βαφή: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0440.png Seite 440]] ἡ, das Eintauchen, a) in Farbe, Färbung, Aesch. Pers. 309; plur., Ag. 230 u. öfter; Plat. Rep. IV, 430 a u. Folgde; die Farbe, Luc. D. Mort. 18, 2. – b) des glühenden Eisens in kaltes Wasser, um es zu härten, die Stählung, χαλκοῦ Aesch. Ag. 598; Soph. Ai. 637 u. Sp., wie Plut. Alex. 31; καὶ [[στόμωμα]] Gryll. 4 E. Übertr., Kraft des Weines, Plut. Symp. 3, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0440.png Seite 440]] ἡ, das Eintauchen, a) in Farbe, Färbung, Aesch. Pers. 309; plur., Ag. 230 u. öfter; Plat. Rep. IV, 430 a u. Folgde; die Farbe, Luc. D. Mort. 18, 2. – b) des glühenden Eisens in kaltes Wasser, um es zu härten, die Stählung, χαλκοῦ Aesch. Ag. 598; Soph. Ai. 637 u. Sp., wie Plut. Alex. 31; καὶ [[στόμωμα]] Gryll. 4 E. Übertr., Kraft des Weines, Plut. Symp. 3, 3.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />immersion, <i>d'où</i><br /><b>1</b> trempe (du fer, de l'acier) ; fig. <i>en parl. du vin</i> force;<br /><b>2</b> teinture ; <i>p. ext.</i> couleur <i>en gén. ; fig.</i> βαφὴ τυραννίδος PLUT couleur de tyrannie.<br />'''Étymologie:''' [[βάπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰφή''': ἡ, ([[βάπτω]]) ἡ καταβύθισις πεπυρακτωμένου σιδήρου εἰς τὸ [[ὕδωρ]], ἡ σκλήρυνσις ἡ [[οὕτως]] ἐπιτυγχανομένη, τὴν βαφὴν ἀφιᾶσιν [[ὥσπερ]] [[σίδηρος]], εἰρήνην ἄγοντες Ἀριστ. Πολ. 7. 14, κτλ.· - μεταφ. ἐπὶ τοῦ οἴνου, Πλούτ. 2. 650Β. ΙΙ. ἡ καταβύθισις εἰς βαφήν, τὸ βάψιμον, Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 6, 5· [[ὡσαύτως]] καὶ αὐτὸ τὸ [[χρῶμα]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 317, Πλάτ., κτλ.· κρόκου βαφάς, ἐσθὴς βυθισθεῖσα εἰς βαφὴν κρόκου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 239· βαφαὶ ὕδρας, ἡ ἐσθὴς ἡ βυθισθεῖσα εἰς τὸ [[αἷμα]] τῆς ὕδρας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1188· μεταφ., β. τυραννίδος Πλούτ. 2. 779C. ΙΙΙ. ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 612 τὸ χαλκοῦ βαφαὶ ἐκλαμβάνει ὁ Blomf. καὶ ἕτεροι ὡς σημαῖνον τὴν τέχνην τοῦ χρωματίζειν χαλκόν, ὡς παροιμιακὴν ἔκφρασιν, δηλ. ἐπί τινος ἀγνώστου ἢ ἀδυνάτου ([[βάψις]] χαλκοῦ καὶ σιδήρου ἀναφέρεται ὑπὸ Ἀντιφ. παρὰ Πολυδ. Ζ, 169· καί, [[φάρμαξις]] τῶν [[πάλαι]] τεχνιτῶν περὶ τὸν χαλκὸν ὑπὸ τοῦ Πλουτ. 395Β)· ἀλλὰ κατὰ τὸν Herm., χαλκοῦ βαφαί, [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] ἡ βύθισις ξίφους εἰς τὸ [[αἷμα]], [[ἤτοι]] ὁ [[φόνος]] (πρβλ. [[βάπτω]] Ι. 1)· [[διότι]] (ὡς αὐτὸς παρατηρεῖ) ἡ πράγματι μὲν [[μοιχαλίς]], διανοίᾳ δὲ [[δολοφόνος]], φυσικῶς ἤθελεν ἀποκηρύττει [[ταῦτα]] ἀκριβῶς τὰ ἐγκλήματα. IV. ἐν Σοφ. Αἴ. 651 [[ὡσαύτως]], βαφῇ [[σίδηρος]] ὣς ἐθηλύνθην [[στόμα]], ἡ λεξις παρέχει δυσκολίαν, [[ἐπειδὴ]] ὁ [[σίδηρος]] σκληρύνεται διὰ τῆς βαφῆς, ἀλλὰ δὲν θηλύνεται, δὲν μαλακύνεται· [[ἴσως]] ἐν τῷ χωρίῳ πρέπει ἡ [[λέξις]] νὰ νοηθῇ ἐπὶ καθολικωτέρας τινὸς σημασίας, ἔγεινα ἐν λόγοις [[ἥμερος]] καὶ [[μαλακός]], ὡς ὁ [[σίδηρος]] μαλακύνεται διὰ τῆς τέχνης τοῦ σιδηρουργοῦ, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 411Α· ἕτεροι λέγουσιν ὅτι ἡ εἰς [[ἔλαιον]] ἢ ἄλλας λιπαρὰς οὐσίας ἐμβύθισις μαλακύνει τὸν [[σίδηρον]], ἄλλοι ὀρθότερον συνάπτουσι τὸ βαφῇ [[σίδηρος]] ὣς μετὰ τοῦ ἐκαρτέρουν.
|lstext='''βᾰφή''': ἡ, ([[βάπτω]]) ἡ καταβύθισις πεπυρακτωμένου σιδήρου εἰς τὸ [[ὕδωρ]], ἡ σκλήρυνσις ἡ [[οὕτως]] ἐπιτυγχανομένη, τὴν βαφὴν ἀφιᾶσιν [[ὥσπερ]] [[σίδηρος]], εἰρήνην ἄγοντες Ἀριστ. Πολ. 7. 14, κτλ.· - μεταφ. ἐπὶ τοῦ οἴνου, Πλούτ. 2. 650Β. ΙΙ. ἡ καταβύθισις εἰς βαφήν, τὸ βάψιμον, Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 6, 5· [[ὡσαύτως]] καὶ αὐτὸ τὸ [[χρῶμα]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 317, Πλάτ., κτλ.· κρόκου βαφάς, ἐσθὴς βυθισθεῖσα εἰς βαφὴν κρόκου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 239· βαφαὶ ὕδρας, ἡ ἐσθὴς ἡ βυθισθεῖσα εἰς τὸ [[αἷμα]] τῆς ὕδρας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1188· μεταφ., β. τυραννίδος Πλούτ. 2. 779C. ΙΙΙ. ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 612 τὸ χαλκοῦ βαφαὶ ἐκλαμβάνει ὁ Blomf. καὶ ἕτεροι ὡς σημαῖνον τὴν τέχνην τοῦ χρωματίζειν χαλκόν, ὡς παροιμιακὴν ἔκφρασιν, δηλ. ἐπί τινος ἀγνώστου ἢ ἀδυνάτου ([[βάψις]] χαλκοῦ καὶ σιδήρου ἀναφέρεται ὑπὸ Ἀντιφ. παρὰ Πολυδ. Ζ, 169· καί, [[φάρμαξις]] τῶν [[πάλαι]] τεχνιτῶν περὶ τὸν χαλκὸν ὑπὸ τοῦ Πλουτ. 395Β)· ἀλλὰ κατὰ τὸν Herm., χαλκοῦ βαφαί, [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] ἡ βύθισις ξίφους εἰς τὸ [[αἷμα]], [[ἤτοι]] ὁ [[φόνος]] (πρβλ. [[βάπτω]] Ι. 1)· [[διότι]] (ὡς αὐτὸς παρατηρεῖ) ἡ πράγματι μὲν [[μοιχαλίς]], διανοίᾳ δὲ [[δολοφόνος]], φυσικῶς ἤθελεν ἀποκηρύττει [[ταῦτα]] ἀκριβῶς τὰ ἐγκλήματα. IV. ἐν Σοφ. Αἴ. 651 [[ὡσαύτως]], βαφῇ [[σίδηρος]] ὣς ἐθηλύνθην [[στόμα]], ἡ λεξις παρέχει δυσκολίαν, [[ἐπειδὴ]] ὁ [[σίδηρος]] σκληρύνεται διὰ τῆς βαφῆς, ἀλλὰ δὲν θηλύνεται, δὲν μαλακύνεται· [[ἴσως]] ἐν τῷ χωρίῳ πρέπει ἡ [[λέξις]] νὰ νοηθῇ ἐπὶ καθολικωτέρας τινὸς σημασίας, ἔγεινα ἐν λόγοις [[ἥμερος]] καὶ [[μαλακός]], ὡς ὁ [[σίδηρος]] μαλακύνεται διὰ τῆς τέχνης τοῦ σιδηρουργοῦ, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 411Α· ἕτεροι λέγουσιν ὅτι ἡ εἰς [[ἔλαιον]] ἢ ἄλλας λιπαρὰς οὐσίας ἐμβύθισις μαλακύνει τὸν [[σίδηρον]], ἄλλοι ὀρθότερον συνάπτουσι τὸ βαφῇ [[σίδηρος]] ὣς μετὰ τοῦ ἐκαρτέρουν.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />immersion, <i>d'où</i><br /><b>1</b> trempe (du fer, de l'acier) ; fig. <i>en parl. du vin</i> force;<br /><b>2</b> teinture ; <i>p. ext.</i> couleur <i>en gén. ; fig.</i> βαφὴ τυραννίδος PLUT couleur de tyrannie.<br />'''Étymologie:''' [[βάπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml