θριπήδεστος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1219.png Seite 1219]] [[wurmstichig]]; Theophr.; φυτά Ael. H. A. 16, 14; σφραγίδια Ar. Th. 427, σφραγῖδες Luc. Lexiph. 13, wurmstichiges Holz als Siegelring gebraucht, nach Schol. Ar. ξύλα ὑπὸ θριπῶν βεβρωμένα, οἷς ἐσφράγιζον, so auch Hesych., oder nach Lessing: mit so seinem Stich, als hätte sie der Wurm zernagt; Harpocr. aus Hyperid. führt Ἑλλάδα θριπήδεστον an, für διεφθαρμένην. Die Lesart θριπηδέστατος scheint falsch, s. aber Pausan. bei Eust. 1403, 38 u. vgl. [[θριπώδης]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1219.png Seite 1219]] [[wurmstichig]]; Theophr.; φυτά Ael. H. A. 16, 14; σφραγίδια Ar. Th. 427, σφραγῖδες Luc. Lexiph. 13, wurmstichiges Holz als Siegelring gebraucht, nach Schol. Ar. ξύλα ὑπὸ θριπῶν βεβρωμένα, οἷς ἐσφράγιζον, so auch Hesych., oder nach Lessing: mit so seinem Stich, als hätte sie der Wurm zernagt; Harpocr. aus Hyperid. führt Ἑλλάδα θριπήδεστον an, für διεφθαρμένην. Die Lesart θριπηδέστατος scheint falsch, s. aber Pausan. bei Eust. 1403, 38 u. vgl. [[θριπώδης]].
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />rongé de vers, vermoulu ; σφραγῖδες θριπήδεστοι LUC morceaux de bois mangés des vers, dont on se servait comme de sceaux ; <i>sel. d'autres</i> sceaux finement ciselés comme des morceaux de bois mangés des vers;<br /><i>Sp. irrég.</i> θριπηδέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[θρίψ]], [[ἔδω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θρῑπήδεστος''': -ον, ([[θρίψ]], ἐδήδεσμαι) σκωληκόβροτος, [[ξύλον]], [[ῥίζα]] Θεόφρ. (ἴδε κατωτ.)· κῶπαι ἢ κεραῖαι θριπήδεστοι Ἐπιγρ. ἐν Böckh’s Seewesen σελ. 441, 447, 471 καὶ μετὰ θηλ. καταλήξ. κλιμακίδες ἢ κεραῖαι θριπήδεσται 431, 432. ΙΙ. τὰ σφραγίδια θριπήδεστα ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 427, ἦσαν πιθ. κατὰ πρῶτον τεμάχια σκωληκοβρότου ξύλου χρησιμεύοντα ὡς σφραγῖδες, καὶ [[ἔπειτα]] σφραγῖδες κεχαραγμέναι κατὰ μίμησιν αὐτῶν, Müller Archäol. d. Kunst § 97. 2. - Οἱ ἀντιγραφεῖς [[πολλάκις]] ἔγραψαν αὐτὸ ἐσφαλμ. ὡς ὑπερθ. θριπηδέστατος, [[οἷον]] ἐν Λουκ. Λεξιφ. 13, κτλ.· ἀλλ’ ἐν Θεοφρ. Ι. Φ. 3. 8, 5 ([[ἔνθα]] κοινῶς θριπωδέστατον) τὸ ὑπερθ. [[εἶναι]] [[ἀναγκαῖον]] καὶ ἀναγνωρίζει αὐτὸ ὁ Παυσ. παρ’ Εὐστ. 1403. 88.
|lstext='''θρῑπήδεστος''': -ον, ([[θρίψ]], ἐδήδεσμαι) σκωληκόβροτος, [[ξύλον]], [[ῥίζα]] Θεόφρ. (ἴδε κατωτ.)· κῶπαι ἢ κεραῖαι θριπήδεστοι Ἐπιγρ. ἐν Böckh’s Seewesen σελ. 441, 447, 471 καὶ μετὰ θηλ. καταλήξ. κλιμακίδες ἢ κεραῖαι θριπήδεσται 431, 432. ΙΙ. τὰ σφραγίδια θριπήδεστα ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 427, ἦσαν πιθ. κατὰ πρῶτον τεμάχια σκωληκοβρότου ξύλου χρησιμεύοντα ὡς σφραγῖδες, καὶ [[ἔπειτα]] σφραγῖδες κεχαραγμέναι κατὰ μίμησιν αὐτῶν, Müller Archäol. d. Kunst § 97. 2. - Οἱ ἀντιγραφεῖς [[πολλάκις]] ἔγραψαν αὐτὸ ἐσφαλμ. ὡς ὑπερθ. θριπηδέστατος, [[οἷον]] ἐν Λουκ. Λεξιφ. 13, κτλ.· ἀλλ’ ἐν Θεοφρ. Ι. Φ. 3. 8, 5 ([[ἔνθα]] κοινῶς θριπωδέστατον) τὸ ὑπερθ. [[εἶναι]] [[ἀναγκαῖον]] καὶ ἀναγνωρίζει αὐτὸ ὁ Παυσ. παρ’ Εὐστ. 1403. 88.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />rongé de vers, vermoulu ; σφραγῖδες θριπήδεστοι LUC morceaux de bois mangés des vers, dont on se servait comme de sceaux ; <i>sel. d'autres</i> sceaux finement ciselés comme des morceaux de bois mangés des vers;<br /><i>Sp. irrég.</i> θριπηδέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[θρίψ]], [[ἔδω]].
}}
}}
{{grml
{{grml