εὐπόριστος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1090.png Seite 1090]] leicht herbeizuschaffen, was leicht, ohne großen Aufwand zu haben ist, Cic. ad Att. 7, 1, 7; D. L. 10, 144; Plut. u. a. Sp.; τὰ εὐπ., sc. φάρμακα, sind Hausmittel, Plut. Lucull. 40; Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1090.png Seite 1090]] leicht herbeizuschaffen, was leicht, ohne großen Aufwand zu haben ist, Cic. ad Att. 7, 1, 7; D. L. 10, 144; Plut. u. a. Sp.; τὰ εὐπ., sc. φάρμακα, sind Hausmittel, Plut. Lucull. 40; Diosc.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à se procurer ; τὰ εὐπόριστα (φάρμακα) remèdes usuels.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πορίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐπόριστος''': -ον, ([[πορίζω]]) εὐκόλως ποριζόμενος, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 144, Κικ. πρὸς Ἀττ. 7. 1, 7· - εὐπόριστα (δηλ. φάρμακα), τά, κοινὰ καὶ πρόχειρα οἰκογενειακὰ φάρμακα, Πλουτ. Λούκουλλ. 40. - Περὶ Εὐπορίστων, [[ὄνομα]] συγγράμματος τοῦ Διοσκορίδου.
|lstext='''εὐπόριστος''': -ον, ([[πορίζω]]) εὐκόλως ποριζόμενος, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 144, Κικ. πρὸς Ἀττ. 7. 1, 7· - εὐπόριστα (δηλ. φάρμακα), τά, κοινὰ καὶ πρόχειρα οἰκογενειακὰ φάρμακα, Πλουτ. Λούκουλλ. 40. - Περὶ Εὐπορίστων, [[ὄνομα]] συγγράμματος τοῦ Διοσκορίδου.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à se procurer ; τὰ εὐπόριστα (φάρμακα) remèdes usuels.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πορίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml