αὐξάνω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> fut. αὐξανῶ [[LXX]] <i>Ge</i>.17.6; para los temas de fut., aor. y perf. v. [[αὔξω]]<br /><b class="num">I</b> tr. en v. act.<br /><b class="num">1</b> [[hacer aumentar]], [[hacer crecer]] c. ac. de n. concr. y más frec. de abstr. δενδρέων δὲ νομὸν [[Διώνυσος]] ... αὐξάνοι Pi.<i>Fr</i>.153, ὕβριν Hdt.7.16α, πατρῷον δ' ὄλβον A.<i>Pers</i>.756, πολέμους E.<i>Supp</i>.233, c. ac. y giro prep. εἰς ἄπειρον τὴν ἀδικίαν Pl.<i>Lg</i>.910b<br /><b class="num">•</b>de pers. ref. al crecimiento físico de los seres vivos, op. [[ἰσχναίνειν]] Pl.<i>Plt</i>.293b, ἀπεργάζεσθε ζῷα καὶ ... αὐξάνετε Pl.<i>Ti</i>.41d.<br /><b class="num">2</b> c. ac. de abstr. de la esfera política [[acrecentar]], [[hacer prosperar]] ἡ τύχη ... τῆς πόλεως αὐξάνει τὰ πράγματα <i>PRyl</i>.77.36 (II d.C.).<br /><b class="num">3</b> ret. [[magnificar]] en v. pas. ἔστι ... αὐξανόμενον τὸ πρέπον lo conveniente es la ampulosidad</i> (del estilo), Arist.<i>Rh</i>.1404<sup>b</sup>17.<br /><b class="num">II</b> intr., gener. en v. med.<br /><b class="num">1</b> [[crecer]], [[aumentar]] c. suj. de pers. o n. concr. ὁ παῖς ηὐξάνετο Hdt.5.92ε, αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε [[LXX]] <i>Ge</i>.1.22, ἡ χώρη αὐξανομένη Hdt.2.14, τῶν οἰκήσεων τούτων μειζόνων αὐξανομένων Pl.<i>Lg</i>.681a, καρπὸς αὐξανόμενος <i>Eu.Marc</i>.4.8, de la fase creciente de la luna φωστὴρ ... αὐξανόμενος [[LXX]] <i>Si</i>.43.8, tb. en v. act. ἡ σελήνη αὐξάνει Arist.<i>APo</i>.78<sup>b</sup>6, μῆνις Ἀπόλλωνος ... ποιεῖ τὰς ῥῖνας αὐξάνεσθαι D.P.<i>Au</i>.1.9<br /><b class="num">•</b>c. giro prep. ἐς ὕψος αὐξάνεσθαι crecer en altura</i> Hdt.2.14<br /><b class="num">•</b>fig. [[crecerse]], [[hincharse]] ηὐξανόμην ἀκούων Ar.<i>V</i>.638.<br /><b class="num">2</b> en cont. político-militar [[acrecentar su poder]] Φίλιππον ... αὐξάνεσθαι D.18.161.<br /><b class="num">3</b> lóg. [[hacerse más universal]] αὐξανομένης τῆς ἀποδείξεως Arist.<i>APo</i>.86<sup>b</sup>13.<br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[αὔξω]].
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> fut. αὐξανῶ [[LXX]] <i>Ge</i>.17.6; para los temas de fut., aor. y perf. v. [[αὔξω]]<br /><b class="num">I</b> tr. en v. act.<br /><b class="num">1</b> [[hacer aumentar]], [[hacer crecer]] c. ac. de n. concr. y más frec. de abstr. δενδρέων δὲ νομὸν [[Διώνυσος]] ... αὐξάνοι Pi.<i>Fr</i>.153, ὕβριν Hdt.7.16α, πατρῷον δ' ὄλβον A.<i>Pers</i>.756, πολέμους E.<i>Supp</i>.233, c. ac. y giro prep. εἰς ἄπειρον τὴν ἀδικίαν Pl.<i>Lg</i>.910b<br /><b class="num">•</b>de pers. ref. al crecimiento físico de los seres vivos, op. [[ἰσχναίνειν]] Pl.<i>Plt</i>.293b, ἀπεργάζεσθε ζῷα καὶ ... αὐξάνετε Pl.<i>Ti</i>.41d.<br /><b class="num">2</b> c. ac. de abstr. de la esfera política [[acrecentar]], [[hacer prosperar]] ἡ τύχη ... τῆς πόλεως αὐξάνει τὰ πράγματα <i>PRyl</i>.77.36 (II d.C.).<br /><b class="num">3</b> ret. [[magnificar]] en v. pas. ἔστι ... αὐξανόμενον τὸ πρέπον lo conveniente es la ampulosidad</i> (del estilo), Arist.<i>Rh</i>.1404<sup>b</sup>17.<br /><b class="num">II</b> intr., gener. en v. med.<br /><b class="num">1</b> [[crecer]], [[aumentar]] c. suj. de pers. o n. concr. ὁ παῖς ηὐξάνετο Hdt.5.92ε, αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε [[LXX]] <i>Ge</i>.1.22, ἡ χώρη αὐξανομένη Hdt.2.14, τῶν οἰκήσεων τούτων μειζόνων αὐξανομένων Pl.<i>Lg</i>.681a, καρπὸς αὐξανόμενος <i>Eu.Marc</i>.4.8, de la fase creciente de la luna φωστὴρ ... αὐξανόμενος [[LXX]] <i>Si</i>.43.8, tb. en v. act. ἡ σελήνη αὐξάνει Arist.<i>APo</i>.78<sup>b</sup>6, μῆνις Ἀπόλλωνος ... ποιεῖ τὰς ῥῖνας αὐξάνεσθαι D.P.<i>Au</i>.1.9<br /><b class="num">•</b>c. giro prep. ἐς ὕψος αὐξάνεσθαι crecer en altura</i> Hdt.2.14<br /><b class="num">•</b>fig. [[crecerse]], [[hincharse]] ηὐξανόμην ἀκούων Ar.<i>V</i>.638.<br /><b class="num">2</b> en cont. político-militar [[acrecentar su poder]] Φίλιππον ... αὐξάνεσθαι D.18.161.<br /><b class="num">3</b> lóg. [[hacerse más universal]] αὐξανομένης τῆς ἀποδείξεως Arist.<i>APo</i>.86<sup>b</sup>13.<br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[αὔξω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> [[ηὔξανον]], <i>f.</i> αὐξήσω, <i>ao.</i> [[ηὔξησα]], <i>pf.</i> ηὔξηκα;<br /><i>Pass. impf.</i> ηὐξανόμην, <i>f.</i> αὐξηθήσομαι, <i>ao.</i> [[ηὐξήθην]], <i>pf.</i> [[ηὔξημαι]];<br />augmenter, accroître (en taille, en force, en puissance, <i>etc.</i>) ; <i>Pass.</i> croître, grandir.<br />'''Étymologie:''' [[αὔξω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐξάνω''': Πινδ. Ἀποσπ. 130, Ἡρόδ. 7. 16, Αἰσχύλ. Πέρσ. 756, Εὐρ. (δὶς), Πλάτ., Δημ.· [[ὡσαύτως]] [[αὔξω]] (ποιητ. [[ἀέξω]], ὃ ἴδε) Θέογν. 823, Σοφ., Ξεν., Πλάτ.· μέλλ. αὐξήσω Θουκ., κλ., (αὐξανῶ μόνον παρὰ τοῖς Ἑβδ.): ἀόρ. α΄ ηὔξησα Σόλων 11, Ξεν.: πρκμ. ηὔξηκα Πλάτ. Τίμ. 90Β, Ξεν. Ἱέρ. 2. 15: - Παθ., αὐξάνομαι Ἡρόδ., Εὐρ. Μήδ. 918, Ἀριστοφ., Ἰσοκρ., Πλάτ.· αὔξομαι Ἡσ. Θ. 493, Μίμνερμ. 2, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ. ποιητ. καὶ πεζ.: πρκμ. ηὔξημαι Εὐρ. Ἀποσπ., Πλάτ., Ἰων. αὔξ- Ἡρόδ.· ἀλλ’ ὑπερσυντ. ηὔξητο ὁ αὐτ. 5. 78: ἀόρ. ηὐξήθην Θουκ., Πλάτ.: μέλλ. αὐξηθήσομαι Δημ. 1297. 15· ἀλλ’ αὐξήσομαι Ξεν. Κύρ. 6. 1, 12, Πλάτ. Πολ. 497Α. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε [[ἀέξω]]). Ποιῶ τι μέγα, τὸ μεγαλώνω, τὸ [[αὐξάνω]], οὐχὶ παρ’ Ὁμ. ([[ὅστις]] μεταχειρίζεται μόνον τὸ [[ἀέξω]]), ἀλλὰ συχν. ἀπὸ τοῦ Πινδάρ. π.χ. Ἀποσπ. 118 (125) καὶ Ἡροδ. καὶ [[ἐφεξῆς]]· τῆς μὲν ὕβριν αὐξανούσης Ἡρόδ. 7. 16, 1· πατρῷον δ’ ὄβλον οὐδὲν αὐξάνειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 756· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἰσχναίνειν, Πλάτ. Πολιτ. 293Β· εἰς ἄπειρον αὐξ. τι ὁ αὐτ. Νόμ. 910Β· ἐπὶ τὸ ἔσχατον ὁ αὐτ. Πολ. 573Α· ἐπὶ πλεῖον ηὖξον τὴν… τέχνην Ἀθηνίων ἐν «Σαμόθραξιν» 1. 16, κτλ. 2) [[αὐξάνω]], [[προάγω]] εἰς δύναμιν, ενισχύω, ὑψώνω, [[μεγαλύνω]], εἰ δὲ Θεσσαλοὶ τὰ Ἑλλήνων αὖξον, ὡς ἐμοὶ δοκέειν, ἐμήδιζον ἂν οἱ Φωκέες Ἡρόδ. 8. 30· αὐξ. πόλιν Σοφ. Ἀντ. 191, Ξεν Ἀπομν. 3.7, 2· [[ὡσαύτως]] ἀνυψῶ διὰ τῶν πράξεών μου, [[δοξάζω]], [[μεγαλύνω]], [[ἐξαίρω]], [[ἐγκωμιάζω]], ἐπαινεῖν καὶ αὔξειν τινὰ Πλάτ. Λυσ. 206Α· σὲ γε… καὶ τροφὸν καὶ μητέρ’ αὔξειν τιμᾶν σε ὡς…, Σοφ. Ο. Τ. 1092: ―ἐπὶ ῥητόρος, μεγαλοποιῶ, ἐπὶ μεῖζον [[αἴρω]], ἐξογκώνω, αὔξειν καὶ μειοῦν Ἀριστ. Ρητ. 2.26, 1. 3) μετ’ ἐπιθ., αὔξ. τινὰ μέγαν (δηλ. [[ὥστε]] γίγνεσθαι μέγαν), [[ἀνατρέφω]] τινὰ καὶ καθιστῶ αὐτὸν μέγαν, Πλάτ. Πολ. 565C· μείζω πόλιν αὔξει Εὐρ. Ι. Α. 573· τὸν ὄγκον… ἄπειρον αὔξειν Πλάτ. Πολ. 591D· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2 4) αὔξειν ἔμπυρα, θυσιάζειν, Πινδ. Ι. 4.107 (3.80), πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 537. ΙΙ. Παθ. αὐξάνομαι, ἐνδυναμοῦμαι, «μεγαλώνω», [[γίνομαι]] περισσότερος, μεγαλείτερος, ἰσχυρότερος, κτλ., Ἡσ. Θ. 493, Πινδ. Π. 8. 132, κ. ἀλλ., Ἡρόδ. 7. 189, κτλ.· αὔξηται ἐς [[πλῆθος]] ὁ αὐτ. 1. 58· ἐς [[ὕψος]] αὐξάνεσθαι ὁ αὐτ. 2. 14· ἐπὶ παιδίου, «μεγαλώνω», ὁ αὐτ. 5. 92, 5· ἐν γὰς τοῖς πόνοισιν αὔξεται, περὶ τοῦ Θησέως, Εὐρ. Ἱκ. 323· ηὐξανόμην ἀκούων, ὑπερηφανευόμην, «ἐκόρδωνα», Ἀριστοφ. Σφ. 638· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, ὅσοι μέν νυν αὐτῶν αὐξόμενον ἕμαθον τὸν ἄνεμον Ἡρόδ. 7. 188· [[ὡσαύτως]], [[γίνομαι]] [[τέλειος]], Δημ. 1402, ἐν τέλει. 2) μετ’ ἐπιθ., αὔξεσθαι μέγαν, γίγνεσθαι μέγαν, Εὐρ. Βάκχ. 183, Πλάτ., κτλ.· ἀὐξ. μείζων Αἰσχύλ. Ἱκ. 337, Πλάτ. Νόμ. 681Α· αὐξ. [[ἐλλόγιμος]] ὁ αὐτ. Πρωτ. 327C· [[μέγας]] ἐκ μικροῦ… ηὔξηται Δημ. 1168· ἴδε ἀνωτ. Ι.3. 3) ἐπὶ ῥημάτων, [[λαμβάνω]] αὔξησιν, Ἐτυμ. Μ. 399. 47. ΙΙΙ. τὸ ἐνεργ. μετ’ ἀμεταβάτου σημασίας μόνον παρὰ τοῖς μεταγ. Ἀττ., ὡς παρ’ Ἀριστ. (Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 13, 3, Ἱστ. Ζ. 9. 42, 5), συχνότατα δὲ παρὰ τοῖς μετὰ [[ταῦτα]] [[μέχρι]] [[σήμερον]].
|lstext='''αὐξάνω''': Πινδ. Ἀποσπ. 130, Ἡρόδ. 7. 16, Αἰσχύλ. Πέρσ. 756, Εὐρ. (δὶς), Πλάτ., Δημ.· [[ὡσαύτως]] [[αὔξω]] (ποιητ. [[ἀέξω]], ὃ ἴδε) Θέογν. 823, Σοφ., Ξεν., Πλάτ.· μέλλ. αὐξήσω Θουκ., κλ., (αὐξανῶ μόνον παρὰ τοῖς Ἑβδ.): ἀόρ. α΄ ηὔξησα Σόλων 11, Ξεν.: πρκμ. ηὔξηκα Πλάτ. Τίμ. 90Β, Ξεν. Ἱέρ. 2. 15: - Παθ., αὐξάνομαι Ἡρόδ., Εὐρ. Μήδ. 918, Ἀριστοφ., Ἰσοκρ., Πλάτ.· αὔξομαι Ἡσ. Θ. 493, Μίμνερμ. 2, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ. ποιητ. καὶ πεζ.: πρκμ. ηὔξημαι Εὐρ. Ἀποσπ., Πλάτ., Ἰων. αὔξ- Ἡρόδ.· ἀλλ’ ὑπερσυντ. ηὔξητο ὁ αὐτ. 5. 78: ἀόρ. ηὐξήθην Θουκ., Πλάτ.: μέλλ. αὐξηθήσομαι Δημ. 1297. 15· ἀλλ’ αὐξήσομαι Ξεν. Κύρ. 6. 1, 12, Πλάτ. Πολ. 497Α. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε [[ἀέξω]]). Ποιῶ τι μέγα, τὸ μεγαλώνω, τὸ [[αὐξάνω]], οὐχὶ παρ’ Ὁμ. ([[ὅστις]] μεταχειρίζεται μόνον τὸ [[ἀέξω]]), ἀλλὰ συχν. ἀπὸ τοῦ Πινδάρ. π.χ. Ἀποσπ. 118 (125) καὶ Ἡροδ. καὶ [[ἐφεξῆς]]· τῆς μὲν ὕβριν αὐξανούσης Ἡρόδ. 7. 16, 1· πατρῷον δ’ ὄβλον οὐδὲν αὐξάνειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 756· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἰσχναίνειν, Πλάτ. Πολιτ. 293Β· εἰς ἄπειρον αὐξ. τι ὁ αὐτ. Νόμ. 910Β· ἐπὶ τὸ ἔσχατον ὁ αὐτ. Πολ. 573Α· ἐπὶ πλεῖον ηὖξον τὴν… τέχνην Ἀθηνίων ἐν «Σαμόθραξιν» 1. 16, κτλ. 2) [[αὐξάνω]], [[προάγω]] εἰς δύναμιν, ενισχύω, ὑψώνω, [[μεγαλύνω]], εἰ δὲ Θεσσαλοὶ τὰ Ἑλλήνων αὖξον, ὡς ἐμοὶ δοκέειν, ἐμήδιζον ἂν οἱ Φωκέες Ἡρόδ. 8. 30· αὐξ. πόλιν Σοφ. Ἀντ. 191, Ξεν Ἀπομν. 3.7, 2· [[ὡσαύτως]] ἀνυψῶ διὰ τῶν πράξεών μου, [[δοξάζω]], [[μεγαλύνω]], [[ἐξαίρω]], [[ἐγκωμιάζω]], ἐπαινεῖν καὶ αὔξειν τινὰ Πλάτ. Λυσ. 206Α· σὲ γε… καὶ τροφὸν καὶ μητέρ’ αὔξειν τιμᾶν σε ὡς…, Σοφ. Ο. Τ. 1092: ―ἐπὶ ῥητόρος, μεγαλοποιῶ, ἐπὶ μεῖζον [[αἴρω]], ἐξογκώνω, αὔξειν καὶ μειοῦν Ἀριστ. Ρητ. 2.26, 1. 3) μετ’ ἐπιθ., αὔξ. τινὰ μέγαν (δηλ. [[ὥστε]] γίγνεσθαι μέγαν), [[ἀνατρέφω]] τινὰ καὶ καθιστῶ αὐτὸν μέγαν, Πλάτ. Πολ. 565C· μείζω πόλιν αὔξει Εὐρ. Ι. Α. 573· τὸν ὄγκον… ἄπειρον αὔξειν Πλάτ. Πολ. 591D· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2 4) αὔξειν ἔμπυρα, θυσιάζειν, Πινδ. Ι. 4.107 (3.80), πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 537. ΙΙ. Παθ. αὐξάνομαι, ἐνδυναμοῦμαι, «μεγαλώνω», [[γίνομαι]] περισσότερος, μεγαλείτερος, ἰσχυρότερος, κτλ., Ἡσ. Θ. 493, Πινδ. Π. 8. 132, κ. ἀλλ., Ἡρόδ. 7. 189, κτλ.· αὔξηται ἐς [[πλῆθος]] ὁ αὐτ. 1. 58· ἐς [[ὕψος]] αὐξάνεσθαι ὁ αὐτ. 2. 14· ἐπὶ παιδίου, «μεγαλώνω», ὁ αὐτ. 5. 92, 5· ἐν γὰς τοῖς πόνοισιν αὔξεται, περὶ τοῦ Θησέως, Εὐρ. Ἱκ. 323· ηὐξανόμην ἀκούων, ὑπερηφανευόμην, «ἐκόρδωνα», Ἀριστοφ. Σφ. 638· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, ὅσοι μέν νυν αὐτῶν αὐξόμενον ἕμαθον τὸν ἄνεμον Ἡρόδ. 7. 188· [[ὡσαύτως]], [[γίνομαι]] [[τέλειος]], Δημ. 1402, ἐν τέλει. 2) μετ’ ἐπιθ., αὔξεσθαι μέγαν, γίγνεσθαι μέγαν, Εὐρ. Βάκχ. 183, Πλάτ., κτλ.· ἀὐξ. μείζων Αἰσχύλ. Ἱκ. 337, Πλάτ. Νόμ. 681Α· αὐξ. [[ἐλλόγιμος]] ὁ αὐτ. Πρωτ. 327C· [[μέγας]] ἐκ μικροῦ… ηὔξηται Δημ. 1168· ἴδε ἀνωτ. Ι.3. 3) ἐπὶ ῥημάτων, [[λαμβάνω]] αὔξησιν, Ἐτυμ. Μ. 399. 47. ΙΙΙ. τὸ ἐνεργ. μετ’ ἀμεταβάτου σημασίας μόνον παρὰ τοῖς μεταγ. Ἀττ., ὡς παρ’ Ἀριστ. (Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 13, 3, Ἱστ. Ζ. 9. 42, 5), συχνότατα δὲ παρὰ τοῖς μετὰ [[ταῦτα]] [[μέχρι]] [[σήμερον]].
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> [[ηὔξανον]], <i>f.</i> αὐξήσω, <i>ao.</i> [[ηὔξησα]], <i>pf.</i> ηὔξηκα;<br /><i>Pass. impf.</i> ηὐξανόμην, <i>f.</i> αὐξηθήσομαι, <i>ao.</i> [[ηὐξήθην]], <i>pf.</i> [[ηὔξημαι]];<br />augmenter, accroître (en taille, en force, en puissance, <i>etc.</i>) ; <i>Pass.</i> croître, grandir.<br />'''Étymologie:''' [[αὔξω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR