δυσώνυμος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0691.png Seite 691]] ([[ὄνομα]]) 1) mit einem bösen Namen, = [[verhaßt]], verabscheut. Homer dreimal, Iliad. 6, 255 δυσώνυμοι υἷες Ἀχαιῶν, 12, 116 [[μοῖρα]] [[δυσώνυμος]], Odyss. 19, 571 ἠὼς [[δυσώνυμος]]. Vgl. [[ἀνώνυμος]], [[νώνυμος]] u. [[νώνυμνος]], [[ὁμώνυμος]], [[ἐπώνυμος]]. – Folgende: λέκτρα Soph. O. C. 532; κήρ Ap. Rh. 2, 258; bei K. S. öfter = verflucht. – 2) dessen Namen eine böse Vorbedeutung enthält, Soph. Ai. 897.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0691.png Seite 691]] ([[ὄνομα]]) 1) mit einem bösen Namen, = [[verhaßt]], verabscheut. Homer dreimal, Iliad. 6, 255 δυσώνυμοι υἷες Ἀχαιῶν, 12, 116 [[μοῖρα]] [[δυσώνυμος]], Odyss. 19, 571 ἠὼς [[δυσώνυμος]]. Vgl. [[ἀνώνυμος]], [[νώνυμος]] u. [[νώνυμνος]], [[ὁμώνυμος]], [[ἐπώνυμος]]. – Folgende: λέκτρα Soph. O. C. 532; κήρ Ap. Rh. 2, 258; bei K. S. öfter = verflucht. – 2) dessen Namen eine böse Vorbedeutung enthält, Soph. Ai. 897.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> au nom odieux;<br /><b>2</b> au nom de mauvais augure.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, ὄμομα.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσώνῠμος''': -ον, φέρων κακὸν [[ὄνομα]], [[βδελυκτός]], [[μισητός]], υἷες Ἀχαιῶν Ἰλ. Ζ. 255· ἠώς Ὀδ. Τ. 571· [[μοῖρα]] Ἰλ. Μ. 116· λέκτρα Σοφ. Ο. Κ. 528, κτλ. ἰδίως φέρων [[ὄνομα]] κακὰ προμηνῦον, δυσοιώνιστον, [[οἷον]] τὸ [[Αἴας]], ὁ αὐτ. Αἴ. 914, πρβλ.430 κἑξ.·-ποιητ. [[ὡσαύτως]] δυσώνυμνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1066. ΙΙ. κακῶς ὁμιλῶν, μὴ ἔχων εὐγλωττίαν, Σοφ. Ἀποσπ. 109.
|lstext='''δυσώνῠμος''': -ον, φέρων κακὸν [[ὄνομα]], [[βδελυκτός]], [[μισητός]], υἷες Ἀχαιῶν Ἰλ. Ζ. 255· ἠώς Ὀδ. Τ. 571· [[μοῖρα]] Ἰλ. Μ. 116· λέκτρα Σοφ. Ο. Κ. 528, κτλ. ἰδίως φέρων [[ὄνομα]] κακὰ προμηνῦον, δυσοιώνιστον, [[οἷον]] τὸ [[Αἴας]], ὁ αὐτ. Αἴ. 914, πρβλ.430 κἑξ.·-ποιητ. [[ὡσαύτως]] δυσώνυμνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1066. ΙΙ. κακῶς ὁμιλῶν, μὴ ἔχων εὐγλωττίαν, Σοφ. Ἀποσπ. 109.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> au nom odieux;<br /><b>2</b> au nom de mauvais augure.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, ὄμομα.
}}
}}
{{grml
{{grml