3,277,121
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [át. αὑ-; aum. ηὐ- y ᾱὐ-]<br /><b class="num">I</b> en v. act.<br /><b class="num">1</b> gener. [[secar]] (ἰχθῦς) ἂν αὐήνωσι πρὸς ἥλιον Hdt.1.200.<br /><b class="num">2</b> fig. [[marchitar]] αὐαίνει δ' ἄτης ἄνθεα φυόμενα marchita las nacientes flores del infortunio</i> Sol.3.35<br /><b class="num">•</b>de pers. [[consumir]], [[agotar]] αὐανῶ βίον S.<i>El</i>.819.<br /><b class="num">II</b> intr. en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> [[secarse]] (ῥόπαλον) αὐανθέν <i>Od</i>.9.321, αὐαίνε[ται δὲ ...] ἡλίῳ en contexto incompleto, quizá de caídos en combate, Archil.203.3, ὑγρὸν αὐαίνεται Heraclit.B 126, σκύλος <i>Meropis</i> 6.2, αὐανθεὶς πυθμήν A.<i>Ch</i>.260, ἤν τις αὐτὰ αὐανθῆναι ἐάσῃ Hp.<i>Nat.Puer</i>.17, cf. <i>Mul</i>.1.17<br /><b class="num">•</b>de plantas [[marchitarse]], [[agostarse]] ὑπὸ τοῦ καύματος X.<i>Oec</i>.16.14, διὰ ξηρότητα X.<i>Oec</i>.19.11, πεύκη καὶ [[ἐλάτη]] ... αὐαίνονται Thphr.<i>HP</i> 3.7.1, cf. <i>CP</i> 3.10.8, ὅσα αὐανθείη ἂν παριόντος πυρός Plot.4.4.32, ὥστε ... αὐανθῆναι τὰ δένδρα D.C.<i>Epit</i>.8.6.16, σταφυλή Q.S.11.148.<br /><b class="num">2</b> fig. de pers. [[consumirse]] αὐανοῦμαι τῷδ' ἐν αὐλίῳ μόνος S.<i>Ph</i>.954, ἠυαινόμην θεώμενος Ar.<i>Fr</i>.660, ὁ ἐραστὴς ὁ [[ἄρρην]] αὐαίνεται Ach.Tat.1.17.4<br /><b class="num">•</b>c. ac. de rel. ὡς δ' ὅτε τις ... κέαρ αὐαίνηται Q.S.10.278.<br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[αὖος]]. | |dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [át. αὑ-; aum. ηὐ- y ᾱὐ-]<br /><b class="num">I</b> en v. act.<br /><b class="num">1</b> gener. [[secar]] (ἰχθῦς) ἂν αὐήνωσι πρὸς ἥλιον Hdt.1.200.<br /><b class="num">2</b> fig. [[marchitar]] αὐαίνει δ' ἄτης ἄνθεα φυόμενα marchita las nacientes flores del infortunio</i> Sol.3.35<br /><b class="num">•</b>de pers. [[consumir]], [[agotar]] αὐανῶ βίον S.<i>El</i>.819.<br /><b class="num">II</b> intr. en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> [[secarse]] (ῥόπαλον) αὐανθέν <i>Od</i>.9.321, αὐαίνε[ται δὲ ...] ἡλίῳ en contexto incompleto, quizá de caídos en combate, Archil.203.3, ὑγρὸν αὐαίνεται Heraclit.B 126, σκύλος <i>Meropis</i> 6.2, αὐανθεὶς πυθμήν A.<i>Ch</i>.260, ἤν τις αὐτὰ αὐανθῆναι ἐάσῃ Hp.<i>Nat.Puer</i>.17, cf. <i>Mul</i>.1.17<br /><b class="num">•</b>de plantas [[marchitarse]], [[agostarse]] ὑπὸ τοῦ καύματος X.<i>Oec</i>.16.14, διὰ ξηρότητα X.<i>Oec</i>.19.11, πεύκη καὶ [[ἐλάτη]] ... αὐαίνονται Thphr.<i>HP</i> 3.7.1, cf. <i>CP</i> 3.10.8, ὅσα αὐανθείη ἂν παριόντος πυρός Plot.4.4.32, ὥστε ... αὐανθῆναι τὰ δένδρα D.C.<i>Epit</i>.8.6.16, σταφυλή Q.S.11.148.<br /><b class="num">2</b> fig. de pers. [[consumirse]] αὐανοῦμαι τῷδ' ἐν αὐλίῳ μόνος S.<i>Ph</i>.954, ἠυαινόμην θεώμενος Ar.<i>Fr</i>.660, ὁ ἐραστὴς ὁ [[ἄρρην]] αὐαίνεται Ach.Tat.1.17.4<br /><b class="num">•</b>c. ac. de rel. ὡς δ' ὅτε τις ... κέαρ αὐαίνηται Q.S.10.278.<br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[αὖος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> αὑανῶ, <i>ao.</i> [[ηὕηνα]], <i>pf. inus.</i><br />faire sécher : ἰχθῦς πρὸς ἥλιον HDT des poissons au soleil ; <i>fig.</i> βίον SOPH laisser sa vie se consumer dans le chagrin ; <i>Pass.</i> être desséché : [[ῥόπαλον]] αὐανθέν OD bâton desséché ; <i>fig.</i> se dessécher (d'ennui, de chagrin, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[αὔω]], [[αὕω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐαίνω''': Ἀττ. αὐ- (πρβλ. ἀφ-, ἐπαφαυαίνω): παρατ. (καθ-) αύαινον Λουκ. Ἔρωτ. 12: μέλλ. αὐανῶ Σοφ., ἴδ. κατωτ.: ἀόρ. ηὔηνα ἢ αὔ- Ἡρόδ.· - Παθ., παρατ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 514· ἀόρ. αὐάνθην ἢ αὔ-, ἴδε κατωτ. ἐξ- Ἡρόδ. 4. 151: μέλλ. αὐανθήσομαι (πρβλ. ἀφ-)· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μέσ. αὐανοῦμαι μετὰ παθ. σημασ., Σοφ., ἴδε κατωτ. Χειρόγραφα καὶ ἐκδόται διαφωνοῦσιν ὡς πρὸς τὴν αὔξησιν: (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε τὸ αὔω). Ξηραίνω, αὐανθὲν (ἐπὶ ξύλου) Ὀδ. Ι. 321· αὐαίνειν ἰχθῦς πρὸς ἥλιον Ἡρόδ. 1. 200, πρβλ. 2. 77, 92., 4. 172: - Παθ., Ξεν. Οἰκ. 16. 14., 19, 11, Ἀν. 2. 3, 16, κτλ. 2) [[καταξηραίνω]], [[μαραίνω]], αὐαίνει δ’ ἄτης ἄνθεα φυόμενα Σόλων 15. 35· αὐανθείς [[πυθμήν]], ξηρανθείς, Αἰσχύλ. Χο. 260· αὐανῶ βίον, θὰ [[φθείρω]] τὴν ζωὴν μου, θὰ μαρανθῶ, Σοφ. Ἠλ. 819· αὐανούμαι, θὰ μαρανθῶ, θὰ «λυώσω», ὁ αὐτ. Φ. 954· ηὐαινόμην θεώμενος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 514. ΙΙ. ἀμετάβ. = τῷ Παθ., τὰς δὲ ὑστέρας ὧδε μελεδαίνειν, [[ὅκως]] [[μήτε]] ὑγραὶ ἕωσι [[μήτε]] [[λίαν]] αὐαίνουσαι Ἱππ. 598. 27. - Τὸ ἐνεργ. [[εἶναι]] σχετικῶς σπάνιον, ἰδίως ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. λόγῳ. | |lstext='''αὐαίνω''': Ἀττ. αὐ- (πρβλ. ἀφ-, ἐπαφαυαίνω): παρατ. (καθ-) αύαινον Λουκ. Ἔρωτ. 12: μέλλ. αὐανῶ Σοφ., ἴδ. κατωτ.: ἀόρ. ηὔηνα ἢ αὔ- Ἡρόδ.· - Παθ., παρατ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 514· ἀόρ. αὐάνθην ἢ αὔ-, ἴδε κατωτ. ἐξ- Ἡρόδ. 4. 151: μέλλ. αὐανθήσομαι (πρβλ. ἀφ-)· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μέσ. αὐανοῦμαι μετὰ παθ. σημασ., Σοφ., ἴδε κατωτ. Χειρόγραφα καὶ ἐκδόται διαφωνοῦσιν ὡς πρὸς τὴν αὔξησιν: (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε τὸ αὔω). Ξηραίνω, αὐανθὲν (ἐπὶ ξύλου) Ὀδ. Ι. 321· αὐαίνειν ἰχθῦς πρὸς ἥλιον Ἡρόδ. 1. 200, πρβλ. 2. 77, 92., 4. 172: - Παθ., Ξεν. Οἰκ. 16. 14., 19, 11, Ἀν. 2. 3, 16, κτλ. 2) [[καταξηραίνω]], [[μαραίνω]], αὐαίνει δ’ ἄτης ἄνθεα φυόμενα Σόλων 15. 35· αὐανθείς [[πυθμήν]], ξηρανθείς, Αἰσχύλ. Χο. 260· αὐανῶ βίον, θὰ [[φθείρω]] τὴν ζωὴν μου, θὰ μαρανθῶ, Σοφ. Ἠλ. 819· αὐανούμαι, θὰ μαρανθῶ, θὰ «λυώσω», ὁ αὐτ. Φ. 954· ηὐαινόμην θεώμενος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 514. ΙΙ. ἀμετάβ. = τῷ Παθ., τὰς δὲ ὑστέρας ὧδε μελεδαίνειν, [[ὅκως]] [[μήτε]] ὑγραὶ ἕωσι [[μήτε]] [[λίαν]] αὐαίνουσαι Ἱππ. 598. 27. - Τὸ ἐνεργ. [[εἶναι]] σχετικῶς σπάνιον, ἰδίως ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. λόγῳ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |