3,274,201
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] ἡ, zsgzgn [[γαλῆ]], 1) Wiesel, Marder, Batrachom. 9; Her. 4, 192; öfter bei Ar., z. B. Ach. 243 Ran. 304; βδέουσα δριμύτερον γαλῆς Pl. 693, an γ. βδέουσα, Stinkmarder, erinnernd; [[γαλῆ]] [[ἀργία]] od. Λιβυκή, das Frettchen. – Sp. = Katze. – 2) ein Meerfisch, von [[γαλεός]] nach Ael. H. A. 15, 11 verschieden. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] ἡ, zsgzgn [[γαλῆ]], 1) Wiesel, Marder, Batrachom. 9; Her. 4, 192; öfter bei Ar., z. B. Ach. 243 Ran. 304; βδέουσα δριμύτερον γαλῆς Pl. 693, an γ. βδέουσα, Stinkmarder, erinnernd; [[γαλῆ]] [[ἀργία]] od. Λιβυκή, das Frettchen. – Sp. = Katze. – 2) ein Meerfisch, von [[γαλεός]] nach Ael. H. A. 15, 11 verschieden. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>par contr.</i> [[γαλῆ]], ῆς;<br /><b>1</b> belette, <i>animal</i>;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> mustèle, poisson de mer.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. peu sûre. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γαλέη''': συνῃρ. [[γαλῆ]], ῆς, ἡ, ἡ κοιν. λεγομένη γάτ(τ)α, ἣν ὁ Διοσκ. 2, 27 γαλῆν κατοικίδιον ὀνομάζει, ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. 362, 43 Διδ. φέρεται «[[γαλῆ]] ἡ [[κάττα]], [[μυγαλῆ]] ἡ νυφίτζα» Ἡρόδ. 4, 192, Ἀριστοφ. Ἀχ. 255· βδέουσα δριμύτερον γαλῆς ὁ αὐτ. Πλ. 693· εἰ διᾴξειεν [[γαλῆ]] Ἐκκλ. 792, Θεόκρ. 15. 28, Γαλεομυομ. παροιμ., [[θύρα]], δι ' ἧς [[γαλῆ]]… οὐκ εἰσέρχεται Ἀπολλ. Καρ. Διαβ. 1, Θεόκρ. 15, 28.―Ἡ γ. ἀγρία (περιγραφομένη ὡς ἐχθρὰ τῶν μυῶν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 37, 4) φαίνεται ὅτι ἦτο [[ἐγχώριος]] τῆς Ἀφρικῆς καὶ Ἱσπανίας, Ἡρόδ. ἔνθ᾽ ἀνωτ., Στράβων 144· [[ἴσως]] γ. Ταρτησία ἦτο ἡ αὐτή, Ἡρόδ. ἔνθ' ἀνωτ., ἡ [[παροιμία]] γαλῇ κροκωτὸν ἢ [[χιτώνιον]], ἐπὶ ἀναρμόστων πραγμάτων εἰλημμένη ἐκ τοῦ μύθου τῆς εἰς γυναῖκα μεταβληθείσης γαλῆς Βάβρ. 32. ΙΙ. [[εἶδος]] μικροῦ ἰχθύος διακρινομένου ἀπὸ τοῦ γαλεοῦ παρ' Αἰλ. Ζ. Ι. 15.11. | |lstext='''γαλέη''': συνῃρ. [[γαλῆ]], ῆς, ἡ, ἡ κοιν. λεγομένη γάτ(τ)α, ἣν ὁ Διοσκ. 2, 27 γαλῆν κατοικίδιον ὀνομάζει, ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. 362, 43 Διδ. φέρεται «[[γαλῆ]] ἡ [[κάττα]], [[μυγαλῆ]] ἡ νυφίτζα» Ἡρόδ. 4, 192, Ἀριστοφ. Ἀχ. 255· βδέουσα δριμύτερον γαλῆς ὁ αὐτ. Πλ. 693· εἰ διᾴξειεν [[γαλῆ]] Ἐκκλ. 792, Θεόκρ. 15. 28, Γαλεομυομ. παροιμ., [[θύρα]], δι ' ἧς [[γαλῆ]]… οὐκ εἰσέρχεται Ἀπολλ. Καρ. Διαβ. 1, Θεόκρ. 15, 28.―Ἡ γ. ἀγρία (περιγραφομένη ὡς ἐχθρὰ τῶν μυῶν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 37, 4) φαίνεται ὅτι ἦτο [[ἐγχώριος]] τῆς Ἀφρικῆς καὶ Ἱσπανίας, Ἡρόδ. ἔνθ᾽ ἀνωτ., Στράβων 144· [[ἴσως]] γ. Ταρτησία ἦτο ἡ αὐτή, Ἡρόδ. ἔνθ' ἀνωτ., ἡ [[παροιμία]] γαλῇ κροκωτὸν ἢ [[χιτώνιον]], ἐπὶ ἀναρμόστων πραγμάτων εἰλημμένη ἐκ τοῦ μύθου τῆς εἰς γυναῖκα μεταβληθείσης γαλῆς Βάβρ. 32. ΙΙ. [[εἶδος]] μικροῦ ἰχθύος διακρινομένου ἀπὸ τοῦ γαλεοῦ παρ' Αἰλ. Ζ. Ι. 15.11. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |