δρύπτω: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0669.png Seite 669]] (vgl. [[δρέπω]]), [[kratzen]], [[zerkratzen]]; bei Homer vielleicht nur in compos., ἀμφιδραπτω, [[ἀποδρύπτω]], [[περιδρύπτω]], vgl. [[ἀμφίδρυφος]] u. [[ἀμφιδρυφής]]; Odyss. 2, 153 von Weissagerögeln δρυψαμένω δ' ὀναχεσσι παρειὰς [[ἀμφί]] τε [[δειράς]], kann ἀμφιδρύπτω in tmes. sein; Odyss. 5, 426 [[ἔνθα]] κ' ἀπὸ ῥινοὺς δρύφθη u. Iliad. 16, 324 πρυμνὸν δὲ βραχίονα δουρὸς ἀκωκὴ δρύψ' ἀπὸ μυώνων werden wohl entschieden besser zu ἀποδραπτω gerechnet. – Als Aeußerung der Trauer u. des Schmerzes δρύπτε [[κάρα]] Eur. El. 150; [[μάτηρ]] δραπτεται παρειάν Hec. 655; αἱ γυναῖκες ἀναβοήσασαι ἐδρύπτοντο Xen. Cyr. 3, 1, 13; [[βλέφαρον]], [[auskratzen]], Ap. Rh. 2, 109; Ἕκτορα πώλοις όστέα δρυπτόμενον, [[abgeschunden]] werden, Antp. Sid. 69 (VII, 2). Nach den Gramm. eigtl. vom Abschälen der Rinde von den Bäumen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0669.png Seite 669]] (vgl. [[δρέπω]]), [[kratzen]], [[zerkratzen]]; bei Homer vielleicht nur in compos., ἀμφιδραπτω, [[ἀποδρύπτω]], [[περιδρύπτω]], vgl. [[ἀμφίδρυφος]] u. [[ἀμφιδρυφής]]; Odyss. 2, 153 von Weissagerögeln δρυψαμένω δ' ὀναχεσσι παρειὰς [[ἀμφί]] τε [[δειράς]], kann ἀμφιδρύπτω in tmes. sein; Odyss. 5, 426 [[ἔνθα]] κ' ἀπὸ ῥινοὺς δρύφθη u. Iliad. 16, 324 πρυμνὸν δὲ βραχίονα δουρὸς ἀκωκὴ δρύψ' ἀπὸ μυώνων werden wohl entschieden besser zu ἀποδραπτω gerechnet. – Als Aeußerung der Trauer u. des Schmerzes δρύπτε [[κάρα]] Eur. El. 150; [[μάτηρ]] δραπτεται παρειάν Hec. 655; αἱ γυναῖκες ἀναβοήσασαι ἐδρύπτοντο Xen. Cyr. 3, 1, 13; [[βλέφαρον]], [[auskratzen]], Ap. Rh. 2, 109; Ἕκτορα πώλοις όστέα δρυπτόμενον, [[abgeschunden]] werden, Antp. Sid. 69 (VII, 2). Nach den Gramm. eigtl. vom Abschälen der Rinde von den Bäumen.
}}
{{bailly
|btext=<i>Act. seul. ao.</i> ἔδρυψα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐδρύφθην, <i>pqp.</i> ἐδεδρύμμην;<br />écorcher, égratigner, déchirer;<br /><i><b>Moy.</b></i> δρύπτομαι écorcher, déchirer sur soi : δ. παρειάν EUR se déchirer la joue en signe de douleur ; <i>en parl. de deux aigles</i> δ. παρειάς OD se déchirer mutuellement la face.<br />'''Étymologie:''' R. Δρυφ, écorcher.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δρύπτω''': Εὐρ. Ἠλ. 150· μέλλ. δρύψω (κατα-) Ἀνθ. Π. 5. 43· ἀόρ. ἔδρυψα, Ἐπ. δρύψα Ἰλ., πρβλ. ἀποδρύφω. ― Μέσ., Ἡσ., Εὐρ.· ἀόρ. δρυψάμενος Ὀδ. ― Παθ., Ἀνθ. Π. 7, 2· ἀόρ. ἐδρύφθην Βάβρ. 36. 10· ὑπερσυντ. δέδρυπτο Κόϊντ. Σμ. 14. 391· πρβλ. ἀμφι-, ἀπο-[[δρύπτω]]. (Ἐκ τῆς √ΔΡΥΦ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ συνθέτῳ ἀποδρύφω, καὶ ἐν τῷ [[δρυφή]], [[δρυφάζω]]). Ξέω. «τσουγγρανίζω», σπαράττω, [[σχίζω]], βραχίονα δουρὸς ἀκωκὴ δρύψ’ ἀπὸ μυώνων Ἰλ. Π. 324· καὶ ἐν τῷ μέσ., δρυψαμένω δ’ ὀνύχεσσι παρειὰς [[ἀμφί]] τε [[δειράς]], σπαράττοντες [[ἀλλήλων]]…, Ὀδ. Β. 153· ― κατὰ τὸ πλεῖστον εἰς ἔνδειξιν πένθους, δρύπτειν [[κάρα]] Εὐρ. Ἠλ. 150· [[ἑκάτερθε]] παρειὰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 672· καὶ ἐν τῷ μέσ., δρύπτεσθαι παρειάν, σπαράττω, [[κατασχίζω]] τὴν παρειάν μου, Λατ. genas lacerare, Εὐρ. Ἑκ. 655· καὶ [[οὕτως]] [[ἄνευ]] τοῦ παρειάν, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 13· πρβλ. [[καταδρύπτω]].
|lstext='''δρύπτω''': Εὐρ. Ἠλ. 150· μέλλ. δρύψω (κατα-) Ἀνθ. Π. 5. 43· ἀόρ. ἔδρυψα, Ἐπ. δρύψα Ἰλ., πρβλ. ἀποδρύφω. ― Μέσ., Ἡσ., Εὐρ.· ἀόρ. δρυψάμενος Ὀδ. ― Παθ., Ἀνθ. Π. 7, 2· ἀόρ. ἐδρύφθην Βάβρ. 36. 10· ὑπερσυντ. δέδρυπτο Κόϊντ. Σμ. 14. 391· πρβλ. ἀμφι-, ἀπο-[[δρύπτω]]. (Ἐκ τῆς √ΔΡΥΦ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ συνθέτῳ ἀποδρύφω, καὶ ἐν τῷ [[δρυφή]], [[δρυφάζω]]). Ξέω. «τσουγγρανίζω», σπαράττω, [[σχίζω]], βραχίονα δουρὸς ἀκωκὴ δρύψ’ ἀπὸ μυώνων Ἰλ. Π. 324· καὶ ἐν τῷ μέσ., δρυψαμένω δ’ ὀνύχεσσι παρειὰς [[ἀμφί]] τε [[δειράς]], σπαράττοντες [[ἀλλήλων]]…, Ὀδ. Β. 153· ― κατὰ τὸ πλεῖστον εἰς ἔνδειξιν πένθους, δρύπτειν [[κάρα]] Εὐρ. Ἠλ. 150· [[ἑκάτερθε]] παρειὰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 672· καὶ ἐν τῷ μέσ., δρύπτεσθαι παρειάν, σπαράττω, [[κατασχίζω]] τὴν παρειάν μου, Λατ. genas lacerare, Εὐρ. Ἑκ. 655· καὶ [[οὕτως]] [[ἄνευ]] τοῦ παρειάν, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 13· πρβλ. [[καταδρύπτω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>Act. seul. ao.</i> ἔδρυψα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐδρύφθην, <i>pqp.</i> ἐδεδρύμμην;<br />écorcher, égratigner, déchirer;<br /><i><b>Moy.</b></i> δρύπτομαι écorcher, déchirer sur soi : δ. παρειάν EUR se déchirer la joue en signe de douleur ; <i>en parl. de deux aigles</i> δ. παρειάς OD se déchirer mutuellement la face.<br />'''Étymologie:''' R. Δρυφ, écorcher.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth