρπύσαι (παραλαμβανόμενα ἐκ τοῦ [[ἑρπύζω]]), πρβλ. [[ἕλκω]], εἵλκῠσα. (Ἐκ τῆς √ΕΡΠ παράγονται καὶ αἱ λέξεις ἑρπύζω, ἑρπετόν, ἕρπης· πρβλ. Σανσκρ. sarp, sarp-âmi, sarp-as· Λατ. serp-o, serp-ens). Ἕρπω, «σύρομαι», [[καθόλου]] δὲ κινοῦμαι, περιπατῶ βραδέως, ὡς τὸ [[ἑρπύζω]]: ἥμενος ἢ ἕρπων Ὀδ. Ρ. 158· ὅσσα τε γαῖαν ἔπι πνείει τε καὶ ἕρπει Ἰλ. Ρ. 447, Ὀδ. Σ. 131, πρβλ. Πινδ. Ο. 7. 95· εἷρπον μὲν ῥινοί, κρέα δ’ ἀμφ’ ὀβελοῖσι μεμύκει, ἐκινοῦντο μὲν τὰ δέρματα, τὰ δὲ κρέατα ἐν τοῖς ὀβελοῖς μυκηθμῷ ὅμοιον ἦχον ἀπετέλουν, Ὀδ. Μ. 395· ἐπὶ νηπίων, Αἰσχύλ. Θήβ. 17· ἐπὶ χωλοῦ ἀνθρώπου, Σοφ. Φιλ. 207· ἕρπ. ἐξ εὐνῆς Ἀριστοφ. Σφ. 552: - συχν. παρὰ Τραγ., [[ἁπλῶς]] [[ὑπάγω]] ἢ [[ἔρχομαι]], Αἰσχύλ. Πρ. 810, κλ.· ἕρπεθ’ ὡς τάχιστα Σοφ. Ο. Κ. 1643· Θησεὺς ὅδ’ ἕρπει Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1154· ἕρπειν ἐς μῦθον, πρὸς ᾠδὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 316, ἐν Κύκλ. 423· ἕρπε [[δεῦρο]], ἐλθὲ ἐδῶ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 722· καὶ μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἕρπ. ὁδοὺς Σοφ. Αἴ. 287· κέλευθον ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1223, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195· [[ὡσαύτως]], ἕρπον τοῖς ὁδοῦσι [[θηρίον]] Κωμικὸς παρὰ Πλουτ. 54Β. 2) ἐπὶ πραγμάτων καὶ γεγονότων, [[βότρυς]] ἐπ’ ἧμαρ ἕρπει Σοφ. Ἀποσπ. 239· ἥβη ἕρπουσα [[πρόσω]] [[αὐτόθι]] 546· ἐπὶ δακρύου καταρρέοντος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1231· ἐπὶ φημῶν, ἐξαπλοῦμαι, διαδίδομαι, ὡς τὸ Λατ. serpit rumor, Πινδ. Ι. 4. 68 (3. 58), πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1087· πρὸς τὸν ἔχονθ’ ὁ [[φθόνος]] ἕρπει [[αὐτόθι]] 157 (πρβλ. [[ὑφέρπω]])· ὁ [[πόλεμος]] ἑρπέτω, ἂς κάμῃ τὸν δρόμον του, Ἀριστοφ. Ἱππ. 673, πρβλ. Λυσ. 129: - [[ὡσαύτως]], [[προοδεύω]], εὐτυχῶ, Πινδ. Ο. 13. 148, πρβλ. Ν. 7. 100: - ἐπὶ δυστυχημάτων, [[ἐπέρχομαι]] αἰφνιδίως εἴς τινα, Σοφ. Ἀντ. 585, 619, πρβλ. Αἴ. 1087.
|lstext='''ἕρπω''': παρατ. εἷρπον: Δωρ. μέλλ. ἑρψῶ Θεόκρ. 5. 45., 18. 40, Ἀττ. μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ ἐφέρψω: ἀόρ. εἷρψα παρὰ Δίωνι τῷ Χρ. (Λοβεκ. Παραλ. 1. 35), ὁ δὲ Ἀττ. [[τύπος]] [[εἶναι]] εἵρπῠσα, ἀπαρ. ἑρπύσαι (παραλαμβανόμενα ἐκ τοῦ [[ἑρπύζω]]), πρβλ. [[ἕλκω]], εἵλκῠσα. (Ἐκ τῆς √ΕΡΠ παράγονται καὶ αἱ λέξεις ἑρπύζω, ἑρπετόν, ἕρπης· πρβλ. Σανσκρ. sarp, sarp-âmi, sarp-as· Λατ. serp-o, serp-ens). Ἕρπω, «σύρομαι», [[καθόλου]] δὲ κινοῦμαι, περιπατῶ βραδέως, ὡς τὸ [[ἑρπύζω]]: ἥμενος ἢ ἕρπων Ὀδ. Ρ. 158· ὅσσα τε γαῖαν ἔπι πνείει τε καὶ ἕρπει Ἰλ. Ρ. 447, Ὀδ. Σ. 131, πρβλ. Πινδ. Ο. 7. 95· εἷρπον μὲν ῥινοί, κρέα δ’ ἀμφ’ ὀβελοῖσι μεμύκει, ἐκινοῦντο μὲν τὰ δέρματα, τὰ δὲ κρέατα ἐν τοῖς ὀβελοῖς μυκηθμῷ ὅμοιον ἦχον ἀπετέλουν, Ὀδ. Μ. 395· ἐπὶ νηπίων, Αἰσχύλ. Θήβ. 17· ἐπὶ χωλοῦ ἀνθρώπου, Σοφ. Φιλ. 207· ἕρπ. ἐξ εὐνῆς Ἀριστοφ. Σφ. 552: - συχν. παρὰ Τραγ., [[ἁπλῶς]] [[ὑπάγω]] ἢ [[ἔρχομαι]], Αἰσχύλ. Πρ. 810, κλ.· ἕρπεθ’ ὡς τάχιστα Σοφ. Ο. Κ. 1643· Θησεὺς ὅδ’ ἕρπει Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1154· ἕρπειν ἐς μῦθον, πρὸς ᾠδὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 316, ἐν Κύκλ. 423· ἕρπε [[δεῦρο]], ἐλθὲ ἐδῶ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 722· καὶ μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἕρπ. ὁδοὺς Σοφ. Αἴ. 287· κέλευθον ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1223, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195· [[ὡσαύτως]], ἕρπον τοῖς ὁδοῦσι [[θηρίον]] Κωμικὸς παρὰ Πλουτ. 54Β. 2) ἐπὶ πραγμάτων καὶ γεγονότων, [[βότρυς]] ἐπ’ ἧμαρ ἕρπει Σοφ. Ἀποσπ. 239· ἥβη ἕρπουσα [[πρόσω]] [[αὐτόθι]] 546· ἐπὶ δακρύου καταρρέοντος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1231· ἐπὶ φημῶν, ἐξαπλοῦμαι, διαδίδομαι, ὡς τὸ Λατ. serpit rumor, Πινδ. Ι. 4. 68 (3. 58), πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1087· πρὸς τὸν ἔχονθ’ ὁ [[φθόνος]] ἕρπει [[αὐτόθι]] 157 (πρβλ. [[ὑφέρπω]])· ὁ [[πόλεμος]] ἑρπέτω, ἂς κάμῃ τὸν δρόμον του, Ἀριστοφ. Ἱππ. 673, πρβλ. Λυσ. 129: - [[ὡσαύτως]], [[προοδεύω]], εὐτυχῶ, Πινδ. Ο. 13. 148, πρβλ. Ν. 7. 100: - ἐπὶ δυστυχημάτων, [[ἐπέρχομαι]] αἰφνιδίως εἴς τινα, Σοφ. Ἀντ. 585, 619, πρβλ. Αἴ. 1087.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> [[εἷρπον]], <i>f.</i> ἕρψω, <i>ao.</i> [[εἷρψα]], <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> se traîner péniblement ; <i>en gén.</i> se mouvoir lentement, avec peine;<br /><b>2</b> s'avancer peu à peu, glisser doucement;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> se mouvoir, s'avancer, aller <i>en gén.</i> : ἕρπεθ’ [[ὡς]] [[τάχιστα]] SOPH venez le plus vite possible ; ἕρπειν ὁδόν SOPH, κέλευθον SOPH faire un trajet.<br />'''Étymologie:''' R. Ἑρπ, pour Σερπ, se glisser, ramper ; cf. <i>lat.</i> serpo.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth