εἰσέχω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0743.png Seite 743]] (s. ἔχω), hineinreichen, sich hineinerstrecken, ἐς ποταμόν, ἐς θάλασσαν, Her. 1, 193. 2, 158 u. öfter; [[κόλπος]] ἐκ τῆς βορηΐης θαλάσσης ἐςέχων ἐπὶ Αἰθιοπίης, der sich nach Aethiopien hineinerstreckt, 2, 12; Plut. Alex. 44. Aehnlich [[θάλαμος]] ἐςέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα, hat einen Ausgang dahin, Her. 3, 78; ἐς τὸν οἶκον ἐςέχων ὁ [[ἥλιος]], die in das Haus hineinscheinende Sonne, 8, 137. – In Gemälden ist τὸ εἰσέχον der Schatten, Philostr. v. Apoll. 2, 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0743.png Seite 743]] (s. ἔχω), hineinreichen, sich hineinerstrecken, ἐς ποταμόν, ἐς θάλασσαν, Her. 1, 193. 2, 158 u. öfter; [[κόλπος]] ἐκ τῆς βορηΐης θαλάσσης ἐςέχων ἐπὶ Αἰθιοπίης, der sich nach Aethiopien hineinerstreckt, 2, 12; Plut. Alex. 44. Aehnlich [[θάλαμος]] ἐςέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα, hat einen Ausgang dahin, Her. 3, 78; ἐς τὸν οἶκον ἐςέχων ὁ [[ἥλιος]], die in das Haus hineinscheinende Sonne, 8, 137. – In Gemälden ist τὸ εἰσέχον der Schatten, Philostr. v. Apoll. 2, 20.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> εἰσέξω, <i>etc.</i><br /><b>1</b> se porter dans <i>ou</i> sur : [[ἐς]] θάλασσαν HDT, [[ἐς]] ποταμόν HDT tomber dans la mer, dans un fleuve <i>en parl. de canaux</i> ; [[ἐς]] τὸν οἶκον HDT entrer dans la maison (par la cheminée) <i>en parl. du soleil</i> ; [[ἐς]] τὸν ἀνδρεῶνα HDT donner (<i>càd</i> avoir issue) sur l'appartement des hommes;<br /><b>2</b> s'étendre jusqu’à : ἐπ’ Αἰθιοπίης HDT jusqu’à l'Éthiopie <i>en parl. d'un golfe</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[ἔχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσέχω''': μέλλ. -ξω, ἐν χρήσει ἀμεταβ. παρ’ Ἡροδ., ἐκτείνομαι [[πρός]], [[κόλπος]] ἐκ τῆς βορηΐης θαλάσσης ἐσέχων ἐπὶ Αἰθιοπίης, [[κόλπος]] εἰσχωρῶν ἐκ τῆς βορείου θαλάσσης πρὸς τὴν Αἰθιοπίαν, Ἡρόδ. 2. 11· ἡ [[διῶρυξ]] ἐσέχει ἐς ποταμὸν ὁ αὐτ. 1. 193· ἦν [[θάλαμος]] ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα, [[θάλαμος]] ἔχων ἔξοδον εἰς τὸν ἀνδρῶνα, ὁ αὐτ. 3. 78· ἐς τὸν οἶκον ἐσέχων ὁ [[ἥλιος]], εἰσερχόμενος εἰς τὴν οἰκίαν, λάμπων εἰς αὐτήν, ὁ αὐτ. 8. 137· - ἀπολ., ἐκ τοῦ Νείλου διώρυχες ἐσέχουσι (ἐνν. εἰς τὴν γῆν) ὁ αὐτ. 2. 138. ΙΙ. ἐπὶ εἰκὸνων, τὸ ἐσέχον [[εἶναι]] τὸ ἐν τῇ σκιᾷ [[μέρος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐξέχον, τὸ ἐν τῷ φωτί, Φιλόστρ. 72.
|lstext='''εἰσέχω''': μέλλ. -ξω, ἐν χρήσει ἀμεταβ. παρ’ Ἡροδ., ἐκτείνομαι [[πρός]], [[κόλπος]] ἐκ τῆς βορηΐης θαλάσσης ἐσέχων ἐπὶ Αἰθιοπίης, [[κόλπος]] εἰσχωρῶν ἐκ τῆς βορείου θαλάσσης πρὸς τὴν Αἰθιοπίαν, Ἡρόδ. 2. 11· ἡ [[διῶρυξ]] ἐσέχει ἐς ποταμὸν ὁ αὐτ. 1. 193· ἦν [[θάλαμος]] ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα, [[θάλαμος]] ἔχων ἔξοδον εἰς τὸν ἀνδρῶνα, ὁ αὐτ. 3. 78· ἐς τὸν οἶκον ἐσέχων ὁ [[ἥλιος]], εἰσερχόμενος εἰς τὴν οἰκίαν, λάμπων εἰς αὐτήν, ὁ αὐτ. 8. 137· - ἀπολ., ἐκ τοῦ Νείλου διώρυχες ἐσέχουσι (ἐνν. εἰς τὴν γῆν) ὁ αὐτ. 2. 138. ΙΙ. ἐπὶ εἰκὸνων, τὸ ἐσέχον [[εἶναι]] τὸ ἐν τῇ σκιᾷ [[μέρος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐξέχον, τὸ ἐν τῷ φωτί, Φιλόστρ. 72.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> εἰσέξω, <i>etc.</i><br /><b>1</b> se porter dans <i>ou</i> sur : [[ἐς]] θάλασσαν HDT, [[ἐς]] ποταμόν HDT tomber dans la mer, dans un fleuve <i>en parl. de canaux</i> ; [[ἐς]] τὸν οἶκον HDT entrer dans la maison (par la cheminée) <i>en parl. du soleil</i> ; [[ἐς]] τὸν ἀνδρεῶνα HDT donner (<i>càd</i> avoir issue) sur l'appartement des hommes;<br /><b>2</b> s'étendre jusqu’à : ἐπ’ Αἰθιοπίης HDT jusqu’à l'Éthiopie <i>en parl. d'un golfe</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[ἔχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml