αὐξάνω

From LSJ

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐξάνω Medium diacritics: αὐξάνω Low diacritics: αυξάνω Capitals: ΑΥΞΑΝΩ
Transliteration A: auxánō Transliteration B: auxanō Transliteration C: afksano Beta Code: au)ca/nw

English (LSJ)

Pi.Fr.153, Hdt.7.16.ά, A.Pers.756, E.Supp.233, Fr.362.28, Pl.Ti.41d:—also αὔξω (poet. ἀέξω, q.v.) Thgn.823, Pi.O.5.4, Emp.37, S.Tr.117 (lyr.), Ar.Ach.227, X.Smp.7.4, Pl.R. 573a, D. 3.26, etc. (so Att. Inscrr. and Ptolemaic Pap.; both forms in NT): impf. ηὔξανον only Ps.-E.Fr.1132.25;
A ηὖξον Hdt.9.31, etc.: fut. αὐξήσω Th.6.40, etc. (αὐξανῶ only in LXX Ge.17.6, al.): aor. I ηὔξησα Sol. 11, X.HG7.1.24: pf. ηὔξηκα Pl.Ti.90b, X.Hier.2.15:—Pass., αὐξάνομαι Hdt.2.14, E.Med.918, Ar.Av.1065, Isoc.4.104, Pl.Phd. 96c, D. 18.161; αὔξομαι Emp.26.2, Ar.Ach.227, Pl.R. 328d, etc., impf. ηὔξετο Hes.Th.493, Hdt.3.39 (v.l. αὔξετο): pf. ηὔξημαι E.IA1248, Pl.R. 371e, Ion. αὔξ- Hdt.1.58: plpf. ηὔξητο Id.5.78: aor. ηὐξήθην Th.1.89, Pl.Prt. 327c: fut.αὐξηθήσομαι D.56.48; αὐξήσομαι X.Cyr.6.1.12, Pl.R. 497a:—increase, not in Hom. (only ἀέξω), Pi.Fr.153, etc.; ὕβριν αὐ. Hdt.7.16.ά; ὄλβον A.Pers.756; opp. ἰσχναίνειν, Pl.Plt. 293b; εἰς ἄπειρον αὐ. τι Id.Lg.910b; ἐπὶ τὸ ἔσχατον Id.R.573a; ἐπὶ πλεῖον ηὖξον τὴν μαγειρικὴν τέχνην Athenio1.16, etc.
2 increase in power, strengthen, αὐ. τὰ Ἑλλήνων increase their power, Hdt.8.30; νόμοισιν αὐ. πόλιν S.Ant.191, cf. X.Mem.3.7.2; exalt by one's deeds, glorify, πόλιν, πάτραν, Pi.O.5.4, P.8.38, cf. IG22.834, etc.; exalt by praise, extol, ἐπαινεῖν καὶ αὔξειν τινά Pl.Ly.206a; σέ γε… καὶ τροφὸν καὶ ματέρ' αὔξειν honour thee as... S.OT1092 (lyr.); of an orator, amplify, exaggerate, αὔξειν καὶ μειοῦν Arist.Rh.1403a17.
3 with an Adj., τρέφειν καὶ αὐ. τινὰ μέγαν bring up to manhood, Pl.R. 565c; μείζω πόλιν αὐ. E.IA572 (lyr.); τὸν ὄγκον… ἄπειρον αὐξήσει Pl.R. 591d.
4 αὔξειν ἔμπυρα to sacrifice, Pi.I.4(3).62; cf. ἀέξω.
5 in Logic, = καταπυκνόω (q.v.), Arist.APo.79a30, al.; but ὁ αὐξόμενος λόγος, name of a fallacy, Plu.Thes.23, 2.559b.
II Pass., grow, increase, in size, number, strength, power, etc., Hes.Th.493, Pi.P.8.93, D.61.5, etc.; αὐ. ἐς πλῆθος, ἐς ὕψος, Hdt.1.58, 2.14; of a child, grow up, Id.5.92.έ; ἐν γὰρ τοῖς πόνοισιν αὔξεται, of Theseus, E.Supp.323; ηὐξανόμην ἀκούων I grew taller as I heard, Ar.V.638; of the wind, rise, Hdt.7.188; ηὔξηται ἡ πόλις ὥστ' εἶναι τελέα Pl.R. 371e.
2 with an Adj., αὔξεσθαι μέγας wax great, grow up, E.Ba.183; αὐ. μείζων A.Supp. 338, Pl.Lg.681a; αὐ. ἐλλόγιμος Id.Prt.327c; μέγας ἐκ μικροῦ… ηὔξηται D.9.21.
III later, Act. intr., like Pass., ἡ σελήνη αὐξάνει Arist. APo.78b6, cf. HA620a21, Aristeas 208, D.S.4.64, Ep.Col.2.19, D. Chr.4.128, D.C.48.52, etc.
IV of Verbs, take the augment, both Act. and Pass., Hdn.Epim.280; αὔξουσα (sc. συλλαβή), ἡ, augment, ibid. (Cf. ἀέξω.)

Spanish (DGE)

• Morfología: fut. αὐξανῶ LXX Ge.17.6; para los temas de fut., aor. y perf. v. αὔξω
I tr. en v. act.
1 hacer aumentar, hacer crecer c. ac. de n. concr. y más frec. de abstr. δενδρέων δὲ νομὸν Διώνυσος ... αὐξάνοι Pi.Fr.153, ὕβριν Hdt.7.16α, πατρῷον δ' ὄλβον A.Pers.756, πολέμους E.Supp.233, c. ac. y giro prep. εἰς ἄπειρον τὴν ἀδικίαν Pl.Lg.910b
de pers. ref. al crecimiento físico de los seres vivos, op. ἰσχναίνειν Pl.Plt.293b, ἀπεργάζεσθε ζῷα καὶ ... αὐξάνετε Pl.Ti.41d.
2 c. ac. de abstr. de la esfera política acrecentar, hacer prosperar ἡ τύχη ... τῆς πόλεως αὐξάνει τὰ πράγματα PRyl.77.36 (II d.C.).
3 ret. magnificar en v. pas. ἔστι ... αὐξανόμενον τὸ πρέπον lo conveniente es la ampulosidad (del estilo), Arist.Rh.1404b17.
II intr., gener. en v. med.
1 crecer, aumentar c. suj. de pers. o n. concr. ὁ παῖς ηὐξάνετο Hdt.5.92ε, αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε LXX Ge.1.22, ἡ χώρη αὐξανομένη Hdt.2.14, τῶν οἰκήσεων τούτων μειζόνων αὐξανομένων Pl.Lg.681a, καρπὸς αὐξανόμενος Eu.Marc.4.8, de la fase creciente de la luna φωστὴρ ... αὐξανόμενος LXX Si.43.8, tb. en v. act. ἡ σελήνη αὐξάνει Arist.APo.78b6, μῆνις Ἀπόλλωνος ... ποιεῖ τὰς ῥῖνας αὐξάνεσθαι D.P.Au.1.9
c. giro prep. ἐς ὕψος αὐξάνεσθαι crecer en altura Hdt.2.14
fig. crecerse, hincharse ηὐξανόμην ἀκούων Ar.V.638.
2 en cont. político-militar acrecentar su poder Φίλιππον ... αὐξάνεσθαι D.18.161.
3 lóg. hacerse más universal αὐξανομένης τῆς ἀποδείξεως Arist.APo.86b13.
• Etimología: v. αὔξω.

French (Bailly abrégé)

impf. ηὔξανον, f. αὐξήσω, ao. ηὔξησα, pf. ηὔξηκα;
Pass. impf. ηὐξανόμην, f. αὐξηθήσομαι, ao. ηὐξήθην, pf. ηὔξημαι;
augmenter, accroître (en taille, en force, en puissance, etc.) ; Pass. croître, grandir.
Étymologie: αὔξω.

German (Pape)

bei Pind. und Soph. immer αὔξω, auch bei Aesch., Eur. und in guter att. Prosa seltner αὐξάνω, vgl. ἀέξω (ἀϜέξω, wachsen); fut. αὐξήσω, αὐξανῶ nur bei LXX; perf ηὔξηκα, Plat. Tim. 90b; perf. pass. ηὔξημαι; aor. ηὐξήθην, Aesop. 71 ηὐξήνθην; fut. pass. αὐξηθήσομαι Dem. 56.48, αὐξήσομαι Plat. Rep. VI.497a; Xen. Cyr. 6.1.12;
wachsen machen, vergrößern, vermehren, Tragg. und überall in Prosa, z.B. πόλεις Plat. Legg. V.731a; τρέφειν καὶ αὐξάνειν μέγαν Rep. VIII.565c; πόλεμον Pol. 3.97; τὸ βάθος τῶν τάξεων 11.1; Gegensatz φθίνειν Plat. Rep. VIII.546b; erheben, preisen, Soph. O.R. 1091; Eur. Bacch. 183; τιμαῖς Xen. Cyr. 8.8.28; καὶ ἐπαινεῖν Plat. Lys. 206a; ἐξ ὑπερβολῆς τι αὔξειν, etwas übertreiben, Pol. 8.17. – Pass., wachsen, zunehmen, τρέφεται καὶ αὐξάνεται Plat. Phaedr. 246c; ῥωσθεὶς καὶ αὐξηθείς Symp. 210d; vom Monde, Epinom. 979a; von Flüssen, Pol. 10.48; αὐξάνεσθαι μέγας, groß werden, Her. 1.58 (der auch ἐς πλῆθος damit verbindet, ibid); vgl. Plat. Legg. III.681a; Xen. Cyr. 4.2.3; Dem. 3.5, 9.21; ἐλλόγιμος ηὐξήθη, er gelangte zu Ansehen, Plat. Prot. 327c; womit zu vgl. εἰς ἄπειρον αὐξάνειν, bis ins Unendliche steigern, X.910, wie τὸν ὄγκον ἄπειρον αὐξήσει Rep. IX.591d. – Das act. in intr. Bdtg, Arist. Anal. pr. 1.7; vom Monde, Pol. 16.21; DS. 4.64, oft, und andere Spätere, bes. NT, z.B. Matth. 6.28.

Russian (Dvoretsky)

αὐξάνω: (fut. pass. αὐξήσομαι и αὐξηθήσομαι; aor. pass. ηὐξήθην и ηὐξήνθην)
1 увеличивать, усиливать, приумножать, расширять (δενδρέων νομόν Pind.; ὕβριν Her.; πατρῷον ὄλβον Aesch.; τι εἰς ἄπειρον и ἐπὶ τὸ ἔσχατον Plat.); pass. увеличиваться, возрастать, расти (μένος ηὔξετο τοῖο ἄνακτος Hes.; ἡ χώρη αὐξανομένη Her.): ἀρχόμενος αὐξάνεσθαι Plut. начавший возвышаться, т. е. делающий политическую карьеру; ἐλλόγιμος ηὐξήθη Plat. он стал знаменитым;
2 грам. получать приращение;
3 увеличиваться, возрастать, расти, Arst., Polyb. - v.l., Diod., Luc.;
4 вырастать (ἐκ τῆς γῆς Arst.). - см. тж. αὔξω.

Greek (Liddell-Scott)

αὐξάνω: Πινδ. Ἀποσπ. 130, Ἡρόδ. 7. 16, Αἰσχύλ. Πέρσ. 756, Εὐρ. (δὶς), Πλάτ., Δημ.· ὡσαύτως αὔξω (ποιητ. ἀέξω, ὃ ἴδε) Θέογν. 823, Σοφ., Ξεν., Πλάτ.· μέλλ. αὐξήσω Θουκ., κλ., (αὐξανῶ μόνον παρὰ τοῖς Ἑβδ.): ἀόρ. α΄ ηὔξησα Σόλων 11, Ξεν.: πρκμ. ηὔξηκα Πλάτ. Τίμ. 90Β, Ξεν. Ἱέρ. 2. 15: - Παθ., αὐξάνομαι Ἡρόδ., Εὐρ. Μήδ. 918, Ἀριστοφ., Ἰσοκρ., Πλάτ.· αὔξομαι Ἡσ. Θ. 493, Μίμνερμ. 2, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ. ποιητ. καὶ πεζ.: πρκμ. ηὔξημαι Εὐρ. Ἀποσπ., Πλάτ., Ἰων. αὔξ- Ἡρόδ.· ἀλλ’ ὑπερσυντ. ηὔξητο ὁ αὐτ. 5. 78: ἀόρ. ηὐξήθην Θουκ., Πλάτ.: μέλλ. αὐξηθήσομαι Δημ. 1297. 15· ἀλλ’ αὐξήσομαι Ξεν. Κύρ. 6. 1, 12, Πλάτ. Πολ. 497Α. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἀέξω). Ποιῶ τι μέγα, τὸ μεγαλώνω, τὸ αὐξάνω, οὐχὶ παρ’ Ὁμ. (ὅστις μεταχειρίζεται μόνον τὸ ἀέξω), ἀλλὰ συχν. ἀπὸ τοῦ Πινδάρ. π.χ. Ἀποσπ. 118 (125) καὶ Ἡροδ. καὶ ἐφεξῆς· τῆς μὲν ὕβριν αὐξανούσης Ἡρόδ. 7. 16, 1· πατρῷον δ’ ὄβλον οὐδὲν αὐξάνειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 756· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἰσχναίνειν, Πλάτ. Πολιτ. 293Β· εἰς ἄπειρον αὐξ. τι ὁ αὐτ. Νόμ. 910Β· ἐπὶ τὸ ἔσχατον ὁ αὐτ. Πολ. 573Α· ἐπὶ πλεῖον ηὖξον τὴν… τέχνην Ἀθηνίων ἐν «Σαμόθραξιν» 1. 16, κτλ. 2) αὐξάνω, προάγω εἰς δύναμιν, ενισχύω, ὑψώνω, μεγαλύνω, εἰ δὲ Θεσσαλοὶ τὰ Ἑλλήνων αὖξον, ὡς ἐμοὶ δοκέειν, ἐμήδιζον ἂν οἱ Φωκέες Ἡρόδ. 8. 30· αὐξ. πόλιν Σοφ. Ἀντ. 191, Ξεν Ἀπομν. 3.7, 2· ὡσαύτως ἀνυψῶ διὰ τῶν πράξεών μου, δοξάζω, μεγαλύνω, ἐξαίρω, ἐγκωμιάζω, ἐπαινεῖν καὶ αὔξειν τινὰ Πλάτ. Λυσ. 206Α· σὲ γε… καὶ τροφὸν καὶ μητέρ’ αὔξειν τιμᾶν σε ὡς…, Σοφ. Ο. Τ. 1092: ―ἐπὶ ῥητόρος, μεγαλοποιῶ, ἐπὶ μεῖζον αἴρω, ἐξογκώνω, αὔξειν καὶ μειοῦν Ἀριστ. Ρητ. 2.26, 1. 3) μετ’ ἐπιθ., αὔξ. τινὰ μέγαν (δηλ. ὥστε γίγνεσθαι μέγαν), ἀνατρέφω τινὰ καὶ καθιστῶ αὐτὸν μέγαν, Πλάτ. Πολ. 565C· μείζω πόλιν αὔξει Εὐρ. Ι. Α. 573· τὸν ὄγκον… ἄπειρον αὔξειν Πλάτ. Πολ. 591D· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2 4) αὔξειν ἔμπυρα, θυσιάζειν, Πινδ. Ι. 4.107 (3.80), πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 537. ΙΙ. Παθ. αὐξάνομαι, ἐνδυναμοῦμαι, «μεγαλώνω», γίνομαι περισσότερος, μεγαλείτερος, ἰσχυρότερος, κτλ., Ἡσ. Θ. 493, Πινδ. Π. 8. 132, κ. ἀλλ., Ἡρόδ. 7. 189, κτλ.· αὔξηται ἐς πλῆθος ὁ αὐτ. 1. 58· ἐς ὕψος αὐξάνεσθαι ὁ αὐτ. 2. 14· ἐπὶ παιδίου, «μεγαλώνω», ὁ αὐτ. 5. 92, 5· ἐν γὰς τοῖς πόνοισιν αὔξεται, περὶ τοῦ Θησέως, Εὐρ. Ἱκ. 323· ηὐξανόμην ἀκούων, ὑπερηφανευόμην, «ἐκόρδωνα», Ἀριστοφ. Σφ. 638· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, ὅσοι μέν νυν αὐτῶν αὐξόμενον ἕμαθον τὸν ἄνεμον Ἡρόδ. 7. 188· ὡσαύτως, γίνομαι τέλειος, Δημ. 1402, ἐν τέλει. 2) μετ’ ἐπιθ., αὔξεσθαι μέγαν, γίγνεσθαι μέγαν, Εὐρ. Βάκχ. 183, Πλάτ., κτλ.· ἀὐξ. μείζων Αἰσχύλ. Ἱκ. 337, Πλάτ. Νόμ. 681Α· αὐξ. ἐλλόγιμος ὁ αὐτ. Πρωτ. 327C· μέγας ἐκ μικροῦ… ηὔξηται Δημ. 1168· ἴδε ἀνωτ. Ι.3. 3) ἐπὶ ῥημάτων, λαμβάνω αὔξησιν, Ἐτυμ. Μ. 399. 47. ΙΙΙ. τὸ ἐνεργ. μετ’ ἀμεταβάτου σημασίας μόνον παρὰ τοῖς μεταγ. Ἀττ., ὡς παρ’ Ἀριστ. (Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 13, 3, Ἱστ. Ζ. 9. 42, 5), συχνότατα δὲ παρὰ τοῖς μετὰ ταῦτα μέχρι σήμερον.

English (Strong)

a prolonged form of a primary verb; to grow ("wax"), i.e. enlarge (literal or figurative, active or passive): grow (up), (give the) increase.

Greek Monolingual

και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω)
1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω
2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι
αρχ.
Ι. (μτβ.)
1. αυξάνω κάτι σε δύναμη, ενδυμώνω, ενισχύω
2. μτφ. τιμώ, δοξάζω, μεγαλύνω με τις πράξεις μου
3. εξαίρω, επαινώ, εγκωμιάζω
4. (για τους ρήτορες) μεγαλοποιώ, εξογκώνω, υπερβάλλω
5. φρ. «αὔξω μέγαν» — τον κάνω μεγάλο, τον κάνω να μεγαλώσει
6. (στη Λογική) καταπυκνώ, συμπυκνώνω σημασιολογικά
II. παθ.
1. (για παιδιά) μεγαλώνω, ενηλικιώνομαι
2. υπερηφανεύομαι, φουσκώνω
3. (για τον άνεμο) σηκώνομαι, φυσώ
4. φρ. α) «αὔξω ἔμπυρα» — θυσιάζω, ετοιμάζω θυσία
β) «ό αὐξόμενος λόγος» — σόφισμα, σοφιστεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αυξ-άνω (λ. της ιωνικής-αττικής διαλέκτου και νεώτερη) αποτελεί εκφραστικό σχηματισμό < (θ.) αυξ- (βλ. σχηματισμό του αύξω) + -άν-ω (< n), επίθημα που δηλώνει την έκβαση μιας πορείας (εξελίξεως). Σχετικά με την ερμηνεία των αύξω (< aug-) και του παραλλήλου, ήδη ομηρικού, α(F)έξω (< aweg-) έχουν προταθεί δύο υποθέσεις. Συγκεκριμένα τα αύξω, α(F)έξω θεωρούνται ότι σχηματίστηκαν αντίστοιχα από τις ρίζες aug- / aweg(aug- ασθενής βαθμίδα του aweg-) μέσω μιας σιγματικής παρεκτάσεως (-ς: αυγ-σ-) η οποία πιθ. αρχικά ήταν μόνον ενεστωτική. Εξάλλου, σύμφωνα με τις αρχές της λαρυγγικής θεωρίας, υποστηρίζεται ότι οι ανωτέρω τύποι σχηματίστηκαν με βάση ένα εναλλασσόμενο θέμα: ϑ2ěu-g- (απαθής ρίζα, μηδενισμένο επίθημα) > aug > αυγ- και ϑ2w-eg- (μηδενισμένη ρίζα, απαθές επίθημα) > α-weg- > a-Feγ (πρβλ. παρόμοια εναλλαγή στα αλκή, αλέξω) απ' όπου με σιγματική παρέκταση (μέσω ενός -ς- πιθ. εφετικού) προήλθαν αντίστοιχα τα αύξω, α-Fέξω (α- προθεματικό). Τέλος α(υ)ξαίνω με μεταπλασμό από τον αόρ. του αυξάνω α(ύ)ξησα κατά το σχήμα ωλίσθησα-ολισθαίνω, εσίγησα-σιγαίνω, εκέρδησα-κερδαίνω κ.λπ.). Ανάλογο σχηματισμό με τα αύξω, α(F)έξω εμφανίζουν και τύποι άλλων ινδοευρ. γλωσσών
πρβλ. aug- > λατ. augea «αυξάνω», λιθ. augti «αναπτύσσομαι» και μεσιγματική παρέκταση, λατ. auxilium «βοήθεια» -weg-s- > γοτθ. wahsjan (πρβλ. γερμ. wachsen), αρχ. ινδ. vaksayati- «αναπτύσσομαι» κ.ά. Τέλος, ονοματικό σε -ς θέμα εμφανίζεται στα λατ. augur «οιωνοσκόπος», augustus «σεβαστός, μεγαλοπρεπής», αρχ. ινδ. ojas «ισχύς», όπου η ρίζα φέρει θρησκευτική και δικαστική σημασία.
ΠΑΡ. αύξηση (Α -ις), αυξητικός
αρχ.
αύξη, αυξητέον, αυξητός.
ΣΥΝΘ. αυξομειώνω (Α-ώ), επαυξάνω, προσαυξάνω
συναυξάνω, υπεραυξάνω
αρχ.
αναυξάνω, διαυξάνω, εναυξάνω, συναύξω / εξαύξω, επαύξω, παραύξω, προαύξω, προσαύξω, υπεραύξω
νεοελλ.
αυξοκύτταρο, αυξομερής].

Greek Monotonic

αὐξάνω: και αὔξω, (ποιητ. ἀέξω) μέλ. αὐξήσω, αόρ. αʹ ηὔξησα, παρακ. ηὔξηκα — Παθ. παρακ. ηὔξημαι, αόρ. αʹ ηὐξήθην, μέλ. αὐξηθήσομαι, και στη Μέσ. αὐξήσομαι·
I. 1. κάνω κάτι μεγάλο, αυξάνω, μεγαλώνω, σε Ηρόδ. κ.λπ. (Ο Όμηρ. μόνο χρησιμοποιεί ἀέξω).
2. αυξάνω σε δύναμη, δυναμώνω, ενισχύω, υψώνω, σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, τιμώ, δοξάζω, εγκωμιάζω, σε Τραγ., Πλάτ.
II. Παθ., αυξάνομαι, ενδυναμώνομαι, αναπτύσσομαι, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· αὐξάνομαι ἐςπλῆθος ἐς ὕψος, στον ίδ.· λέγεται για παιδί, αναπτύσσομαι, μεγαλώνω, στον ίδ.· ηὐξανόμην, γίνομαι μεγαλύτερος, σε Αριστοφ.· ομοίως με επίθ., αὐξάνεσθαι μέγας, γίνομαι μεγάλος, σε Ευρ.

Middle Liddell

poet. ἀέξω q.v.]
I. to make large, increase, augment, Hdt., etc. (Hom. only uses ἀέξω).
2. to increase in power, strengthen, exalt, aggrandise, Hdt., Attic: also to promote to honour, glorify, magnify, Trag., Plat.
II. Pass. to grow, wax, increase, Hes., Hdt., etc.; αὐξ. ἐς πλῆθος, ἐς ὕψος Hdt.; of a child, to grow up, Hdt.; ηὐξανόμην I grew taller, Ar.; so with an adj., αὐξάνεσθαι μέγας to wax great, Eur. Hence

Chinese

原文音譯:aÙx£nw 凹克山挪
詞類次數:動詞(22)
原文字根:長大(向上) 相當於: (דָּשָׁא‎) (צָמַח‎) (שָׂגָה‎)
字義溯源:生長*,增長,長大,長進,長起來,興旺,興盛,增添。這字說到植物的長大,如百合花( 太6:28; 路12:27),芥菜( 太13:32; 路13:19),麥子( 可4:8);人體的長大,如施洗約翰( 路1:80),主耶穌( 路2:40)。這字也常用在隱喻上:
1)影響力的增長;如:他必興旺,我必衰微( 約3:30)
2)神話語的興旺( 徒6:7; 12:24; 19:20)
3)教會的成長,擴增( 徒7:17; 林前3:6,7; 弗2:21; 西2:19)
4)屬靈果子的增添,信徒屬靈生命與信心的增長( 林後9:10; 10:15; 弗4:15; 西1:10; 彼前2:2; 彼後3:18)
同源字:1) (αὐξάνω / αὔξω / ξαίνω)生長 2) (αὔξησις)增長 3) (συναυξάνω)一同增加 4) (ὑπεραυξάνω)過度增長
同義字:1) (αὐξάνω / αὔξω / ξαίνω)生長 2) (μηκύνω)加長,漸長 3) (περισσεύω)充足有餘 4) (πλεονάζω)更多些 5) (πληθύνω)增多 6) (πλουτέω)成為富足 7) (φύω)噴出,發芽
出現次數:總共(23);太(2);可(1);路(4);約(1);徒(4);林前(2);林後(2);弗(2);西(3);彼前(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 興旺(3) 約3:30; 徒6:7; 徒12:24;
2) 漸漸長大(3) 路1:80; 路2:40; 弗2:21;
3) 增長(2) 林後10:15; 西1:6;
4) 長大(2) 路13:19; 彼前2:2;
5) 得以長進(1) 弗4:15;
6) 你們⋯有長進(1) 彼後3:18;
7) 長進(1) 西1:10;
8) 而生長(1) 西2:19;
9) 它們⋯長起來(1) 太6:28;
10) 增添(1) 林後9:10;
11) 使其生長(1) 林前3:6;
12) 長起來(1) 路12:27;
13) 生(1) 可4:8;
14) 興盛(1) 徒7:17;
15) 就興旺(1) 徒19:20;
16) 它長大(1) 太13:32;
17) 使其生長的(1) 林前3:7

Léxico de magia

1 aumentar como acción de la divinidad σὺ εἶ κύριος ὁ γεννῶν καὶ τρέφων καὶ αὔξων τὰ πάντα tú eres el señor que crea, alimenta y aumenta todo P XII 244 P XXI 8 2 en v. med. crecer de Selene ἐπικαλοῦμαί σε, ... ἐξ ἀφανοῦς ἡ εἰς φῶς αὐξανομένη καὶ ἀπὸ φωτὸς εἰς σκότος ἀπολήγουσα te invoco a ti, que desde la sombra creces hacia la luz y desde la luz disminuyes hacia la oscuridad P VII 764

Lexicon Thucydideum

augere, increase, 1.17.1, 6.18.4, 6.40.1,
PASS. crescere, to grow, increase, 1.2.6. 1.16.1, 1.89.1. 1.99.3, 6.12.1, 6.33.6.