εἰσέχω
Πολλοὶ μὲν εὐτυχοῦσιν, οὐ φρονοῦσι δέ → Multis adest fortuna, non prudentia → Viele sind im Glück und doch nicht bei Verstand
English (LSJ)
used intr. by Hdt.,
A stretch into, κόλπος ἐκ τῆς βορηΐης θαλάσσης ἐσέχων ἐπὶ Αἰθιοπίης a bay running in from the north sea towards Ethiopia, Hdt.2.11; ἡ μεγίστη τῶν διωρύχων ἐσέχει ἐς ποταμόν Id.1.193; ἦν θάλαμος ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα the chamber opened into the men's apartment, Id.3.78; ἐς τὸν οἶκον ἐσέχων ὁ ἥλιος the sun shining into the house, Id.8.137: abs., ἐκ τοῦ Νείλου διώρυχες ἐσέχουσι (sc. ἐς τὴν γῆν) Id.2.138.
II in pictures, τὸ ἐσέχον is the retiring part, the shade, opp. ἐξέχον (the high lights), Philostr. VA 2.20.
b στέρνα ἐσέχοντα hollow chests, Id.Gym.35.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón., hist. ἐσ-
1 gener. de canales afluir, confluir (διῶρυξ) ἐσέχει ἐς ἄλλον ποταμὸν ἐκ τοῦ Εὐφρήτεω Hdt.1.193, ἄχρι τῆς ἐσόδου τοῦ ἱροῦ ἑκατέρη (sc. διῶρυξ) ἐσέχει Hdt.2.138, διῶρυξ ... ἐσέχει δὲ ἐς τὴν Ἐρυθρὴν θάλασσαν Hdt.2.158, cf. Aristid.Or.36.86
•de los rayos del sol κατὰ τὴν καπνοδόκην ἐς τὸν οἶκον ἐσέχων ὁ ἥλιος entrando el sol en la habitación por la salida de humos Hdt.8.137.
2 fig., gener. de accidentes geog., esp. de los golfos entrar, extenderse hacia la tierra firme, frec. c. compl. del lugar desde, c. ἐκ: κόλπον ... ἐκ τῆς βορηίης θαλάσσης ἐσέχοντα (cj., ἐσχέοντα codd.) ἐπ' Αἰθιοπίης Hdt.2.11, (κόλπος) εἰσέχων μᾶλλον πρὸς ἀνίσχοντα ἥλιον Str.12.4.3, τεσσάρων κόλπων εἰσεχόντων ἀπὸ τῆς ἔξω θαλάττης Plu.Alex.44, cf. Aristid.Or.1.119, Arr.Ind.43.2, Paus.3.14.2, c. gen. ἡ Σύρτις κόλπος θαλάττης εἰσέχων ἐπὶ πολὺ τῆς χώρας D.Chr.5.8
•c. compl. interno εἰσέχων ἐπιπολὺ τῆς ἠπείρου Them.10.137a, abs. κατασκέψασθαι ... ὅστις κόλπος ἐσέχοι Arr.Ind.32.11
•de otros accidentes geog.
•del Tauro οὐδὲν οὔτε προέχει πρὸς ἕω τῆς Ἰνδικῆς μᾶλλον οὐτ' εἰσέχει Str.11.11.7
•c. ac. de extensión ἐν ... αὐλῶνι ... εἰσεχούσῃ τοσοῦτον (sc. στάδιον) Philostr.Im.2.6
•c. otros compl. adentrarse, quedar hundido στέρνα ἐσέχοντα pecho hundido Philostr.Gym.35
•fig. de espacios menores, como en una casa abrirse, dar a ἦν θάλαμος ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα Hdt.3.78.
3 fig. esp. en pintura, óptica, de la contraposición de planos, op. a ἐξέχω, προέχω, εἰσέχω sobresalir, pasar a primer plano τὰ μὲν δοκεῖ προὔχει, τὰ δὲ εἰσέχειν Clem.Strom.6.65.1, οἷον ἐν ζωγράφων πίναξιν ... τὸ μὲν αὐτῶν (sc. parte de la tierra cultivada) εἰσέχει, τὸ δὲ ἐξέχει Lib.Or.11.210, cf. Alex.Aphr.de An.146.13
•part. neutr. sust. τὸ εἰσέχον el fondo op. τὸ ἐξέχον Philostr.VA 2.20.
German (Pape)
[Seite 743] (s. ἔχω), hineinreichen, sich hineinerstrecken, ἐς ποταμόν, ἐς θάλασσαν, Her. 1, 193. 2, 158 u. öfter; κόλπος ἐκ τῆς βορηΐης θαλάσσης ἐςέχων ἐπὶ Αἰθιοπίης, der sich nach Aethiopien hineinerstreckt, 2, 12; Plut. Alex. 44. Ähnlich θάλαμος ἐςέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα, hat einen Ausgang dahin, Her. 3, 78; ἐς τὸν οἶκον ἐςέχων ὁ ἥλιος, die in das Haus hineinscheinende Sonne, 8, 137. – In Gemälden ist τὸ εἰσέχον der Schatten, Philostr. v. Apoll. 2, 20.
French (Bailly abrégé)
f. εἰσέξω, etc.
1 se porter dans ou sur : ἐς θάλασσαν HDT, ἐς ποταμόν HDT tomber dans la mer, dans un fleuve en parl. de canaux ; ἐς τὸν οἶκον HDT entrer dans la maison (par la cheminée) en parl. du soleil ; ἐς τὸν ἀνδρεῶνα HDT donner (càd avoir issue) sur l'appartement des hommes;
2 s'étendre jusqu'à : ἐπ' Αἰθιοπίης HDT jusqu'à l'Éthiopie en parl. d'un golfe.
Étymologie: εἰς, ἔχω.
Russian (Dvoretsky)
εἰσέχω: ион. ἐσέχω
1 простираться, тянуться, доходить (ἡ διῶρυξ ἐσέχει ἐς τὸν ποταμόν Her.; κόλποι εἰσέχοντες ἀπὸ τῆς ἔξω θαλάσσης Plut.);
2 быть смежным (θάλαμος ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα Her.);
3 входить, проникать (ἐς τὸν οἶκον ἐσέχων ὁ ἥλιος Her.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰσέχω: μέλλ. -ξω, ἐν χρήσει ἀμεταβ. παρ’ Ἡροδ., ἐκτείνομαι πρός, κόλπος ἐκ τῆς βορηΐης θαλάσσης ἐσέχων ἐπὶ Αἰθιοπίης, κόλπος εἰσχωρῶν ἐκ τῆς βορείου θαλάσσης πρὸς τὴν Αἰθιοπίαν, Ἡρόδ. 2. 11· ἡ διῶρυξ ἐσέχει ἐς ποταμὸν ὁ αὐτ. 1. 193· ἦν θάλαμος ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα, θάλαμος ἔχων ἔξοδον εἰς τὸν ἀνδρῶνα, ὁ αὐτ. 3. 78· ἐς τὸν οἶκον ἐσέχων ὁ ἥλιος, εἰσερχόμενος εἰς τὴν οἰκίαν, λάμπων εἰς αὐτήν, ὁ αὐτ. 8. 137· - ἀπολ., ἐκ τοῦ Νείλου διώρυχες ἐσέχουσι (ἐνν. εἰς τὴν γῆν) ὁ αὐτ. 2. 138. ΙΙ. ἐπὶ εἰκὸνων, τὸ ἐσέχον εἶναι τὸ ἐν τῇ σκιᾷ μέρος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐξέχον, τὸ ἐν τῷ φωτί, Φιλόστρ. 72.
Greek Monolingual
εἰσέχω (Α)
1. προχωρώ μέσα σε κάτι, εισχωρώ
2. έχω έξοδο σε... («ἦν γὰρ δὴ θάλαμος ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα»)
3. είμαι κοίλος
4. (το ουδ. μτχ. εν.) τὸ ἐσέχον
(στη ζωγραφική) αυτό που εικονίζεται να βρίσκεται στο εσωτερικό.
Greek Monotonic
εἰσέχω: μέλ. -ξω, αμτβ., εκτείνομαι προς, απλώνομαι, εξαπλώνομαι, αναπτύσσομαι, ἐπὶ Αἰθιοπίης, προς την Αιθιοπία, σε Ηρόδ.· θάλαμος ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα, δωμάτιο που έχει άνοιγμα προς τα διαμερίσματα των ανδρών, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ξω
intr. to stretch into, reach, extend, ἐπὶ Αἰθιοπίης towards Ethiopia, Hdt.; θάλαμος ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα a chamber opening into the men's apartment, Hdt.