διαιρέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0579.png Seite 579]] (s. αἱρέωὶ, 1) <b class="b2">auseinandernehmen, theilen, sondern, zerreißen</b>. Hom. Iliad. 20, 280 in tmesi [[ἐγχείη]] δ'ἄρ'ὑπὲρ νώτου ἐνὶ γαίῃ [[ἔστη]] ὶεμένη, διὰ δ' ἀμφοτέρους ἔλε κύκλους ἀσπίδος ἀμφιβρότης. Folgende: δύο μοίρας Λυδῶν, in zwei Theile, Her. 1, 94; vgl. 4, 148; Plat. Phaedr. 253 d [[τρία]] μέρη, in drei Theile; παῖδα κατὰ μέλεα διελών Her. 1, 119; 123; [[ἀκρόθινα]] διελών Pind. Ol. 11, 59; auseinander-, [[wegreißen]], γέφυραν, σταυρούς, Xen. An. 5, 2, 21; niederreißen, Thuc. 2, 75; πυλίδα, aufbrechen, 4, 51; – [[absondern]], Plat. Phil. 23 e; – διαιρεῖν [[δίχα]], Plat. Soph. 225 a; [[διχῆ]], Crat. 396 a. – Ggstz συντιθέναι, Rep. X, 618 c; διαιρούμενος εἰς ἴσα δύο μέρη Legg. X, 895 e; κατὰ σμικρὰ διῄρηται Soph. 225 c; auch διῄρητο ξύμπαν τὸ [[ζῷον]] τῷ τιθασσῷ καὶ ὰγρίῳ Polit. 263 e, u. so Folgde; αὶδῶ καὶ σωφροσύνην, [[unterscheiden]], Xen. Oec. 7, 26. – Med., [[unter]] sich [[vertheilen]], Hes. Th. 112; τὸ [[ἔργον]] Thuc. 7, 19; auch allein, διελόμενοι τὴν πόλιν περιετείχιζον, indem sie sich in die Arbeit theilten, 5, 75; Sp. Bei Plat., wie das act., = theilen, ausscheiden, τοὺς ἀμείνους καὶ τοὺς χείρονας Legg. XII, 950 e; vgl. Isocr. 4, 47; κατ' εἴδη Plat. Phaedr. 273 e u. öfter; τέτταρα μέρη τινός 265 b. – 2) [[bestimmt]] [[angeben]], aussagen, Her. 7, 47. 103; auch Med., 7, 50; Plat. Charmid. 169 a; περίτινος, 163 d; Arist. rhet. 1, 15; [[entscheid]] en, διαφοράς Her. 4, 23; τὰ [[ἀλλήλων]] ἐγκλήματα Plat. Polit. 305 c; ψήφῳ [[περί]] τινος Aesch. Eum. 630; absol., Ar. Ran. 1100; τὸν νικῶντα Plat. Legg. XII, 946 b. – Med., auch = erklären, [[auslegen]]; [[τέρας]] Dion. Hal. 4, 60; ὄψιν Plut. Cim. 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0579.png Seite 579]] (s. αἱρέωὶ, 1) <b class="b2">auseinandernehmen, theilen, sondern, zerreißen</b>. Hom. Iliad. 20, 280 in tmesi [[ἐγχείη]] δ'ἄρ'ὑπὲρ νώτου ἐνὶ γαίῃ [[ἔστη]] ὶεμένη, διὰ δ' ἀμφοτέρους ἔλε κύκλους ἀσπίδος ἀμφιβρότης. Folgende: δύο μοίρας Λυδῶν, in zwei Theile, Her. 1, 94; vgl. 4, 148; Plat. Phaedr. 253 d [[τρία]] μέρη, in drei Theile; παῖδα κατὰ μέλεα διελών Her. 1, 119; 123; [[ἀκρόθινα]] διελών Pind. Ol. 11, 59; auseinander-, [[wegreißen]], γέφυραν, σταυρούς, Xen. An. 5, 2, 21; niederreißen, Thuc. 2, 75; πυλίδα, aufbrechen, 4, 51; – [[absondern]], Plat. Phil. 23 e; – διαιρεῖν [[δίχα]], Plat. Soph. 225 a; [[διχῆ]], Crat. 396 a. – Ggstz συντιθέναι, Rep. X, 618 c; διαιρούμενος εἰς ἴσα δύο μέρη Legg. X, 895 e; κατὰ σμικρὰ διῄρηται Soph. 225 c; auch διῄρητο ξύμπαν τὸ [[ζῷον]] τῷ τιθασσῷ καὶ ὰγρίῳ Polit. 263 e, u. so Folgde; αὶδῶ καὶ σωφροσύνην, [[unterscheiden]], Xen. Oec. 7, 26. – Med., [[unter]] sich [[vertheilen]], Hes. Th. 112; τὸ [[ἔργον]] Thuc. 7, 19; auch allein, διελόμενοι τὴν πόλιν περιετείχιζον, indem sie sich in die Arbeit theilten, 5, 75; Sp. Bei Plat., wie das act., = theilen, ausscheiden, τοὺς ἀμείνους καὶ τοὺς χείρονας Legg. XII, 950 e; vgl. Isocr. 4, 47; κατ' εἴδη Plat. Phaedr. 273 e u. öfter; τέτταρα μέρη τινός 265 b. – 2) [[bestimmt]] [[angeben]], aussagen, Her. 7, 47. 103; auch Med., 7, 50; Plat. Charmid. 169 a; περίτινος, 163 d; Arist. rhet. 1, 15; [[entscheid]] en, διαφοράς Her. 4, 23; τὰ [[ἀλλήλων]] ἐγκλήματα Plat. Polit. 305 c; ψήφῳ [[περί]] τινος Aesch. Eum. 630; absol., Ar. Ran. 1100; τὸν νικῶντα Plat. Legg. XII, 946 b. – Med., auch = erklären, [[auslegen]]; [[τέρας]] Dion. Hal. 4, 60; ὄψιν Plut. Cim. 18.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> διαιρήσω, <i>ao.2</i> [[διεῖλον]], <i>pf.</i> διῄρηκα, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> diviser, séparer :<br /><b>1</b> séparer une chose d'une autre : ὀροφήν THC enlever un toit ; πυλίδα THC enfoncer une porte ; διαιρεῖν [[τοῦ]] τείχους THC couper un pan de mur, faire une brèche dans un mur ; τὸ διῃρημένον THC la brèche;<br /><b>2</b> diviser en plusieurs parties;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> distinguer : αἰδῶ καὶ σωφροσύνην XÉN la pudeur et la tempérance;<br /><b>2</b> déterminer, définir ; expliquer avec précision;<br /><b>3</b> décider, trancher : [[τὰς]] διαφοράς HDT trancher des différends ; δίκας ESCHL juger un procès ; [[περί]] τινος, décider au sujet de qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[διαιρέομαι]], [[διαιροῦμαι]] (<i>f.</i> διαιρήσομαι, <i>ao.2</i> διειλόμην);<br /><b>1</b> partager pour soi <i>ou</i> entre soi : τὴν ληΐην HDT le butin;<br /><b>2</b> partager, séparer;<br /><b>3</b> distinguer;<br /><b>4</b> décider ; définir, éclaircir, expliquer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[αἱρέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαιρέω''': μέλλ. -ήσω, ἀόρ. -εῖλον, ἀόρ. παθ. -ῃρέθην: - [[λαμβάνω]] τι ἀπὸ ἑτέρου, [[χωρίζω]], εἰς δύο, [[ἀποχωρίζω]] εἰς μέρη, διὰ δ’ ἀμφοτέρους ἕλε κύκλους ἀσπίδος Ἰλ. Υ. 280· παῖδα κατὰ μέλεα διελὼν Ἡρόδ. 1. 119· δ. λαγόν, ἀνοίγω κόπτων, [[αὐτόθι]] 123· δ. πυλίδα, διαρρηγνύων ἀνοίγω, Θουκ. 4. 110., 6. 51· δ. τὴν ὀροφήν, ἀποσπῶ αὐτήν, [[καταστρέφω]], [[αὐτόθι]] 48· τοὺς σταυροὺς Ξεν. Ἀν. 5. 2, 21· δ. τοῦ τείχους, [[κρημνίζω]] [[μέρος]] τοῦ τείχους, [[κάμνω]] [[ῥῆγμα]], Θουκ. 2. 75· τὸ διῃρημένον, τὸ [[ῥῆγμα]], [[αὐτόθι]] 76., 5. 3· διῃρημένοι τὸ [[ὑπόζωμα]], ἐπὶ ἐντόμων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 30, 1. ΙΙ. διαιρῶ, [[διαχωρίζω]], δύο μοίρας Λυδῶν, τοὺς Λυδοὺς εἰς δύο μέρη, Ἡρόδ. 1. 94, πρβλ. 4. 148, Δημ. 1170. 25· οὕτω, δ. τριχῇ Πλάτ. Φαίδρ. 253C· δ. εἰς δύο Δημ. 144. 27· δ. τοὺς ἀμείνους καὶ τοὺς χείρονας Πλάτ. Νόμ. 950C· δ. εἰς τὰ ἐλάχιστα Ἀριστ. Αἰσθ. 3, 19· εἰς ὁμοιομερῆ ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 1. - Μέσ., διαιρῶ δι’ ἐμαυτόν, [[ναῦς]] Θουκ. 4. 11· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] διαμοιράζομεν [[μεταξύ]] μας, τιμὰς Ἡσ. Θ. 112· τὴν ληίην Ἡρόδ. 9. 85· τὸ [[ἔργον]] Θουκ. 7. 19, πρβλ. 5. 114· τὰ ὑπάρχοντα Δημ. 1113. 10. - Παθ., διῃρημένοι κατ’ ἀναπαύλας, κατὰ φυλακάς, [[ὅπως]] διαδέχωνται ἀλλήλους, Θουκ. 2. 75· διαιρήσομαι, ὡς παθητ. μέλλ., Πλάτ. Πολιτ. 261C. 2) [[διαχωρίζω]], [[ἤτοι]] [[διαλύω]] (εἰς τὰ συνθετικὰ στοιχεῖα), ἀντίθ. τῷ συντιθέναι, Πλάτ. Φαίδωνι 78C, κτλ., πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 3. ΙΙΙ. [[διακρίνω]], αἰδῶ καὶ σωφροσύνην Ξεν. Οἰκ. 7. 26· τυραννίδος εἴδη δύο διείλομεν Ἀριστ. Πολ. 4. 10, 2· - ἀπολ., Ἀριστοφ. Νεφ. 742. - Μέσ., Πλάτ. Θεαιτ. 182C. 2) [[ὁρίζω]], ἀποφασίζω, διαιρεῖν διαφορὰς Ἡρόδ. 4. 23· δίκας Αἰσχύλ. Εὐμ. 472· τοῦτο [[πρᾶγμα]] [[αὐτόθι]] 488· ψήφῳ δ. τοῦδε πράγματος πέρι αὐτ. 630· κλήρῳ δ. τὸν νικῶντα Πλάτ. Νόμ. 946Β· δ. [[περί]] τινος Ἀριστ. Φυσ. 6. 9, 2, κτλ.· δ. ποσά…, κτλ., ὁ αὐτ. Πολ. 4. 16, 2, κτλ.· ἀπολ., Ἀριστοφ. Βατρ. 1100· - [[ὡσαύτως]], δ. [[εἴτε]] Εὐρ. Βάκχ. 206. 3) [[λέγω]] σαφῶς καὶ [[ὡρισμένως]], [[ὁρίζω]], [[ἑρμηνεύω]], Ἡρόδ. 3. 103., 7. 16· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. 7. 47, καὶ [[συχνάκις]] παρὰ Πλάτ., δ. [[περί]] τινος Πλάτ. Χαρμ. 163D. IV. ἐν τῇ λογικῇ, διαιρῶ, δ. κατ’ εἴδη ὁ αὐτ. Φαίδρ. 273Ε· διαιρῶ γένος τι εἰς τὰ εἴδη του, Ἀριστ. Ἀναλ. Πρ. 1. 31, κ. ἀλλ.
|lstext='''διαιρέω''': μέλλ. -ήσω, ἀόρ. -εῖλον, ἀόρ. παθ. -ῃρέθην: - [[λαμβάνω]] τι ἀπὸ ἑτέρου, [[χωρίζω]], εἰς δύο, [[ἀποχωρίζω]] εἰς μέρη, διὰ δ’ ἀμφοτέρους ἕλε κύκλους ἀσπίδος Ἰλ. Υ. 280· παῖδα κατὰ μέλεα διελὼν Ἡρόδ. 1. 119· δ. λαγόν, ἀνοίγω κόπτων, [[αὐτόθι]] 123· δ. πυλίδα, διαρρηγνύων ἀνοίγω, Θουκ. 4. 110., 6. 51· δ. τὴν ὀροφήν, ἀποσπῶ αὐτήν, [[καταστρέφω]], [[αὐτόθι]] 48· τοὺς σταυροὺς Ξεν. Ἀν. 5. 2, 21· δ. τοῦ τείχους, [[κρημνίζω]] [[μέρος]] τοῦ τείχους, [[κάμνω]] [[ῥῆγμα]], Θουκ. 2. 75· τὸ διῃρημένον, τὸ [[ῥῆγμα]], [[αὐτόθι]] 76., 5. 3· διῃρημένοι τὸ [[ὑπόζωμα]], ἐπὶ ἐντόμων, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 30, 1. ΙΙ. διαιρῶ, [[διαχωρίζω]], δύο μοίρας Λυδῶν, τοὺς Λυδοὺς εἰς δύο μέρη, Ἡρόδ. 1. 94, πρβλ. 4. 148, Δημ. 1170. 25· οὕτω, δ. τριχῇ Πλάτ. Φαίδρ. 253C· δ. εἰς δύο Δημ. 144. 27· δ. τοὺς ἀμείνους καὶ τοὺς χείρονας Πλάτ. Νόμ. 950C· δ. εἰς τὰ ἐλάχιστα Ἀριστ. Αἰσθ. 3, 19· εἰς ὁμοιομερῆ ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 1. - Μέσ., διαιρῶ δι’ ἐμαυτόν, [[ναῦς]] Θουκ. 4. 11· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] διαμοιράζομεν [[μεταξύ]] μας, τιμὰς Ἡσ. Θ. 112· τὴν ληίην Ἡρόδ. 9. 85· τὸ [[ἔργον]] Θουκ. 7. 19, πρβλ. 5. 114· τὰ ὑπάρχοντα Δημ. 1113. 10. - Παθ., διῃρημένοι κατ’ ἀναπαύλας, κατὰ φυλακάς, [[ὅπως]] διαδέχωνται ἀλλήλους, Θουκ. 2. 75· διαιρήσομαι, ὡς παθητ. μέλλ., Πλάτ. Πολιτ. 261C. 2) [[διαχωρίζω]], [[ἤτοι]] [[διαλύω]] (εἰς τὰ συνθετικὰ στοιχεῖα), ἀντίθ. τῷ συντιθέναι, Πλάτ. Φαίδωνι 78C, κτλ., πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 3. ΙΙΙ. [[διακρίνω]], αἰδῶ καὶ σωφροσύνην Ξεν. Οἰκ. 7. 26· τυραννίδος εἴδη δύο διείλομεν Ἀριστ. Πολ. 4. 10, 2· - ἀπολ., Ἀριστοφ. Νεφ. 742. - Μέσ., Πλάτ. Θεαιτ. 182C. 2) [[ὁρίζω]], ἀποφασίζω, διαιρεῖν διαφορὰς Ἡρόδ. 4. 23· δίκας Αἰσχύλ. Εὐμ. 472· τοῦτο [[πρᾶγμα]] [[αὐτόθι]] 488· ψήφῳ δ. τοῦδε πράγματος πέρι αὐτ. 630· κλήρῳ δ. τὸν νικῶντα Πλάτ. Νόμ. 946Β· δ. [[περί]] τινος Ἀριστ. Φυσ. 6. 9, 2, κτλ.· δ. ποσά…, κτλ., ὁ αὐτ. Πολ. 4. 16, 2, κτλ.· ἀπολ., Ἀριστοφ. Βατρ. 1100· - [[ὡσαύτως]], δ. [[εἴτε]] Εὐρ. Βάκχ. 206. 3) [[λέγω]] σαφῶς καὶ [[ὡρισμένως]], [[ὁρίζω]], [[ἑρμηνεύω]], Ἡρόδ. 3. 103., 7. 16· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. 7. 47, καὶ [[συχνάκις]] παρὰ Πλάτ., δ. [[περί]] τινος Πλάτ. Χαρμ. 163D. IV. ἐν τῇ λογικῇ, διαιρῶ, δ. κατ’ εἴδη ὁ αὐτ. Φαίδρ. 273Ε· διαιρῶ γένος τι εἰς τὰ εἴδη του, Ἀριστ. Ἀναλ. Πρ. 1. 31, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> διαιρήσω, <i>ao.2</i> [[διεῖλον]], <i>pf.</i> διῄρηκα, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> diviser, séparer :<br /><b>1</b> séparer une chose d'une autre : ὀροφήν THC enlever un toit ; πυλίδα THC enfoncer une porte ; διαιρεῖν [[τοῦ]] τείχους THC couper un pan de mur, faire une brèche dans un mur ; τὸ διῃρημένον THC la brèche;<br /><b>2</b> diviser en plusieurs parties;<br /><b>II.</b> <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> distinguer : αἰδῶ καὶ σωφροσύνην XÉN la pudeur et la tempérance;<br /><b>2</b> déterminer, définir ; expliquer avec précision;<br /><b>3</b> décider, trancher : [[τὰς]] διαφοράς HDT trancher des différends ; δίκας ESCHL juger un procès ; [[περί]] τινος, décider au sujet de qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[διαιρέομαι]], [[διαιροῦμαι]] (<i>f.</i> διαιρήσομαι, <i>ao.2</i> διειλόμην);<br /><b>1</b> partager pour soi <i>ou</i> entre soi : τὴν ληΐην HDT le butin;<br /><b>2</b> partager, séparer;<br /><b>3</b> distinguer;<br /><b>4</b> décider ; définir, éclaircir, expliquer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[αἱρέω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl