εὐπόριστος

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπόριστος Medium diacritics: εὐπόριστος Low diacritics: ευπόριστος Capitals: ΕΥΠΟΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eupóristos Transliteration B: euporistos Transliteration C: efporistos Beta Code: eu)po/ristos

English (LSJ)

εὐπόριστον, (πορίζω)
A easy to procure or secure, Id.Ep.3p.63U., Sent.21, Fr.469, Dsc.Eup. Praef.: Sup., ἀμπεχόνη, οἰκία, Ph.2.424, cf. Phld.D.1.15; feasible, Cic.Att.7.1.7; εὐπόριστα (sc. φάρμακα), τά, common, family medicines: title of work by Dsc., Orib.Eup.Praef. (called περὶ ἁπλῶν φαρμάκων in codd. of Dsc.Eup.); also, ordinary food, opp. game out of season, Plu.Luc.40, Pomp.2.
II Act., providing one's subsistence with ease, Ptol.Tetr.155.

German (Pape)

[Seite 1090] leicht herbeizuschaffen, was leicht, ohne großen Aufwand zu haben ist, Cic. ad Att. 7, 1, 7; D. L. 10, 144; Plut. u. a. Sp.; τὰ εὐπ., sc. φάρμακα, sind Hausmittel, Plut. Lucull. 40; Diosc.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à se procurer ; τὰ εὐπόριστα (φάρμακα) remèdes usuels.
Étymologie: εὖ, πορίζω.

Russian (Dvoretsky)

εὐπόριστος: легко добываемый, доступный (ὁ τῆς φύσεως πλοῦτος Epicur. ap. Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπόριστος: -ον, (πορίζω) εὐκόλως ποριζόμενος, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 144, Κικ. πρὸς Ἀττ. 7. 1, 7· - εὐπόριστα (δηλ. φάρμακα), τά, κοινὰ καὶ πρόχειρα οἰκογενειακὰ φάρμακα, Πλουτ. Λούκουλλ. 40. - Περὶ Εὐπορίστων, ὄνομα συγγράμματος τοῦ Διοσκορίδου.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐπόριστος, -ον)
αυτός τον οποίο εύκολα πορίζεται, που εύκολα αποκτά κάποιος
αρχ.
1. εφικτός, κατορθωτός
2. αυτός που προμηθεύει εύκολα, αυτός που παρέχει τα μέσα της ζωής
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐπόριστα
α) συνήθης και πρόχειρη τροφή
β) τα κοινά και πρόχειρα οικογενειακά φάρμακα
γ) τίτλος συγγράμματος του Διοσκουρίδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πορίζομαι (πρβλ. δυσπόριστος)].

Greek Monotonic

εὐπόριστος: -ον (πορίζω), εύκολα προμηθεύσιμος· εὐπόριστα (ενν. φάρμακα), τά, κοινά και πρόχειρα οικογενειακά φάρμακα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

εὐ-πόριστος, ον πορίζω
easy to procure;— εὐπόριστα (sc. φάρμακἀ, τά, common medicines, Plut.